«Ο κόσμος δεν ακούει τους κομμουνιστές, δεν εμπνέουν και ας έχουμε παρατεταμένη κρίση», λένε τα αστικά ΜΜΕ με άμεσους αναπαράγοντες αυτής της γραμμής πολλά μικροαστικά στρώματα, που είτε καλοπροαίρετα είτε κακοπροαίρετα, διερωτώνται. Αυτή η γραμμή μάλιστα υιοθετείται πλήρως και από αντιπάλους του ΚΚΕ στην Κύπρο αλλά και από το κόμμα της Αριστεράς εδώ, οι οποίοι προβάλλουν τα εκλογικά ποσοστά και το «εμπνεόμετρο» των μικροαστικών στρωμάτων ως την δική τους θέση έναντι των κομμουνιστών.
Πολλοί συνήθως δεν γνωρίζουν ούτε γραμμή από το πρόγραμμα των κομμουνιστών, αλλά αυτό δεν τους σταματάει από το να χλευάζουν, να κατηγορούν και να λασπολογούν, ακόμα και με ψέματα εμπνευσμένα από τα αντιδραστικότερα στόματα της κοινωνίας αλλά και τους φασίστες.
Στα ΜΜΕ και στον δημόσιο διάλογο, το θέαμα, η εντύπωση και η συναισθηματική διάσταση έχουν κυριεύσει επί της ενημέρωσης. Το σκηνικό σήμερα στήνεται σε μια τρομακτική πραγματικότητα στην οποία νηφάλιες φωνές δεν εισακούγονται, αντιθέτως διαστρεβλώνονται για να χωρέσουν σε αστικά διλήμματα και ταυτόχρονα τυγχάνουν προβολής όλο και περισσότερες φωνές οι οποίες μέχρι χθες λειτουργούσαν ως παλιάτσοι.
Η διαφαινόμενη είσοδος Λεβέντη στο Ελληνικό κοινοβούλιο είναι (κατά την γνώμη μου) εξίσου ένα καμπανάκι όσο ήταν και η είσοδος των φασιστών λίγα χρόνια πριν. Το πολιτικό – κοινωνικό σύστημα γεννάει όλο και περισσότερες καρικατούρες για να προβληθούν ως εναλλακτικές, μεταξύ σοβαρού και αστείου, και να τραβήσουν την προσοχή αλλού.
Μέσα σε αυτές τις συνθήκες, του σαπίσματος και στο λόγο αλλά και στην πράξη του πολιτικού συστήματος της αστικής τάξης, η κομμουνιστική απάντηση ήταν ανέκαθεν η πάλη για την ανατροπή της εξουσίας και την εγκαθίδρυση μιας άλλης. Κάθε αγώνας, κάθε απεργία, κάθε οργανωμένος εργαζόμενος, κάθε δράση από τα κάτω με στόχους που περιέχουν μέσα τους και την αμφισβήτηση του αστικού συστήματος είναι συνάμα και ενδυνάμωση για την οργάνωση αυτής της άλλης εξουσίας που γεννιέται μέσα από τον κοιλόπονο του παλαιού.
Το νέο δεν μπορεί να είναι απλά η εναλλαγή στην κρατική κυβερνητική μηχανή, ούτε μπορεί η εναλλαγή αυτή να δώσει χώρο για να αναπτυχθεί το νέο. Ο κρατικός μηχανισμός της αστικής τάξης όπως έλεγε και ο Μαρξ, πρέπει να καταστραφεί και να κτιστεί ένα άλλο κράτος, εργατικό. Το ζήτημα της εποχής γύρω από το οποίο περιστρέφεται η πλειοψηφία της λεγόμενης ριζοσπαστικής αριστεράς σήμερα είναι το ίδιο με το διαχρονικό ζήτημα που έθετε η σοσιαλδημοκρατία. Την παρουσίαση δηλαδή του σοσιαλισμού σαν ένα ποσοτικό πρόβλημα που δεν προϋποθέτει ριζικές ανατροπές αλλά βελτιωτικές μεταρρυθμίσεις, βήμα βήμα, που η μια πάνω στην άλλη θα οδηγήσουν μπροστά. Η αντίληψη όμως της κίνησης της ιστορίας σαν ποσοτική πρόσθεση μικρών ξεχωριστών βημάτων οδηγεί στην ατέρμονη κίνηση που μένει πάντα ακίνητη όσον αφορά τον στόχο. Το ιστορικό άλμα προϋποθέτει την απαλλοτρίωση και κοινωνικοποίηση των ήδη συγκεντρωμένων μέσων παραγωγής. Η ριζοσπαστική αριστερά πρακτικά υιοθετεί (ίσως λεκτικά να το αρνείται) πλήρως την αντίληψη πως ο σοσιαλισμός δεν είναι εφικτός, την αντίληψη ότι οι δράσεις (σσ. εννοώντας κυρίως την επικοινωνία) στα πλαίσια αναπαραγωγής του συστήματος (μνημόνιο, σεξισμός, ρατσισμός, περιβαλλοντικά) είναι εξίσου σημαντικές ίσως και σημαντικότερες από την βασική αντίθεση που έχει στόχο να ξεπεράσει ο σοσιαλισμός για να μπορούν να λυθούν αυτά τα προβλήματα, την αντίθεση κεφαλαίου εργασίας.
Αυτή είναι μια αλήθεια που δεν μπορεί να καταγραφεί σε εκλογές, ούτε μπορεί να τεθεί σαν ερώτημα στα αστικά μέσα. Δεν είναι τυχαίο που για τα ΜΜΕ οι κομμουνιστές «κάνουν συμμαχία μόνο με τον εαυτό τους», παραγνωρίζοντας τις πολύμορφες δράσεις και συμμαχίες απ’ τα κάτω, με κόσμο που ουδεμία σχέση με την σοσιαλιστική ιδεολογία έχει και που λαμβάνουν χώρα χωρίς ένα τουίτ ή μια φωτογραφία στο instagram. Αυτά είναι ερωτήματα που αφορούν την άλλη εξουσία και τίθενται καθημερινά στον αγώνα. Δεν υπάρχει περίπτωση ποτέ να καταγραφούν ρητά ούτε στις δημοσκοπήσεις ούτε στα τηλεοπτικά πάνελ διότι πολύ απλά τα αποκλείει η ίδια η δομή του αστικού επιοινωνιακού συμπλέγματος.
Οι δημοσιογράφοι στα αστικά ΜΜΕ δεν μπορούν ούτε να ρωτήσουν ούτε να καταγράψουν στα ΜΜΕ την λαϊκή συμμαχία, διότι είναι κωδικοποιημένες οι ερωτήσεις στις συνεργασίες μεταξύ πολιτικών κομμάτων και όχι στη βάση ταξικών αντιθέσεων και συνεργασιών. Είναι αξιοσημείωτο όμως πως αναπαράγει την λογική αυτή των αστικών ΜΜΕ η εναλλακτική ριζοσπαστική αριστερά, που θεωρεί καθοριστικό το ρόλο της εναλλακτικής ενημέρωσης, .
Το ζήτημα της επικοινωνίας είναι κεντρικό για τα μεσαία και μικρομεσαία στρώματα που τείνουν να δίνουν περισσότερη σημασία στην επικοινωνιακή διάσταση και στην αισθητική έκφραση των επιθυμιών τους, σε αντίθεση με τα εργατικά λαϊκά στρώματα που αν κινητοποιηθούν δίνουν περισσότερο έμφαση στην οργάνωση της πάλης. Γι’ αυτό και δεν μπορεί κάποιος να καταλάβει την σημασία των θέσεων ενός κομμουνιστικού κόμματος χωρίς να δει την καθημερινή δουλειά, τις λεπτομέρειες και την συνέπεια των θέσεων με βάση την υλική κατάσταση πραγμάτων. Στην εποχή της ταχύτατης επικοινωνίας και της λεγόμενης attention economy θεωρεί ξεπερασμένο οτιδήποτε λέχθηκε πριν από λίγα λεπτά ή δεν απαντά στα χιλιάδες ανούσια δευτερεύοντα (και αν) ερωτήματα που τίθενται από διαφορετικά συμφέροντα που στόχο έχουν την παραμονή (ίσως με παραλλαγές) σε αυτού του είδους εξουσία.
Διότι η άλλη εξουσία θέλει δέσμευση, πειθαρχία, συλλογικό ρίσκο, επιμονή και υπομονή. Είναι συνήθως μια «αργή» μακροχρόνια διαδικασία ετοιμασίας της οργάνωσης και της πάλης αλλά ενίοτε και της γρήγορης δράσης, της ”κατάληψης των ανακτόρων”. Σε αυτή την πραγματικότητα, τα μικροαστικά στρώματα προτιμάνε ακόμη το μικρότερο ρίσκο, την μικρότερη δέσμευση και τα γρηγορότερα αποτελέσματα. Προτιμάνε να χτίζουν αφηγήματα και όταν γκρεμίζουν να ξαναδοκιμάζουν, έχουν την ευχέρεια και το χρόνο να το κάνουν, η εργατική τάξη όμως που συμπιέζεται σε πραγματικό χρόνο (σσ. στον γενικό άμεσο χρόνο καπιταλιστικής εκμετάλλευσης) όχι. Αυτά τα στοιχεία της μικροαστικής ανυπομονησίας, πειραματισμού με τη σημειολογία και του μίνιμουμ ρίσκου, ενσωματώνονται στην αστική αντίληψη της πληροφορίας. Την αντίληψη δηλαδή πως η «αμεσότητα», το παιχνίδι και η ταχύτητα της πληροφορίας μπορεί να είναι ο ανατρεπτικός παράγοντας, ο παράγοντας που θα ανάψει φωτιές παντού. Όπως φάνηκε όμως τα πράγματα δεν είναι ακριβώς έτσι, κυρίως ότι η πληροφορία δεν είναι αδιαμεσολάβητη ούτε μπορουν τα αφηγήματα από μόνα τους να δημιουργήσουν πραγματικότητα.
Η διαχείριση της πληροφορίας και η εκρηκτική παρουσία στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ήταν και το μεγάλο πλεονέκτημα της ριζοσπαστικής αριστεράς έναντι των κομμουνιστών, οι οποίοι πάσχιζαν σε φυσικό χώρο, με πραγματικούς όρους την αλλαγή συνειδήσεων και την στράτευση στην σοσιαλιστική υπόθεση. Σε αυτές τις συνθήκες, με την κυριαρχία του θεάματος και την παραγωγή υπερβολικού όγκου «άχρηστης», ακίνδυνης για το σύστημα πληροφορίας, είναι σημαντικό για όσους επιθυμούμε μια εναλλακτική απάντηση στην εξουσία, να επανεξετάσουμε την προβληματική για την ώρα επικρατούσα άποψη. Την άποψη δηλαδή πως η πλημμύρα οποιασδήποτε πληροφορίας, η δημιουργία αφηγημάτων και η συνεχής «ενημέρωση» δεν είναι απλώς εργαλεία αλλά είναι πιο σημαντικές ή μπορούν να αντικαταστήσουν την επίπονη προσπάθεια οργάνωσης μιας εναλλακτικής εξουσίας ΣΗΜΕΡΑ στη βάση των λεγομένων του Γκράμσι πως «το Σοσιαλιστικό Κόμμα δεν κατακτά το Κράτος, το αντικαθιστά».
Αυτή η εναλλακτική, όπως και να το κάνουμε δεν μπορεί να καταγραφεί και να εμπνεύσει μέσα από τα ΜΜΕ αλλά μόνο μέσα από την εμπειρία και την οργάνωση της ταξικής πάλης με την πληροφορία να παίζει εργαλειακό παρά κεντρικό χαρακτήρα.
Πολλοί συνήθως δεν γνωρίζουν ούτε γραμμή από το πρόγραμμα των κομμουνιστών, αλλά αυτό δεν τους σταματάει από το να χλευάζουν, να κατηγορούν και να λασπολογούν, ακόμα και με ψέματα εμπνευσμένα από τα αντιδραστικότερα στόματα της κοινωνίας αλλά και τους φασίστες.
Στα ΜΜΕ και στον δημόσιο διάλογο, το θέαμα, η εντύπωση και η συναισθηματική διάσταση έχουν κυριεύσει επί της ενημέρωσης. Το σκηνικό σήμερα στήνεται σε μια τρομακτική πραγματικότητα στην οποία νηφάλιες φωνές δεν εισακούγονται, αντιθέτως διαστρεβλώνονται για να χωρέσουν σε αστικά διλήμματα και ταυτόχρονα τυγχάνουν προβολής όλο και περισσότερες φωνές οι οποίες μέχρι χθες λειτουργούσαν ως παλιάτσοι.
Η διαφαινόμενη είσοδος Λεβέντη στο Ελληνικό κοινοβούλιο είναι (κατά την γνώμη μου) εξίσου ένα καμπανάκι όσο ήταν και η είσοδος των φασιστών λίγα χρόνια πριν. Το πολιτικό – κοινωνικό σύστημα γεννάει όλο και περισσότερες καρικατούρες για να προβληθούν ως εναλλακτικές, μεταξύ σοβαρού και αστείου, και να τραβήσουν την προσοχή αλλού.
Μέσα σε αυτές τις συνθήκες, του σαπίσματος και στο λόγο αλλά και στην πράξη του πολιτικού συστήματος της αστικής τάξης, η κομμουνιστική απάντηση ήταν ανέκαθεν η πάλη για την ανατροπή της εξουσίας και την εγκαθίδρυση μιας άλλης. Κάθε αγώνας, κάθε απεργία, κάθε οργανωμένος εργαζόμενος, κάθε δράση από τα κάτω με στόχους που περιέχουν μέσα τους και την αμφισβήτηση του αστικού συστήματος είναι συνάμα και ενδυνάμωση για την οργάνωση αυτής της άλλης εξουσίας που γεννιέται μέσα από τον κοιλόπονο του παλαιού.
Το νέο δεν μπορεί να είναι απλά η εναλλαγή στην κρατική κυβερνητική μηχανή, ούτε μπορεί η εναλλαγή αυτή να δώσει χώρο για να αναπτυχθεί το νέο. Ο κρατικός μηχανισμός της αστικής τάξης όπως έλεγε και ο Μαρξ, πρέπει να καταστραφεί και να κτιστεί ένα άλλο κράτος, εργατικό. Το ζήτημα της εποχής γύρω από το οποίο περιστρέφεται η πλειοψηφία της λεγόμενης ριζοσπαστικής αριστεράς σήμερα είναι το ίδιο με το διαχρονικό ζήτημα που έθετε η σοσιαλδημοκρατία. Την παρουσίαση δηλαδή του σοσιαλισμού σαν ένα ποσοτικό πρόβλημα που δεν προϋποθέτει ριζικές ανατροπές αλλά βελτιωτικές μεταρρυθμίσεις, βήμα βήμα, που η μια πάνω στην άλλη θα οδηγήσουν μπροστά. Η αντίληψη όμως της κίνησης της ιστορίας σαν ποσοτική πρόσθεση μικρών ξεχωριστών βημάτων οδηγεί στην ατέρμονη κίνηση που μένει πάντα ακίνητη όσον αφορά τον στόχο. Το ιστορικό άλμα προϋποθέτει την απαλλοτρίωση και κοινωνικοποίηση των ήδη συγκεντρωμένων μέσων παραγωγής. Η ριζοσπαστική αριστερά πρακτικά υιοθετεί (ίσως λεκτικά να το αρνείται) πλήρως την αντίληψη πως ο σοσιαλισμός δεν είναι εφικτός, την αντίληψη ότι οι δράσεις (σσ. εννοώντας κυρίως την επικοινωνία) στα πλαίσια αναπαραγωγής του συστήματος (μνημόνιο, σεξισμός, ρατσισμός, περιβαλλοντικά) είναι εξίσου σημαντικές ίσως και σημαντικότερες από την βασική αντίθεση που έχει στόχο να ξεπεράσει ο σοσιαλισμός για να μπορούν να λυθούν αυτά τα προβλήματα, την αντίθεση κεφαλαίου εργασίας.
Αυτή είναι μια αλήθεια που δεν μπορεί να καταγραφεί σε εκλογές, ούτε μπορεί να τεθεί σαν ερώτημα στα αστικά μέσα. Δεν είναι τυχαίο που για τα ΜΜΕ οι κομμουνιστές «κάνουν συμμαχία μόνο με τον εαυτό τους», παραγνωρίζοντας τις πολύμορφες δράσεις και συμμαχίες απ’ τα κάτω, με κόσμο που ουδεμία σχέση με την σοσιαλιστική ιδεολογία έχει και που λαμβάνουν χώρα χωρίς ένα τουίτ ή μια φωτογραφία στο instagram. Αυτά είναι ερωτήματα που αφορούν την άλλη εξουσία και τίθενται καθημερινά στον αγώνα. Δεν υπάρχει περίπτωση ποτέ να καταγραφούν ρητά ούτε στις δημοσκοπήσεις ούτε στα τηλεοπτικά πάνελ διότι πολύ απλά τα αποκλείει η ίδια η δομή του αστικού επιοινωνιακού συμπλέγματος.
Οι δημοσιογράφοι στα αστικά ΜΜΕ δεν μπορούν ούτε να ρωτήσουν ούτε να καταγράψουν στα ΜΜΕ την λαϊκή συμμαχία, διότι είναι κωδικοποιημένες οι ερωτήσεις στις συνεργασίες μεταξύ πολιτικών κομμάτων και όχι στη βάση ταξικών αντιθέσεων και συνεργασιών. Είναι αξιοσημείωτο όμως πως αναπαράγει την λογική αυτή των αστικών ΜΜΕ η εναλλακτική ριζοσπαστική αριστερά, που θεωρεί καθοριστικό το ρόλο της εναλλακτικής ενημέρωσης, .
Το ζήτημα της επικοινωνίας είναι κεντρικό για τα μεσαία και μικρομεσαία στρώματα που τείνουν να δίνουν περισσότερη σημασία στην επικοινωνιακή διάσταση και στην αισθητική έκφραση των επιθυμιών τους, σε αντίθεση με τα εργατικά λαϊκά στρώματα που αν κινητοποιηθούν δίνουν περισσότερο έμφαση στην οργάνωση της πάλης. Γι’ αυτό και δεν μπορεί κάποιος να καταλάβει την σημασία των θέσεων ενός κομμουνιστικού κόμματος χωρίς να δει την καθημερινή δουλειά, τις λεπτομέρειες και την συνέπεια των θέσεων με βάση την υλική κατάσταση πραγμάτων. Στην εποχή της ταχύτατης επικοινωνίας και της λεγόμενης attention economy θεωρεί ξεπερασμένο οτιδήποτε λέχθηκε πριν από λίγα λεπτά ή δεν απαντά στα χιλιάδες ανούσια δευτερεύοντα (και αν) ερωτήματα που τίθενται από διαφορετικά συμφέροντα που στόχο έχουν την παραμονή (ίσως με παραλλαγές) σε αυτού του είδους εξουσία.
Διότι η άλλη εξουσία θέλει δέσμευση, πειθαρχία, συλλογικό ρίσκο, επιμονή και υπομονή. Είναι συνήθως μια «αργή» μακροχρόνια διαδικασία ετοιμασίας της οργάνωσης και της πάλης αλλά ενίοτε και της γρήγορης δράσης, της ”κατάληψης των ανακτόρων”. Σε αυτή την πραγματικότητα, τα μικροαστικά στρώματα προτιμάνε ακόμη το μικρότερο ρίσκο, την μικρότερη δέσμευση και τα γρηγορότερα αποτελέσματα. Προτιμάνε να χτίζουν αφηγήματα και όταν γκρεμίζουν να ξαναδοκιμάζουν, έχουν την ευχέρεια και το χρόνο να το κάνουν, η εργατική τάξη όμως που συμπιέζεται σε πραγματικό χρόνο (σσ. στον γενικό άμεσο χρόνο καπιταλιστικής εκμετάλλευσης) όχι. Αυτά τα στοιχεία της μικροαστικής ανυπομονησίας, πειραματισμού με τη σημειολογία και του μίνιμουμ ρίσκου, ενσωματώνονται στην αστική αντίληψη της πληροφορίας. Την αντίληψη δηλαδή πως η «αμεσότητα», το παιχνίδι και η ταχύτητα της πληροφορίας μπορεί να είναι ο ανατρεπτικός παράγοντας, ο παράγοντας που θα ανάψει φωτιές παντού. Όπως φάνηκε όμως τα πράγματα δεν είναι ακριβώς έτσι, κυρίως ότι η πληροφορία δεν είναι αδιαμεσολάβητη ούτε μπορουν τα αφηγήματα από μόνα τους να δημιουργήσουν πραγματικότητα.
Η διαχείριση της πληροφορίας και η εκρηκτική παρουσία στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ήταν και το μεγάλο πλεονέκτημα της ριζοσπαστικής αριστεράς έναντι των κομμουνιστών, οι οποίοι πάσχιζαν σε φυσικό χώρο, με πραγματικούς όρους την αλλαγή συνειδήσεων και την στράτευση στην σοσιαλιστική υπόθεση. Σε αυτές τις συνθήκες, με την κυριαρχία του θεάματος και την παραγωγή υπερβολικού όγκου «άχρηστης», ακίνδυνης για το σύστημα πληροφορίας, είναι σημαντικό για όσους επιθυμούμε μια εναλλακτική απάντηση στην εξουσία, να επανεξετάσουμε την προβληματική για την ώρα επικρατούσα άποψη. Την άποψη δηλαδή πως η πλημμύρα οποιασδήποτε πληροφορίας, η δημιουργία αφηγημάτων και η συνεχής «ενημέρωση» δεν είναι απλώς εργαλεία αλλά είναι πιο σημαντικές ή μπορούν να αντικαταστήσουν την επίπονη προσπάθεια οργάνωσης μιας εναλλακτικής εξουσίας ΣΗΜΕΡΑ στη βάση των λεγομένων του Γκράμσι πως «το Σοσιαλιστικό Κόμμα δεν κατακτά το Κράτος, το αντικαθιστά».
Αυτή η εναλλακτική, όπως και να το κάνουμε δεν μπορεί να καταγραφεί και να εμπνεύσει μέσα από τα ΜΜΕ αλλά μόνο μέσα από την εμπειρία και την οργάνωση της ταξικής πάλης με την πληροφορία να παίζει εργαλειακό παρά κεντρικό χαρακτήρα.
Πηγή: Αγκάρρα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Tα σχόλια στο μπλοκ πρέπει να συνοδεύονται από ένα ψευδώνυμο, ενσωματωμένο στην αρχή ή το τέλος του κειμένου, άν δεν υπάρχει εγγραφή στον blogger ή άλλη διαδυκτιακή υπηρεσία (βλέπε όροι σχολιασμού στο πάνω μέρος της σελίδας).
Ανώνυμα και υβριστικά σχόλια μπορούν να διαγράφονται χωρίς άλλη προειδοποίηση.