Από το Leninreloaded
Aναδημοσιεύται, πέρα από το αυτούσιο ενδιαφέρον του σαν κείμενο, και σαν μία χρήσιμη παραπομπή για την διαμορφούμενη σχέση ιμπεριαλισμού-αριστεράς, που σκοπεύουμε να πιάσουμε σύντομα.
Ο αφορισμός #317 του Καρλ Κράους, αυτού του ανυπέρβλητα πικρόχολου αποστάτη της αυστριακής αστικής τάξης, έχει ως εξής: "Το απεχθές με τον σωβινισμό δεν είναι τόσο η αντιπάθεια για τα άλλα έθνη όσο η αγάπη για το δικό μας." Αν κάποιος διαλεκτικός τύχαινε να σκοντάψει πάνω σ' αυτή τη διατύπωση θα ένιωθε την ανάγκη να συμπληρώσει το εξής: "Το απεχθές με τον αντιεθνικισμό δεν είναι τόσο η αντιπάθεια για το δικό μας έθνος όσο η αγάπη για τα άλλα."
Η αλήθεια αυτής της συμπληρωματικής διατύπωσης, σύμφωνα με την οποία ο αντιεθνικισμός ως τέτοιος, ως κυρίαρχο και αυτοτελές πολιτικό πρόταγμα, είναι στην πραγματικότητα εθνικισμός αλλά για λογαριασμό άλλων εθνών,
πιστοποιείται εύκολα. Ο εφευρέτης του αντιεθνικισμού ως βασικού
ιδεολογικού όπλου του οικονομικού φιλελευθερισμού στην Ελλάδα, ο Νίκος
Δήμου (ένα είδος επαρχιακού κακεκτύπου της υπερβατικής και πολιτικά
ριψοκίνδυνης χολερικότητας του Κράους), τάραξε τα νερά της πρώιμης
μεταπολίτευσης με το Η δυστυχία του να είσαι Έλληνας (1975),
εμφανιζόμενος ως κάποιου είδους αντίδοτο στον υφέρποντα ως και φρενήρη
εθνικισμό της κυρίαρχης κουλτούρας, τόσο της δεξιάς όσο και της
αριστεράς. Σήμερα, γράφει τραγελαφικούς επαίνους για την πριγκιπική herrenvolk του Ντουμπάι, χώρα ωμών φυλετικών διακρίσεων και γκετοποίησης των μεταναστών εργατών (κατά σύμπτωση, μια απ' τις πρώτες αναρτήσεις του συγχωρεμένου Radical Desire αφορούσε αυτήν ακριβώς την κατάσταση ταξικο-εθνοτικής γκετοποίησης, παραπέμποντας στο βασικό άρθρο του Mike Davis για το θέμα).
Ο Δήμου βέβαια, όντας κατά τι σοβαρότερος απ' τις ορδές αντιγραφέων του στο διαδίκτυο (ως κακέκτυπο του Κράους έχει τουλάχιστο το προνόμιο να είναι το στην Ελλάδα original κακέκτυπο), αναγκάζεται, σε έτερο κείμενό του, να παραδεχτεί τα εξής, συμμορφωνόμενος εν μέρει με την στοιχειώδη πραγματικότητα:
Ο Δήμου βέβαια, όντας κατά τι σοβαρότερος απ' τις ορδές αντιγραφέων του στο διαδίκτυο (ως κακέκτυπο του Κράους έχει τουλάχιστο το προνόμιο να είναι το στην Ελλάδα original κακέκτυπο), αναγκάζεται, σε έτερο κείμενό του, να παραδεχτεί τα εξής, συμμορφωνόμενος εν μέρει με την στοιχειώδη πραγματικότητα:
Οι ντόπιοι (ελάχιστη μειοψηφία, γύρω στο 10%) που είναι σχεδον όλοι κρατικοί υπάλληλοι με υψηλές αποδοχές (πριν από μια εβδομάδα ο Εμίρης τις διπλασίασε!) και μεγάλες παροχές. Τα ξένα στελέχη μεγάλων εταιριών και οι ξένοι επιχειρηματίες, που επίσης απολαμβάνουν ένα υψηλό επίπεδο ζωής - και οι αόρατοι. Οι αόρατοι έχτισαν την πόλη δουλεύοντας σκληρά για ένα μικρό μεροκάματο σε συνθηκες σκλαβιάς. Τους στρατολόγησαν δουλέμποροι με υποσχέσεις κι όταν έφτασαν εδώ ήδη χρωστούσαν τα ναύλα τους. Τους πήραν το διαβατήριο και τους υποχρέωσαν να εργάζονται σε απάνθρωπες συνθήκες. Τους αποκάλεσα "αόρατους" γιατί δεν τους βλέπει κανείς. Είτε δουλεύουν στα γιαπιά, είτε ζουν σε στρατόπεδα έξω από την πόλη, στα οποία τους μεταφέρουν κλειστά λεωφορεία.
Αλλά η ιδεολογία είναι ιδεολογία, και έτσι, αμέσως μετά συμπληρώνει:
Αυτό, κατα τη γνώμη μου, αμαυρώνει αλλά δεν ακυρώνει εντελώς το επίτευγμα του Ντουμπάι. Και σε μας ήρθαν εκατοντάδες χιλιάδες μετανάστες με την ίδια μέθοδο (δουλέμποροι, διαβατήρια, εκμετάλλευση) αλλά δεν χτίστηκε τίποτα... Δεν αρκεί να έχεις δούλους για να ορθώσεις τις πυραμίδες ή την Ακρόπολη.
Νομίζω ότι δεν είναι ανακριβές, βάζοντας δίπλα-δίπλα τη Δυστυχία τού να είσαι Έλληνας
με τα δύο αυτά άρθρα για το Ντουμπάι, να προβεί κανείς στην εξής
διαλεκτική μορφοποίηση του ιδεολογικού στίγματος του "αντι-εθνικισμού"
του Δήμου: Η δυστυχία του να είσαι Έλληνας συνίσταται στο ότι δεν είσαι
πρίγκιψ ή έστω ανώτερος δημόσιος λειτουργός του Ντουμπάι· είναι όχι ο
ρατσισμός σου, αλλά η αδυναμία του ρατσισμού σου να αποδώσει επαρκή
οικονομικά οφέλη· είναι όχι ο εθνικισμός σου, αλλά το γεγονός ότι είναι
εθνικισμός υπέρ της λάθος χώρας.
Σε άλλο ιστολόγιο της τάξης των
εξ επαγγέλματος "αντιεθνικιστών" νεοφιλελευθέρων, ο ιστολόγος
αυτοπεριγράφεται ως "self-hating Greek", 'Ελλην που μισεί τον εαυτό του,
ή αλλιώς, ιδεολογικό παιδί της Δυστυχίας του να είσαι Έλληνας. Η αυτοπεριγραφή έχει όμως και ένα επιπρόσθετο ενδιαφέρον: πρώτον, επειδή παραπέμπει σε μια κατασκευή που ανήκει σε έναν άλλο εθνικισμό·
"self-hating Jews" αποκαλούν τους Εβραίους που ασκούν κριτική στην
πολιτική του Ισραήλ (πχ Νόαμ Τσόμσκι, Νόρμαν Φίνκελσταϊν, κα) οι
υπέρμαχοι του σιωνιστικού εθνικισμού. Δεύτερον, επειδή κρίνοντας απ' τα
γραπτά των "αντι-εθνικιστών" νεοφιλελευθέρων (οι λόγοι για τα εισαγωγικά
είναι, ελπίζω, ήδη ευκρινείς), το "Έλληνας που μισεί τον εαυτό του"
μεταφράζεται πρακτικά --και ξεκάθαρα-- σε "Έλληνας που μισεί τους άλλους Έλληνες":
η συντριπτική πλειοψηφία των σχολίων των "αντι-εθνικιστών"
νεοφιλελευθέρων και των κειμένων τους περιέχει μία ή περισσότερες
αναφορές στον τεμπέλη, διεφθαρμένο, μαμόθρεφτο, άχρηστο, ψεύτη,
απατεώνα, ατάλαντο, αντιγραφέα, μιμητή, υπεκφεύγοντα, κουτοπόνηρο Έλληνα
-- αναφορές που πληθαίνουν σε ευθεία αναλογία με την δυσκολία εύρεσης
ορθολογικών αντεπιχειρημάτων σε ό,τι αφορά τις καταστροφικές συνέπειες
της καπιταλιστικής συσσώρευσης και της νεοφιλελεύθερης ιδεολογίας. Και
φυσικά, ο ορυμαγδός αυτός ταμπελών μίσους και απαξίας συνοδεύεται από
κάθε είδους λατρευτικά, λυρικά, αισθαντικά σχόλια για την ανωτερότητα
οποιουδήποτε άλλου: των Ιρλανδών, των Ισπανών, των Πορτογάλων, και ούτω
κάθε εξής.
Ο πειρασμός της εφαρμογής κάποιου είδους ψυχαναλυτικού μοντέλου με πυρήνα την καταστολή και εκτόπιση στον άλλο της αυτο-απέχθειας είναι μεγάλος, αλλά νομίζω ότι θα πρέπει να αποφευχθεί, στον βαθμό τουλάχιστον που συσκοτίζει μια άλλη, εξίσου ψυχαναλυτικά σημαίνουσα διάσταση: οι προτάσεις των "αντιεθνικιστών" νεοφιλελευθέρων --και εννοώ τόσο τον ισοπεδωτικό ανθελληνισμό τους όσο και την εξίσου ισοπεδωτική ξενολατρεία τους-- απευθύνονται σε έναν υπόρρητο ή αδήλωτο "μεγάλο Άλλο." Ο "αντιεθνικιστής" νεοφιλελεύθερος γράφει μεν απευθυνόμενος ως επί το πλείστον σε Έλληνες --όλως παραδόξως-- γράφει όμως ωσάν ο πραγματικός του αναγνώστης να είναι ο μεγάλος 'Αλλος του παγκόσμιου κεφαλαίου, που θα αναγνωρίσει σ' αυτόν την οικεία καμπούρα του πιστού λακέ και υπηρέτη, και θα του εμπιστευτεί τα κλειδιά του υποστατικού -- θα τον αναγάγει δηλαδή σε νεοαποικιακό babu, επιστάτη του κατώτερου υπηρετικού προσωπικού της επικερδώς υποτιμημένης μπανανίας.
Στο σημείο όμως αυτό, ο διαλεκτικός στοχαστής θα συνειδητοποιήσει ότι υπάρχει ένα ακόμα θεμελιακό κοινό σημείο ανάμεσα στον πιο λυσσαλέο εθνικιστή και τον πιο αποφασισμένο νεοφιλελεύθερο "αντι-εθνικιστή": η από κοινού τους ιδεολογική επένδυση στο έθνος (σ' αυτό το έθνος για τον αντιεθνικιστή, σε οποιοδήποτε άλλο τυχαίνει να είναι οικονομικά ισχυρότερο για τον αντιεθνικιστή) είναι επίσης μια από κοινού δήλωση της πρόθεσης καταστολής της κατηγορίας της τάξης: για τον εθνικιστή το έθνος είναι η μεταφυσική υπέρβαση των ταξικών ανταγωνισμών, για τον νεοφιλελεύθερο "αντι-εθνικιστή" είναι ο μεταφυσικός ορίζοντας της ανεπίδεκτης κατωτερότητας των υποτελών, τους οποίους δηλώνει αδιαλείπτως την επιθυμία του να μανατζάρει για λογαριασμό κάποιου άλλου έθνους.
Αυτή η διπλή καταστολή της τάξης στα πλαίσια της βατραχομυομαχίας εθνικιστών και "αντι-εθνικιστών" μας προσφέρει βέβαια, σε αρνητική μορφή, και την επίλυση της ψευδο-αντίφασης των θέσεών τους: ο ταξικός λόγος δεν είναι ούτε εθνικιστικός ούτε αντι-εθνικιστικός, και για αυτόν τον λόγο αποτελεί την πραγματική υπερκέραση του ψευδούς αδιεξόδου που καθυπαγορεύουν οι δύο πόλοι.
Για μας, η εργατική τάξη δεν έχει πατρίδα επειδή ήδη δεν έχει πατρίδα για κανέναν εργοδότη: κάθε άνθρωπος που εργάζεται και έχει εμπειρία της εργασίας σήμερα το γνωρίζει πως είναι απλώς μισθωτή εργασία, είτε ο ίδιος είτε κάποιος που προέρχεται από άλλη χώρα, είτε στα μάτια "ομοεθνούς" είτε σ' αυτά "αλλοεθνούς" εργοδότη· για μας όμως επίσης, η εργατική τάξη οργανώνεται και διεκδικεί αναγκαστικά τοπικά, στα πλαίσια συνεπώς --και αναπόφευκτα-- ενός έθνους-κράτους, απευθυνόμενη σε μια εθνική νομοθεσία, εθνικές συλλογικές συμβάσεις, εθνικό Σύνταγμα, εθνική κυβέρνηση, αναδεικνύοντας φυσικά τον επικαθορισμό τους από τον υπερεθνικό χαρακτήρα των κεφαλαιοκρατικών συμφερόντων και όχι αναζητώντας μια ούτως ή άλλως ανύπαρκτη καθαρότητα.
Για μας, είναι το ίδιο ξεκάθαρο ότι κανείς σοσιαλισμός δεν μπορεί να ριζώσει σε μία χώρα όσο είναι και ότι για να ριζώσει ο σοσιαλισμός πρέπει πρώτα να καταφέρει να ριζώσει σε μία χώρα, χωρίς να περιμένει την δευτέρα παρουσία που ονειρεύεται ο ψευδής ρεαλισμός και ανέξοδος διεθνισμός της "ευρω-αριστεράς".
Για μας, η παρωδία αντίθεσης ανάμεσα σε κάτι που ονομάζεται εθνικισμός και κάτι που ονομάζεται "αντι-εθνικισμός" είναι απλώς ένα ακόμα μέσο συσκότισης του δρόμου προς τον μαρξισμό και προς τον κομμουνιστικό μετασχηματισμό.
Για μας, ο δρόμος αυτός δεν είναι τίποτε άλλο παρά ο δρόμος προς την κατάργηση του ανταγωνισμού των τάξεων μέσα σε κάθε έθνος ως συνώνυμης της κατάργησης του ανταγωνισμού των εθνών: είναι, για αυτόν τον λόγο ο δρόμος των εφιαλτών τόσο των νεοφιλελεύθερων λακέδων του κεφαλαίου, για τους οποίους ο ανταγωνισμός των τάξεων είναι ο κινητήριος πυρήνας της παγκόσμιας οικονομίας, όσο και των αντιδραστικών εθνικιστών που υπηρετούν εξίσου δουλοπρεπώς το κεφάλαιο, και για τους οποίους ο ανταγωνισμός των εθνών είναι η προϋπόθεση ενίσχυσης και νομιμοποίησης των αρπακτικών της "ντόπιας" αστικής τάξης, με τους λογαριασμούς στην Ελβετία και τα κότερα υπό παναμέζικη σημαία, με τα αμερικάνικα ιδιωτικά σχολεία για τα παιδιά και το γερμανικό αυτοκίνητο.
Ο πειρασμός της εφαρμογής κάποιου είδους ψυχαναλυτικού μοντέλου με πυρήνα την καταστολή και εκτόπιση στον άλλο της αυτο-απέχθειας είναι μεγάλος, αλλά νομίζω ότι θα πρέπει να αποφευχθεί, στον βαθμό τουλάχιστον που συσκοτίζει μια άλλη, εξίσου ψυχαναλυτικά σημαίνουσα διάσταση: οι προτάσεις των "αντιεθνικιστών" νεοφιλελευθέρων --και εννοώ τόσο τον ισοπεδωτικό ανθελληνισμό τους όσο και την εξίσου ισοπεδωτική ξενολατρεία τους-- απευθύνονται σε έναν υπόρρητο ή αδήλωτο "μεγάλο Άλλο." Ο "αντιεθνικιστής" νεοφιλελεύθερος γράφει μεν απευθυνόμενος ως επί το πλείστον σε Έλληνες --όλως παραδόξως-- γράφει όμως ωσάν ο πραγματικός του αναγνώστης να είναι ο μεγάλος 'Αλλος του παγκόσμιου κεφαλαίου, που θα αναγνωρίσει σ' αυτόν την οικεία καμπούρα του πιστού λακέ και υπηρέτη, και θα του εμπιστευτεί τα κλειδιά του υποστατικού -- θα τον αναγάγει δηλαδή σε νεοαποικιακό babu, επιστάτη του κατώτερου υπηρετικού προσωπικού της επικερδώς υποτιμημένης μπανανίας.
Στο σημείο όμως αυτό, ο διαλεκτικός στοχαστής θα συνειδητοποιήσει ότι υπάρχει ένα ακόμα θεμελιακό κοινό σημείο ανάμεσα στον πιο λυσσαλέο εθνικιστή και τον πιο αποφασισμένο νεοφιλελεύθερο "αντι-εθνικιστή": η από κοινού τους ιδεολογική επένδυση στο έθνος (σ' αυτό το έθνος για τον αντιεθνικιστή, σε οποιοδήποτε άλλο τυχαίνει να είναι οικονομικά ισχυρότερο για τον αντιεθνικιστή) είναι επίσης μια από κοινού δήλωση της πρόθεσης καταστολής της κατηγορίας της τάξης: για τον εθνικιστή το έθνος είναι η μεταφυσική υπέρβαση των ταξικών ανταγωνισμών, για τον νεοφιλελεύθερο "αντι-εθνικιστή" είναι ο μεταφυσικός ορίζοντας της ανεπίδεκτης κατωτερότητας των υποτελών, τους οποίους δηλώνει αδιαλείπτως την επιθυμία του να μανατζάρει για λογαριασμό κάποιου άλλου έθνους.
Αυτή η διπλή καταστολή της τάξης στα πλαίσια της βατραχομυομαχίας εθνικιστών και "αντι-εθνικιστών" μας προσφέρει βέβαια, σε αρνητική μορφή, και την επίλυση της ψευδο-αντίφασης των θέσεών τους: ο ταξικός λόγος δεν είναι ούτε εθνικιστικός ούτε αντι-εθνικιστικός, και για αυτόν τον λόγο αποτελεί την πραγματική υπερκέραση του ψευδούς αδιεξόδου που καθυπαγορεύουν οι δύο πόλοι.
Για μας, η εργατική τάξη δεν έχει πατρίδα επειδή ήδη δεν έχει πατρίδα για κανέναν εργοδότη: κάθε άνθρωπος που εργάζεται και έχει εμπειρία της εργασίας σήμερα το γνωρίζει πως είναι απλώς μισθωτή εργασία, είτε ο ίδιος είτε κάποιος που προέρχεται από άλλη χώρα, είτε στα μάτια "ομοεθνούς" είτε σ' αυτά "αλλοεθνούς" εργοδότη· για μας όμως επίσης, η εργατική τάξη οργανώνεται και διεκδικεί αναγκαστικά τοπικά, στα πλαίσια συνεπώς --και αναπόφευκτα-- ενός έθνους-κράτους, απευθυνόμενη σε μια εθνική νομοθεσία, εθνικές συλλογικές συμβάσεις, εθνικό Σύνταγμα, εθνική κυβέρνηση, αναδεικνύοντας φυσικά τον επικαθορισμό τους από τον υπερεθνικό χαρακτήρα των κεφαλαιοκρατικών συμφερόντων και όχι αναζητώντας μια ούτως ή άλλως ανύπαρκτη καθαρότητα.
Για μας, είναι το ίδιο ξεκάθαρο ότι κανείς σοσιαλισμός δεν μπορεί να ριζώσει σε μία χώρα όσο είναι και ότι για να ριζώσει ο σοσιαλισμός πρέπει πρώτα να καταφέρει να ριζώσει σε μία χώρα, χωρίς να περιμένει την δευτέρα παρουσία που ονειρεύεται ο ψευδής ρεαλισμός και ανέξοδος διεθνισμός της "ευρω-αριστεράς".
Για μας, η παρωδία αντίθεσης ανάμεσα σε κάτι που ονομάζεται εθνικισμός και κάτι που ονομάζεται "αντι-εθνικισμός" είναι απλώς ένα ακόμα μέσο συσκότισης του δρόμου προς τον μαρξισμό και προς τον κομμουνιστικό μετασχηματισμό.
Για μας, ο δρόμος αυτός δεν είναι τίποτε άλλο παρά ο δρόμος προς την κατάργηση του ανταγωνισμού των τάξεων μέσα σε κάθε έθνος ως συνώνυμης της κατάργησης του ανταγωνισμού των εθνών: είναι, για αυτόν τον λόγο ο δρόμος των εφιαλτών τόσο των νεοφιλελεύθερων λακέδων του κεφαλαίου, για τους οποίους ο ανταγωνισμός των τάξεων είναι ο κινητήριος πυρήνας της παγκόσμιας οικονομίας, όσο και των αντιδραστικών εθνικιστών που υπηρετούν εξίσου δουλοπρεπώς το κεφάλαιο, και για τους οποίους ο ανταγωνισμός των εθνών είναι η προϋπόθεση ενίσχυσης και νομιμοποίησης των αρπακτικών της "ντόπιας" αστικής τάξης, με τους λογαριασμούς στην Ελβετία και τα κότερα υπό παναμέζικη σημαία, με τα αμερικάνικα ιδιωτικά σχολεία για τα παιδιά και το γερμανικό αυτοκίνητο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Tα σχόλια στο μπλοκ πρέπει να συνοδεύονται από ένα ψευδώνυμο, ενσωματωμένο στην αρχή ή το τέλος του κειμένου, άν δεν υπάρχει εγγραφή στον blogger ή άλλη διαδυκτιακή υπηρεσία (βλέπε όροι σχολιασμού στο πάνω μέρος της σελίδας).
Ανώνυμα και υβριστικά σχόλια μπορούν να διαγράφονται χωρίς άλλη προειδοποίηση.