Συνέχεια από το προηγούμενο
Η ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΣΤΟ ΒΑΣΙΚΟ ΖΗΤΗΜΑ ΤΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ ΚΑΙ ΟΙ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΤΗΣ
Η απάντηση στο βασικό ζήτημα της φιλοσοφίας, αυτό της σχέσης της νόησης με το Είναι συνδέεται άμεσα με το ερώτημα της σχέσης των σκέψεών μας με τον κόσμο που μας περιβάλλει και της δυνατότητας του ανθρώπου, μέσω των παραστάσεων και των εννοιών του για τον πραγματικό κόσμο, να συνθέσει ένα σωστό αντικαθρέφτισμα της πραγματικότητας.
Σε αυτά τα ερωτήματα το μεταμοντέρνο δεν παίρνει μια σαφή θέση. Ακολουθώντας τη φιλοσοφική παράδοση του νεοθετικισμού αλλά και της σκέψης του Νίτσε, δίνει έμφαση στην απάντηση στο δεύτερο κυρίως ερώτημα, αυτό της δυνατότητας του υποκειμένου να γνωρίσει την αντικειμενική πραγματικότητα.
Ενδειξη αυτής της φιλοσοφικής στάσης είναι η τοποθέτηση του Φουκό σύμφωνα με τον οποίο «…το θέμα είναι να εκλείψει το δίλημμα του γνωρίζοντος υποκειμένου…»[12], ενώ χαρακτηριστική είναι η τοποθέτηση του Λυοτάρ ως προς το ζήτημα της αντικειμενικής πραγματικότητας. Ο γάλλος στοχαστής υποστηρίζει πως «με τη σύγχρονη επιστήμη συμβαδίζει, με όποιο τρόπο κι αν τη χρονολογήσουμε, ένας κλονισμός της πίστης και τρόπον τινά, ως επακόλουθο της ανακάλυψης άλλων πραγματικοτήτων, η ανακάλυψη πόσο λίγο πραγματική είναι η πραγματικότητα»[13].
Είναι φανερό ότι διατυπώσεις τέτοιου είδους βασίζονται στη στρεβλή κατανόηση των πορισμάτων των φυσικών επιστημών σε συνάρτηση με τη νεοθετικιστική παράδοση[14] και τη Νιτσεϊκή σύνδεση μεταξύ αλήθειας και δύναμης[15]. Συνείδηση αυτής της επιρροής από τις εξελίξεις στις θετικές επιστήμες φαίνεται να έχουν και οι ίδιοι αφού αναγνωρίζουν ότι η μεθοδολογία και η γλώσσα της γνωστικής διαδικασίας είναι αυτή των θετικών επιστημών. Περίοπτη θέση στην γνωσιολογία των μεταμοντέρνων έχει η φιλολογία περί συνηγορίας των πορισμάτων της κβαντικής θεωρίας και της μικροφυσικής στη μεταμοντέρνα απάντηση στο ζήτημα της γνωστικής ικανότητάς μας να αναπαραστήσουμε την πραγματικότητα[16]. Απέναντι σε αυτήν την, κατά βάθος, φιλοσοφική τοποθέτηση και κατανόηση της κβαντικής δεν τοποθετήθηκαν μόνο μαρξιστές επιστήμονες αλλά και άλλοι προοδευτικοί επιστήμονες οι οποίοι αναγνώρισαν σε αυτήν μια τάση ανορθολογισμού στην επιστήμη και ακύρωσης των νόμων του φυσικού και κοινωνικού γίγνεσθαι. Ετσι, η άρνηση της δυνατότητας στον άνθρωπο να γνωρίσει - άρα και να μεταμορφώσει τον κόσμο- θα συνδεθεί άμεσα με τη μετωπική επίθεση στους νόμους της αιτιότητας[17].
Στο σημείο αυτό, οι κατηγορίες της αιτιότητας και της νομοτέλειας θα γίνουν αντικείμενο κριτικής υπό το πρίσμα της σχέσης τους με τις διαφωτιστικές αξίες και ιδανικά. Ο κύριος όμως στόχος είναι η μαρξιστική φιλοσοφία και η θεμελίωση των νόμων του ιστορικού υλισμού άρα και της επαναστατικής δράσης των μαζών. Σύμφωνα με το Jean Baudrillard, η έννοια της αναγκαιότητας είναι ηθική έννοια υπαγορευμένη από την πολιτική οικονομία. Ο μαρξισμός, υποστηρίζει, «…έχει κρατήσει τη θρησκεία, έχει κρατήσει αυτό το ηθικολόγο φάντασμα μιας Φύσης που πρέπει να υπερνικηθεί, έχει υιοθετήσει χωρίς να περιστείλει την ιδέα της Αναγκαιότητας, εκκοσμικεύοντάς την κάτω από την οικονομική έννοια της στέρησης»[18].
Δεν είναι δύσκολο να συμπεράνουμε τα φιλοσοφικά και πολιτικά συμπεράσματα από τη μεταμοντέρνα απόρριψη της αιτιοκρατίας και την αποδοχή των «ριζικών μεταπτώσεων». Αμεσο επακόλουθο είναι η έμπρακτη εφαρμογή αυτών των σκέψεων στο πολιτικό επίπεδο, γενικεύοντας έτσι έναν αντιδραστικό στοχασμό που θεωρεί ότι όλα είναι σχετικά και αναμενόμενα (αφού δεν υπάρχουν νόμοι) αλλά αυτά που αναμένουμε δεν μπορούν να υπερβαίνουν τα όρια του μικρού και πολύ συγκεκριμένου τόπου δράσης μας, (αφού η καθολική σκέψη και πράξη έχει «εξοριστεί» στο χώρο της μεταφυσικής).
Πριν όμως σταθούμε αναλυτικά στις ιστορικές και πολιτικές στοχεύσεις των μεταμοντέρνων, κρίνουμε σκόπιμο να παρουσιάσουμε την (κακο)-μεταχείριση μιας άλλης σημαντικής έννοιας, αυτήν της ολότητας.
ΟΛΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΔΙΑΦΟΡΑ, ΜΙΑ ΨΕΥΔΕΠΙΓΡΑΦΗ ΑΝΤΙΠΑΡΑΘΕΣΗ
Ανεξάρτητα από τις επιμέρους διαφωνίες των μεταμοντέρνων, όλοι συμφωνούν σε ένα σημείο, που παίρνει το χαρακτήρα υπεράσπισης των φιλοσοφικών και εννοιολογικών οχυρών του μεταμοντέρνου, ο πόλεμος ενάντια στην ολότητα και την καθολική φιλοσοφική δραστηριότητα αποτελεί τον όρο ύπαρξης και αναπαραγωγής αυτού και άλλων ρευμάτων της αστικής φιλοσοφίας και συμβάλλει αποφασιστικά στην απορρόφηση των κραδασμών από την πάλη των λαών και την -έστω και θολή- αμφισβήτηση της καπιταλιστικής κυριαρχίας.
Ας παρακολουθήσουμε λοιπόν αρχικά το Λυοτάρ να μας παρέχει τη γνωσιολογική τεκμηρίωση αυτής της εναντίωσης:
«Διαθέτουμε βέβαια την ιδέα του κόσμου (της ολότητας αυτού που είναι), αλλά όχι και την επιτηδειότητα να επιδείξουμε ένα παράδειγμά της. Εχουμε την ιδέα του απλού (του μη περαιτέρω διαιρετού), όμως δεν μπορούμε να το καταστήσουμε εποπτικά σαφές μέσω ενός αισθητού αντικειμένου, το οποίο θα δρούσε ως περίπτωση ιδέας…»[19]. Ενώ οι φιλοσοφικές και πολιτικές του στοχεύσεις εκφράζονται ως εξής:
«Πληρώσαμε ακριβά τη νοσταλγία για το όλο και το ένα, για τη συμφιλίωση έννοιας κι αισθητικότητας, για διαφανή και κοινοποιήσιμη εμπειρία. Πίσω από τη γενική απαίτηση για χαλάρωση κι εφησυχασμό διακρίνουμε, εντούτοις, πολύ καθαρά τον ψίθυρο της επιθυμίας να ξαναρχίσει ο τρόμος για μια ακόμη φορά… Η απάντηση σ’ αυτά είναι: να πολεμήσουμε το όλον, να δώσουμε μαρτυρία για το μη-αναπαραστάσιμο, να ενεργοποιήσουμε τις διαφορές, να σώσουμε την τιμή του ονόματος»[20] .
Πιστεύουμε πως το κουβάρι αρχίζει να ξετυλίγεται σιγά-σιγά. Ανακηρύσσοντας τον πόλεμο στο όλο, το μεταμοντέρνο αναδεικνύεται ως εχθρός
α) της καθολικής αναπαράστασης της πραγματικότητας και
β) της ριζικής αλλαγής ενός κοινωνικο-οικονομικού σχηματισμού που στην περίπτωσή μας δεν είναι άλλος από τον καπιταλιστικό (και αυτό δε νομίζουμε ότι το έχουν ξεχάσει οι μεταμοντέρνοι).
Αυτή όμως η προτροπή «να πολεμήσουμε το όλον» φανερώνει και την οριστική ρήξη των μεταμοντέρνων με τις καλύτερες στιγμές της σκέψης της ανθρωπότητας.
Ας γίνουμε όμως πιο αναλυτικοί.
Η ιδέα της ολοκλήρωσης του ανθρώπου και της προσωπικότητάς του μέσα στην κοινότητα, δεν είναι μαρξιστική (στον Μαρξ όμως παίρνει έναν ποιοτικά διαφορετικό χαρακτήρα και βάθος). Από τον Αριστοτέλη μέχρι το Χέγγελ, είναι βασική κατευθυντήρια ιδέα τόσο από την άποψη του προβληματισμού πάνω στο ερώτημα για την ουσία του ανθρώπου, όσο και από την πλευρά της οικοδόμησης του πολιτειακού ιδανικού κάθε φιλοσόφου (από την Πολιτεία του Πλάτωνα μέχρι την Αυτοσυνείδηση του Πνεύματος στον Χέγγελ). Είναι φανερό πως αυτός ο προβληματισμός μέσα στην πορεία της ιστορίας της φιλοσοφίας αλλά και γενικότερα της ανθρωπότητας, απηχεί την ένταση με την οποία τίθεται κάθε φορά το ερώτημα της ευτυχίας και ολοκλήρωσης του ατόμου. Για τους μεταμοντέρνους όμως δε φαίνεται να ισχύει ούτε καν το ενδιαφέρον για τη ριζική ανάπλαση του ανθρώπου και της ζωής του. Ακόμα παραπέρα, «αυτός ο πόλεμος εναντίον του όλου, (…) εκπίπτει αναπόφευκτα σ’ ένα παιχνίδι αυτοκαταστροφής, όπου η κατάφαση της διαφοράς αναδεικνύεται σε αυτοσκοπό, όπου η αποδοχή της ιδιαιτερότητας όχι μόνο δε λειτουργεί ως έναυσμα για συνάντηση, αλλά καταδικάζει το φορέα της να ζήσει σε μια απέραντη έρημο εκατομμυρίων απομονωμένων υπάρξεων…»[21].
-Ποιες όμως είναι οι αιτίες αυτού του πολέμου μέχρις εσχάτων ενάντια στην έννοια της ολότητας;
Ο Φουκό μιλώντας για τις συνθήκες ανάπτυξης του «νέου τύπου» του διανοούμενου αναφέρεται στις αλλαγές στο πεδίο έρευνας των ίδιων των διανοουμένων. Υποστηρίζει ότι «γεννήθηκε ένας νέος τρόπος σύνδεσης «της θεωρίας με την πρακτική. Οι διανοούμενοι συνήθισαν να δουλεύουν, όχι στην τροπικότητα του «καθολικού» (…) αλλά σε ειδικούς τομείς…»[22], ενώ συνεχίζοντας μας καλεί να πάψουμε να θεωρούμε το διανοούμενο ως φορέα καθολικών αξιών.
Κατά τη γνώμη μας οι αιτιάσεις των μεταμοντέρνων δε στερούνται αντικειμενικότητας. Εκφράζουν την αστική –άρα περιορισμένη και στρεβλή- κατανόηση αντικειμενικών αλλαγών στα πλαίσια της επιστημονικής κοινότητας. Ταυτόχρονα, το γεγονός ότι αυτές οι αλλαγές «μεταφράζονται» σε απόρριψη της ιδέας της καθολικότητας συνδέεται με γενικότερους πολιτικούς προσανατολισμούς καθώς και με την έκφραση σε αφηρημένο επίπεδο, των αλλαγών στα πλαίσια του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής που ήδη αναφέραμε.
Για να απαντήσουμε όμως συγκεκριμένα για τις συνθήκες ανάπτυξης του πολέμου ενάντια στην ολότητα, πρέπει να δώσουμε μια ξεκάθαρη απάντηση για την έννοια που δέχεται το μεταμοντέρνο. Αυτή δεν είναι άλλη από τη διαφορά ή αλλιώς ετερότητα[23]. Μπορούμε λοιπόν να θεωρήσουμε τη μεταμοντέρνα προτίμηση στη διαφορά ως:
Στα επόμενα κεφάλαια θα παρουσιάσουμε τη στάση των μεταμοντέρνων απέναντι σε έννοιες και κατηγορίες που αφορούν άμεσα ή έμμεσα το κεφαλαιώδες ζήτημα της αλλαγής του κόσμου, της επαναστατικής δραστηριότητας.
________
Συνεχίζεται...
Η ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΣΤΟ ΒΑΣΙΚΟ ΖΗΤΗΜΑ ΤΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ ΚΑΙ ΟΙ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΤΗΣ
Η απάντηση στο βασικό ζήτημα της φιλοσοφίας, αυτό της σχέσης της νόησης με το Είναι συνδέεται άμεσα με το ερώτημα της σχέσης των σκέψεών μας με τον κόσμο που μας περιβάλλει και της δυνατότητας του ανθρώπου, μέσω των παραστάσεων και των εννοιών του για τον πραγματικό κόσμο, να συνθέσει ένα σωστό αντικαθρέφτισμα της πραγματικότητας.
Σε αυτά τα ερωτήματα το μεταμοντέρνο δεν παίρνει μια σαφή θέση. Ακολουθώντας τη φιλοσοφική παράδοση του νεοθετικισμού αλλά και της σκέψης του Νίτσε, δίνει έμφαση στην απάντηση στο δεύτερο κυρίως ερώτημα, αυτό της δυνατότητας του υποκειμένου να γνωρίσει την αντικειμενική πραγματικότητα.
Ενδειξη αυτής της φιλοσοφικής στάσης είναι η τοποθέτηση του Φουκό σύμφωνα με τον οποίο «…το θέμα είναι να εκλείψει το δίλημμα του γνωρίζοντος υποκειμένου…»[12], ενώ χαρακτηριστική είναι η τοποθέτηση του Λυοτάρ ως προς το ζήτημα της αντικειμενικής πραγματικότητας. Ο γάλλος στοχαστής υποστηρίζει πως «με τη σύγχρονη επιστήμη συμβαδίζει, με όποιο τρόπο κι αν τη χρονολογήσουμε, ένας κλονισμός της πίστης και τρόπον τινά, ως επακόλουθο της ανακάλυψης άλλων πραγματικοτήτων, η ανακάλυψη πόσο λίγο πραγματική είναι η πραγματικότητα»[13].
Είναι φανερό ότι διατυπώσεις τέτοιου είδους βασίζονται στη στρεβλή κατανόηση των πορισμάτων των φυσικών επιστημών σε συνάρτηση με τη νεοθετικιστική παράδοση[14] και τη Νιτσεϊκή σύνδεση μεταξύ αλήθειας και δύναμης[15]. Συνείδηση αυτής της επιρροής από τις εξελίξεις στις θετικές επιστήμες φαίνεται να έχουν και οι ίδιοι αφού αναγνωρίζουν ότι η μεθοδολογία και η γλώσσα της γνωστικής διαδικασίας είναι αυτή των θετικών επιστημών. Περίοπτη θέση στην γνωσιολογία των μεταμοντέρνων έχει η φιλολογία περί συνηγορίας των πορισμάτων της κβαντικής θεωρίας και της μικροφυσικής στη μεταμοντέρνα απάντηση στο ζήτημα της γνωστικής ικανότητάς μας να αναπαραστήσουμε την πραγματικότητα[16]. Απέναντι σε αυτήν την, κατά βάθος, φιλοσοφική τοποθέτηση και κατανόηση της κβαντικής δεν τοποθετήθηκαν μόνο μαρξιστές επιστήμονες αλλά και άλλοι προοδευτικοί επιστήμονες οι οποίοι αναγνώρισαν σε αυτήν μια τάση ανορθολογισμού στην επιστήμη και ακύρωσης των νόμων του φυσικού και κοινωνικού γίγνεσθαι. Ετσι, η άρνηση της δυνατότητας στον άνθρωπο να γνωρίσει - άρα και να μεταμορφώσει τον κόσμο- θα συνδεθεί άμεσα με τη μετωπική επίθεση στους νόμους της αιτιότητας[17].
Στο σημείο αυτό, οι κατηγορίες της αιτιότητας και της νομοτέλειας θα γίνουν αντικείμενο κριτικής υπό το πρίσμα της σχέσης τους με τις διαφωτιστικές αξίες και ιδανικά. Ο κύριος όμως στόχος είναι η μαρξιστική φιλοσοφία και η θεμελίωση των νόμων του ιστορικού υλισμού άρα και της επαναστατικής δράσης των μαζών. Σύμφωνα με το Jean Baudrillard, η έννοια της αναγκαιότητας είναι ηθική έννοια υπαγορευμένη από την πολιτική οικονομία. Ο μαρξισμός, υποστηρίζει, «…έχει κρατήσει τη θρησκεία, έχει κρατήσει αυτό το ηθικολόγο φάντασμα μιας Φύσης που πρέπει να υπερνικηθεί, έχει υιοθετήσει χωρίς να περιστείλει την ιδέα της Αναγκαιότητας, εκκοσμικεύοντάς την κάτω από την οικονομική έννοια της στέρησης»[18].
Δεν είναι δύσκολο να συμπεράνουμε τα φιλοσοφικά και πολιτικά συμπεράσματα από τη μεταμοντέρνα απόρριψη της αιτιοκρατίας και την αποδοχή των «ριζικών μεταπτώσεων». Αμεσο επακόλουθο είναι η έμπρακτη εφαρμογή αυτών των σκέψεων στο πολιτικό επίπεδο, γενικεύοντας έτσι έναν αντιδραστικό στοχασμό που θεωρεί ότι όλα είναι σχετικά και αναμενόμενα (αφού δεν υπάρχουν νόμοι) αλλά αυτά που αναμένουμε δεν μπορούν να υπερβαίνουν τα όρια του μικρού και πολύ συγκεκριμένου τόπου δράσης μας, (αφού η καθολική σκέψη και πράξη έχει «εξοριστεί» στο χώρο της μεταφυσικής).
Πριν όμως σταθούμε αναλυτικά στις ιστορικές και πολιτικές στοχεύσεις των μεταμοντέρνων, κρίνουμε σκόπιμο να παρουσιάσουμε την (κακο)-μεταχείριση μιας άλλης σημαντικής έννοιας, αυτήν της ολότητας.
ΟΛΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΔΙΑΦΟΡΑ, ΜΙΑ ΨΕΥΔΕΠΙΓΡΑΦΗ ΑΝΤΙΠΑΡΑΘΕΣΗ
Ανεξάρτητα από τις επιμέρους διαφωνίες των μεταμοντέρνων, όλοι συμφωνούν σε ένα σημείο, που παίρνει το χαρακτήρα υπεράσπισης των φιλοσοφικών και εννοιολογικών οχυρών του μεταμοντέρνου, ο πόλεμος ενάντια στην ολότητα και την καθολική φιλοσοφική δραστηριότητα αποτελεί τον όρο ύπαρξης και αναπαραγωγής αυτού και άλλων ρευμάτων της αστικής φιλοσοφίας και συμβάλλει αποφασιστικά στην απορρόφηση των κραδασμών από την πάλη των λαών και την -έστω και θολή- αμφισβήτηση της καπιταλιστικής κυριαρχίας.
Ας παρακολουθήσουμε λοιπόν αρχικά το Λυοτάρ να μας παρέχει τη γνωσιολογική τεκμηρίωση αυτής της εναντίωσης:
«Διαθέτουμε βέβαια την ιδέα του κόσμου (της ολότητας αυτού που είναι), αλλά όχι και την επιτηδειότητα να επιδείξουμε ένα παράδειγμά της. Εχουμε την ιδέα του απλού (του μη περαιτέρω διαιρετού), όμως δεν μπορούμε να το καταστήσουμε εποπτικά σαφές μέσω ενός αισθητού αντικειμένου, το οποίο θα δρούσε ως περίπτωση ιδέας…»[19]. Ενώ οι φιλοσοφικές και πολιτικές του στοχεύσεις εκφράζονται ως εξής:
«Πληρώσαμε ακριβά τη νοσταλγία για το όλο και το ένα, για τη συμφιλίωση έννοιας κι αισθητικότητας, για διαφανή και κοινοποιήσιμη εμπειρία. Πίσω από τη γενική απαίτηση για χαλάρωση κι εφησυχασμό διακρίνουμε, εντούτοις, πολύ καθαρά τον ψίθυρο της επιθυμίας να ξαναρχίσει ο τρόμος για μια ακόμη φορά… Η απάντηση σ’ αυτά είναι: να πολεμήσουμε το όλον, να δώσουμε μαρτυρία για το μη-αναπαραστάσιμο, να ενεργοποιήσουμε τις διαφορές, να σώσουμε την τιμή του ονόματος»[20] .
Πιστεύουμε πως το κουβάρι αρχίζει να ξετυλίγεται σιγά-σιγά. Ανακηρύσσοντας τον πόλεμο στο όλο, το μεταμοντέρνο αναδεικνύεται ως εχθρός
α) της καθολικής αναπαράστασης της πραγματικότητας και
β) της ριζικής αλλαγής ενός κοινωνικο-οικονομικού σχηματισμού που στην περίπτωσή μας δεν είναι άλλος από τον καπιταλιστικό (και αυτό δε νομίζουμε ότι το έχουν ξεχάσει οι μεταμοντέρνοι).
Αυτή όμως η προτροπή «να πολεμήσουμε το όλον» φανερώνει και την οριστική ρήξη των μεταμοντέρνων με τις καλύτερες στιγμές της σκέψης της ανθρωπότητας.
Ας γίνουμε όμως πιο αναλυτικοί.
Η ιδέα της ολοκλήρωσης του ανθρώπου και της προσωπικότητάς του μέσα στην κοινότητα, δεν είναι μαρξιστική (στον Μαρξ όμως παίρνει έναν ποιοτικά διαφορετικό χαρακτήρα και βάθος). Από τον Αριστοτέλη μέχρι το Χέγγελ, είναι βασική κατευθυντήρια ιδέα τόσο από την άποψη του προβληματισμού πάνω στο ερώτημα για την ουσία του ανθρώπου, όσο και από την πλευρά της οικοδόμησης του πολιτειακού ιδανικού κάθε φιλοσόφου (από την Πολιτεία του Πλάτωνα μέχρι την Αυτοσυνείδηση του Πνεύματος στον Χέγγελ). Είναι φανερό πως αυτός ο προβληματισμός μέσα στην πορεία της ιστορίας της φιλοσοφίας αλλά και γενικότερα της ανθρωπότητας, απηχεί την ένταση με την οποία τίθεται κάθε φορά το ερώτημα της ευτυχίας και ολοκλήρωσης του ατόμου. Για τους μεταμοντέρνους όμως δε φαίνεται να ισχύει ούτε καν το ενδιαφέρον για τη ριζική ανάπλαση του ανθρώπου και της ζωής του. Ακόμα παραπέρα, «αυτός ο πόλεμος εναντίον του όλου, (…) εκπίπτει αναπόφευκτα σ’ ένα παιχνίδι αυτοκαταστροφής, όπου η κατάφαση της διαφοράς αναδεικνύεται σε αυτοσκοπό, όπου η αποδοχή της ιδιαιτερότητας όχι μόνο δε λειτουργεί ως έναυσμα για συνάντηση, αλλά καταδικάζει το φορέα της να ζήσει σε μια απέραντη έρημο εκατομμυρίων απομονωμένων υπάρξεων…»[21].
-Ποιες όμως είναι οι αιτίες αυτού του πολέμου μέχρις εσχάτων ενάντια στην έννοια της ολότητας;
Ο Φουκό μιλώντας για τις συνθήκες ανάπτυξης του «νέου τύπου» του διανοούμενου αναφέρεται στις αλλαγές στο πεδίο έρευνας των ίδιων των διανοουμένων. Υποστηρίζει ότι «γεννήθηκε ένας νέος τρόπος σύνδεσης «της θεωρίας με την πρακτική. Οι διανοούμενοι συνήθισαν να δουλεύουν, όχι στην τροπικότητα του «καθολικού» (…) αλλά σε ειδικούς τομείς…»[22], ενώ συνεχίζοντας μας καλεί να πάψουμε να θεωρούμε το διανοούμενο ως φορέα καθολικών αξιών.
Κατά τη γνώμη μας οι αιτιάσεις των μεταμοντέρνων δε στερούνται αντικειμενικότητας. Εκφράζουν την αστική –άρα περιορισμένη και στρεβλή- κατανόηση αντικειμενικών αλλαγών στα πλαίσια της επιστημονικής κοινότητας. Ταυτόχρονα, το γεγονός ότι αυτές οι αλλαγές «μεταφράζονται» σε απόρριψη της ιδέας της καθολικότητας συνδέεται με γενικότερους πολιτικούς προσανατολισμούς καθώς και με την έκφραση σε αφηρημένο επίπεδο, των αλλαγών στα πλαίσια του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής που ήδη αναφέραμε.
Για να απαντήσουμε όμως συγκεκριμένα για τις συνθήκες ανάπτυξης του πολέμου ενάντια στην ολότητα, πρέπει να δώσουμε μια ξεκάθαρη απάντηση για την έννοια που δέχεται το μεταμοντέρνο. Αυτή δεν είναι άλλη από τη διαφορά ή αλλιώς ετερότητα[23]. Μπορούμε λοιπόν να θεωρήσουμε τη μεταμοντέρνα προτίμηση στη διαφορά ως:
- Φυγή από μια πραγματικότητα που φαντάζει τρομακτική και ολοκληρωτική.
- Εκφραση του τεχνολογικού φετιχισμού της αστικής σκέψης με βάση τον οποίο, η εικόνα ενός απέραντου δικτύου ηλεκτρονικής επικοινωνίας συνηγορεί στην αλλοίωση των καθολικών χαρακτηριστικών της πραγματικότητας, όπως αυτή προσλαμβάνεται από το «αποκεντρωμένο υποκείμενο»[24] (άλλη μια προσφιλής έννοια στην μεταμοντέρνα φιλολογία).
- Πολιτικό και φιλοσοφικό κατάλοιπο της γενιάς του Μάη του ‘68, όπου οι κυρίαρχες φιλοσοφικές έννοιες είχαν ως πεδίο αναφοράς μια στρεβλή αντίληψη για την ατομικότητα.
- Εκφραση της τάσης διεύρυνσης της ευέλικτης και εξατομικευμένης οργάνωσης της παραγωγής και των ελαστικών σχέσεων εργασίας που αναπτύσσονται σε μαζική κλίμακα και της φαινομενικής πολλαπλότητας επιλογών κατανάλωσης που καλλιεργούνται ιδιαίτερα μέσα από τους ιδεολογικούς μηχανισμούς της αστικής τάξης και του κράτους της.
- Εκφραση του φόβου απέναντι στην «νοσταλγία» της επανάστασης, όπως αυτός εμφανίζεται με το μυθιστόρημα «1984» του Οργουελ και συνδέεται άμεσα με τη μυθολογία περί Ολοκληρωτισμού[25].
Στα επόμενα κεφάλαια θα παρουσιάσουμε τη στάση των μεταμοντέρνων απέναντι σε έννοιες και κατηγορίες που αφορούν άμεσα ή έμμεσα το κεφαλαιώδες ζήτημα της αλλαγής του κόσμου, της επαναστατικής δραστηριότητας.
________
Συνεχίζεται...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Tα σχόλια στο μπλοκ πρέπει να συνοδεύονται από ένα ψευδώνυμο, ενσωματωμένο στην αρχή ή το τέλος του κειμένου, άν δεν υπάρχει εγγραφή στον blogger ή άλλη διαδυκτιακή υπηρεσία (βλέπε όροι σχολιασμού στο πάνω μέρος της σελίδας).
Ανώνυμα και υβριστικά σχόλια μπορούν να διαγράφονται χωρίς άλλη προειδοποίηση.