Η συζήτηση για το μεταμοντέρνο δεν είναι νέα. Στις μέρες μας επιβάλλεται ακόμα πιο επιτακτικά να ασχοληθούμε με αυτό το φιλοσοφικό ρεύμα αλλά και τη γενικότερη φιλολογία περί μεταμοντέρνου αφού αποτελεί ένα μόνιμο συνοδευτικό- αιτιολογικό πολλών πλευρών της ιδεολογικής και πολιτικής παρέμβασης της αστικής τάξης και ταυτόχρονα, η λογική αλλά και η στάση του απέναντι σε επίκαιρα πολιτικά ζητήματα προωθείται με διάφορους τρόπους μέσα από μια ποικιλία φορέων.
Το πρόθεμα «μετα» μπροστά από ένα επίθετο -προσδιοριστικό μιας συγκεκριμένης ιστορικής συγκυρίας- αποτελεί ένα μόνιμο ιδεολογικό μοτίβο της αστικής φιλοσοφίας και κοινωνιολογίας. Εκφράζει κατά τη γνώμη μας δυο βασικές πλευρές του αδιεξόδου της αστικής σκέψης όπως αυτή αναπτύσσεται κατά την περίοδο του ιμπεριαλισμού. Οι δυο πτυχές αφορούν:
α) Στην εγγενή ανικανότητα και απροθυμία της αστικής σκέψης να στοχαστεί, φιλοσοφικά και ιστορικά, πέρα από τα όρια του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, και
β) Στον αντικειμενικό περιορισμό της αστικής φιλοσοφίας που την οδηγεί να θεωρεί ότι η τεχνική πλευρά της διαδικασίας παραγωγής, οι παραγωγικές δυνάμεις και ιδιαίτερα η τεχνολογία που ενσωματώνεται σε αυτές, είναι το καθοριστικό στοιχείο σε μια κοινωνία[1] και όχι οι σχέσεις που αναπτύσσονται ανάμεσα στους ανθρώπους κατά τη διαδικασία της παραγωγής.
Το μεταμοντέρνο λοιπόν αναπτύσσεται ιστορικά «κουβαλώντας» όλη την προηγούμενη παράδοση της αστικής φιλοσοφίας. Παρ’ όλα αυτά αρνείται την καταγωγή του και μάλιστα αυτή η άρνηση γίνεται ακόμα πιο πεισματική όσο στα πλαίσια του συνυπάρχουν οι πιο διαφορετικές αποχρώσεις και ρεύματα της αστικής φιλοσοφίας, δείγμα και αυτό του πλουραλισμού των αδιεξόδων της αστικής φιλοσοφίας.
-Τι είναι όμως το μεταμοντέρνο; Ας αφήσουμε τους ίδιους τους μεταμοντέρνους να προσδιορίσουν αυτό το ρεύμα:
Μια τέτια σύλληψη της σχέσης επιστήμης και φιλοσοφίας δεν είναι νέα, βασίζεται στην ψευδεπίγραφη αντιπαράθεση επιστήμης-φιλοσοφίας που συναντάμε στη θετικιστική σκέψη, η οποία γίνεται ακόμα πιο έντονη στην νεοθετικιστική μετεξέλιξη της φιλοσοφίας σε έρευνα των γλωσσικών προβλημάτων.
Η μεταμοντέρνα δυσπιστία στις μετααφηγήσεις, άρα στη φιλοσοφία, συμβαδίζει με την πιο χαρακτηριστική τάση της σύγχρονης αστικής σκέψης (νεοθετικισμό) η οποία θεωρεί τα προβλήματα της φιλοσοφίας «ψευδοπροβλήματα», δημιουργημένα από την αποπροσανατολιστική επίδραση της γλώσσας στη νόηση...
ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΜΕΤΑΜΟΝΤΕΡΝΟΥ
Αν και η μεταμοντέρνα άποψη παρουσιάζεται κατά τη δεκαετία του ‘70, οι περισσότεροι στοχαστές συμφωνούν πως η αφετηριακή ιδέα της εμφανίζεται με την κριτική του Νίτσε στο Διαφωτισμό και στο σύνολο των ιδανικών και εννοιών που αυτός εκπροσωπούσε. Eννοιες όπως ιστορία, νόμος, αλήθεια αποτελούν το πρώτιστο στόχο στη σκέψη του Νίτσε και ουσιαστικά οδηγούν σε μια συνολική απόρριψη των διαφωτιστικών ιδεών. Με αυτή τη φιλοσοφική κατεύθυνση, έντονα αντιφατική αφού στηλιτεύει όσο και καταφάσκει στην καπιταλιστική πραγματικότητα[3] των ημερών του, εγκαινιάζεται η αντι-διαφωτιστική φιλοσοφία που σε συνδυασμό με έναν έντονο τεχνοκρατισμό αποτελούν τις δύο όψεις του μεταμοντέρνου νομίσματος. Οπως είπαμε όμως, αναφερόμαστε στην προϊστορία του μεταμοντέρνου. Ομως η αστική τάξη δεν είναι πια αυτή που ήταν πριν δυο αιώνες, η συνεχόμενη και εγγενής κρίση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής και η εμφάνιση του ανώτατου σταδίου του, του ιμπεριαλισμού, επιφέρανε μια δραματική αλλαγή στην αστική φιλοσοφική σκέψη, ώστε ουσιαστικά να μπορούμε να τη χαρακτηρίσουμε ως μεταφυσική και βαθιά θρησκευτική.
ΟΙ ΣΥΝΘΗΚΕΣ ΓΕΝΕΣΗΣ ΤΗΣ ΜΕΤΑΜΟΝΤΕΡΝΑΣ ΘΕΩΡΙΑΣ
Το μεταμοντέρνο ως συγκροτημένο ρεύμα της αστικής σκέψης έχει τις πολιτικές και φιλοσοφικές ρίζες του στο Παρίσι μετά το Μάη του 1968. Θα λέγαμε μάλιστα πως η ποικιλία των φιλοσοφικών και πολιτικών ρευμάτων εκείνο το διάστημα θα προκαλέσει (με την απογοήτευση της ήττας) έναν έντονο σκεπτικισμό απέναντι σε επαναστατικές ιδέες. Αμεσο αποτέλεσμα αυτής της ριζικής μετατόπισης στο τρόπο σύλληψης της κοινωνικής πραγματικότητας είναι η απόλυτη άρνηση των ολικών συστημάτων σκέψης, αυτών δηλαδή που αξιώνουν -έστω και με την ιδεαλιστική έννοια- την κατανόηση και σύλληψη της πραγματικότητας.
Μπορούμε λοιπόν να αντιληφθούμε το μεταμοντερνισμό ως μια ιδιαίτερη σύνθεση των πολιτικών και φιλοσοφικών ρευμάτων της εποχής από τους ίδιους τους φορείς των προηγούμενων θεωρητικών παραδειγμάτων. Ετσι, μέσα σε λίγα χρόνια, κάποιοι από τους πρωταγωνιστές του Μάη θα εξαπολύσουν μια εκστρατεία ενάντια σε κάθε επεξεργασμένο φιλοσοφικό σχέδιο συνολικής αλλαγής της κοινωνίας. Με αυτόν τον τρόπο όμως δε θα κρύψουν και την ιδιαίτερη προτίμησή τους σε έναν μόνιμο –και τον πιο δύσκολο- φιλοσοφικά αντίπαλο, το μαρξισμό.
Μιλώντας για το χώρο γένεσης της μεταμοντέρνας σκέψης, δεν πρέπει να ξεχνάμε τις ανάλογες αλλαγές στην οργάνωση της παραγωγής αλλά και στις παραγωγικές δυνάμεις που μπαίνουν σε κίνηση στα πλαίσια του καπιταλιστικού κοινωνικού σχηματισμού. Οι παραπάνω αλλαγές πιστεύουμε ότι διαδραμάτισαν καταλυτικό ρόλο τόσο στο ύφος και στην προβληματική, όσο και στην ίδια την εμφάνιση του μεταμοντερνισμού. Αυτές συνδέονται:
Ο ΠΟΛΕΜΟΣ ΕΝΑΝΤΙΑ ΣΤΙΣ «ΜΕΓΑΛΕΣ ΑΦΗΓΗΣΕΙΣ»
Πώς όμως γίνεται το μεταμοντέρνο ένα από τα κυρίαρχα φιλοσοφικά παραδείγματα της αστικής σκέψης; Με τον ίδιο τρόπο που κάθε θεωρία εδραιώνεται στη συνείδηση της αστικής τάξης και παρουσιάζεται ως το νεότατο και ρηξικέλευθο επίτευγμα της αστικής απολογητικής φιλοσοφίας. Με την υιοθέτηση ενός τέλους και την ευρεία χρησιμοποίηση του προθέματος μετά. Το μεταμοντέρνο μάλιστα έχει τη διπλή πολυτέλεια να αναφέρεται και στους δυο αυτούς όρους, αφού είναι ένας λόγος για το μετά το μοντέρνο και ταυτόχρονα μια θεωρία για το τέλος και την εξάντληση των Μεγάλων αφηγήσεων[8].
Ας παρακολουθήσουμε όμως πώς εξηγείται αυτή η μεταμοντέρνα δυσπιστία απέναντι στις Μεγάλες αφηγήσεις από το Λυοτάρ:
Ως προς την πρώτη αφετηριακή πηγή του Λυοτάρ, οι μεταμοντέρνοι αποδέχονται τη μονόπλευρη αναγωγή της φιλοσοφίας σε ανάλυση των μορφών έκφρασης της γλώσσας και των μαθηματικών προβλημάτων υπό την επίδραση των εξελίξεων στην σύγχρονη επιστήμη. Αυτή η φιλοσοφική κατεύθυνση, έχοντας θέσει ως στόχο της την «κάθαρση της επιστήμης από τη μεταφυσική» δεν μπορεί να κατανοήσει ότι η σχέση και η οριοθέτηση των πεδίων ανάμεσα σε επιστήμη και φιλοσοφία δεν έχει στατικό αλλά ιστορικά παροδικό χαρακτήρα. Ως προς τη δεύτερη πλευρά του μεταμοντέρνου σκεπτικισμού προς τις Μεγάλες αφηγήσεις, την κοινωνικο-πολιτική, παρατηρούμε πως και σε αυτό το σημείο η επίθεση εξαπολύεται στο όνομα της αντι-μεταφυσικής, ορμώμενη από μια αντιπάθεια προς αυτό που μπορούμε να ονομάσουμε καθολικό τρόπο σύλληψης και θέασης της πραγματικότητας που στην περίπτωση του μαρξισμού οδηγεί σε μια συνολική αναπαράσταση τόσο της στατικής όσο και της δυναμικής πλευράς της κοινωνίας, μέσω της, επιστημονικά τεκμηριωμένης, κομμουνιστικής κοσμοθεωρίας και πολιτικής. Με λίγα λόγια, η αντι-μεταφυσική του μεταμοντέρνου είναι ένας λόγος ενάντια στη φιλοσοφία ως ολοποιητικό σύστημα μελέτης των κοινών νομοτελειών των φαινομένων του υλικού κόσμου. Ετσι, στη γλώσσα του μεταμοντέρνου η φιλοσοφία θα ονομαστεί μεταγλώσσα και θα «εξορκιστεί» ως εξής: «Μέσα στην επιστήμη δεν υπάρχει γενική μεταγλώσσα, στην οποία να μπορούν να μετεγγραφούν και να αναπτυχθούν όλες οι άλλες. Αυτό ακριβώς απαγορεύει την ταύτιση με το σύστημα και, εν κατακλείδι, την τρομοκρατία»[10]. Στο σημείο αυτό βρισκόμαστε σε μια κεντρικής σημασίας θέση στο σύνολο της μεταμοντέρνας σκέψης. Η τοποθέτηση του Λυοτάρ για «τρομοκρατία» είναι φανερό ότι δεν εκφράζει μια αντίθεση σε τρομοκρατικές ενέργειες, παρά στις απόπειρες ολικής σύλληψης και αλλαγής της πραγματικότητας.
Ομως αυτή η εναντίωση προς τις Μεγάλες αφηγήσεις εμπεριέχει τα όριά της αφού για να προτείνει κάτι σε θετική κατεύθυνση πρέπει να κρατήσει ένα έλλογο αφετηριακό σημείο (αξίωμα) απ’ όπου θα μπορεί να εξορμά ενάντια στους «ανεμόμυλους» της καθολικής σκέψης…
Τα πράγματα από αυτό το σημείο γίνονται ξεκάθαρα. Το μεταμοντέρνο θα επεξεργαστεί ένα σύστημα αντιτιθέμενων εννοιών σε κεντρικές αναφορές του διαλεκτικού και ιστορικού υλισμού. Κατευθυντήρια ιδέα είναι το πρόσταγμα του Μισέλ Φουκό (κατά πολλούς, πρόδρομου της μεταμοντέρνας σκέψης) που καλεί στα εξής:
Το κάλεσμα βρήκε συνεχιστές. Η πορεία της μεταμοντέρνας σκέψης αναδείχνει την αξιοσημείωτη δημιουργικότητα των μεταμοντέρνων στην επεξεργασία εννοιών, κατηγοριών αλλά και φιλοσοφικών συστημάτων με κοινό παρανομαστή την κάθετη εναντίωση στη ριζοσπαστική, καθολική και σε τελική ανάλυση επαναστατική σκέψη.
Μέσα όμως από αυτήν τη διαδικασία συγκρότησης του εννοιολογικού του οπλοστασίου, το μεταμοντέρνο παίρνει σταδιακά το χαρακτήρα ολοκληρωμένης θεωρίας, η οποία μπορεί να εμπεριέχει αποκλίνουσες απόψεις, ωστόσο διατηρεί έναν κεντρικό κοσμοθεωρητικό πυρήνα. Γινόμαστε έτσι μάρτυρες μιας ριζικής, αν και αναμενόμενης, μεταστροφής της μεταμοντέρνας σκέψης αφού, έχοντας ως αφετηρία την άσκηση κριτικής στη μεταφυσική, αυτονομιμοποιείται ως φιλοσοφία μόνο υπό τον όρο ότι αντιστοιχούν τα πορίσματά της σε αντίστοιχες επιστημονικές ανακαλύψεις. Ετσι αυτό που μπορεί να χαρακτηρίσει τη μεταμοντέρνα σκέψη είναι η στρεβλή κατανόηση των πορισμάτων της σύγχρονης επιστήμης, με έμφαση στις επιστήμες που μελετούν το φαινόμενο γλώσσα και τις φυσικές επιστήμες, σε τέτοιο βαθμό ώστε να μπορούμε να βγάλουμε το συμπέρασμα ότι η κατανόηση της μεταμοντέρνας σκέψης δεν μπορεί να πάρει ολοκληρωμένο χαρακτήρα αν δε συνδυαστεί από την εξέταση των γνωσιολογικών παραμέτρων της.
Το πρόθεμα «μετα» μπροστά από ένα επίθετο -προσδιοριστικό μιας συγκεκριμένης ιστορικής συγκυρίας- αποτελεί ένα μόνιμο ιδεολογικό μοτίβο της αστικής φιλοσοφίας και κοινωνιολογίας. Εκφράζει κατά τη γνώμη μας δυο βασικές πλευρές του αδιεξόδου της αστικής σκέψης όπως αυτή αναπτύσσεται κατά την περίοδο του ιμπεριαλισμού. Οι δυο πτυχές αφορούν:
α) Στην εγγενή ανικανότητα και απροθυμία της αστικής σκέψης να στοχαστεί, φιλοσοφικά και ιστορικά, πέρα από τα όρια του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, και
β) Στον αντικειμενικό περιορισμό της αστικής φιλοσοφίας που την οδηγεί να θεωρεί ότι η τεχνική πλευρά της διαδικασίας παραγωγής, οι παραγωγικές δυνάμεις και ιδιαίτερα η τεχνολογία που ενσωματώνεται σε αυτές, είναι το καθοριστικό στοιχείο σε μια κοινωνία[1] και όχι οι σχέσεις που αναπτύσσονται ανάμεσα στους ανθρώπους κατά τη διαδικασία της παραγωγής.
Το μεταμοντέρνο λοιπόν αναπτύσσεται ιστορικά «κουβαλώντας» όλη την προηγούμενη παράδοση της αστικής φιλοσοφίας. Παρ’ όλα αυτά αρνείται την καταγωγή του και μάλιστα αυτή η άρνηση γίνεται ακόμα πιο πεισματική όσο στα πλαίσια του συνυπάρχουν οι πιο διαφορετικές αποχρώσεις και ρεύματα της αστικής φιλοσοφίας, δείγμα και αυτό του πλουραλισμού των αδιεξόδων της αστικής φιλοσοφίας.
-Τι είναι όμως το μεταμοντέρνο; Ας αφήσουμε τους ίδιους τους μεταμοντέρνους να προσδιορίσουν αυτό το ρεύμα:
«Απλοποιώντας υπερβολικά, μπορούμε να πούμε ότι θεωρούμε «μεταμοντέρνα» τη δυσπιστία απέναντι στις μετααφηγήσεις. Αναμφίβολα αυτή η δυσπιστία είναι επακόλουθο της προόδου των επιστημών…»[2].Κατά τους μεταμοντέρνους, με τον όρο αφήγηση υποδηλώνεται η φιλοσοφική στάση απέναντι στα ερωτήματα της φύσης των πραγμάτων και της γνωσιμότητας του κόσμου. Ακόμα, με τον όρο μετααφήγηση, ορίζεται η νομιμοποίηση της επιστήμης μέσω της φιλοσοφίας. Σύμφωνα με αυτούς, ο ρόλος της φιλοσοφίας αλλάζει και διέρχεται μια κρίση η οποία αντιστοιχεί στην μεταμοντέρνα κατάσταση της γνώσης.
Μια τέτια σύλληψη της σχέσης επιστήμης και φιλοσοφίας δεν είναι νέα, βασίζεται στην ψευδεπίγραφη αντιπαράθεση επιστήμης-φιλοσοφίας που συναντάμε στη θετικιστική σκέψη, η οποία γίνεται ακόμα πιο έντονη στην νεοθετικιστική μετεξέλιξη της φιλοσοφίας σε έρευνα των γλωσσικών προβλημάτων.
Η μεταμοντέρνα δυσπιστία στις μετααφηγήσεις, άρα στη φιλοσοφία, συμβαδίζει με την πιο χαρακτηριστική τάση της σύγχρονης αστικής σκέψης (νεοθετικισμό) η οποία θεωρεί τα προβλήματα της φιλοσοφίας «ψευδοπροβλήματα», δημιουργημένα από την αποπροσανατολιστική επίδραση της γλώσσας στη νόηση...
ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΜΕΤΑΜΟΝΤΕΡΝΟΥ
Αν και η μεταμοντέρνα άποψη παρουσιάζεται κατά τη δεκαετία του ‘70, οι περισσότεροι στοχαστές συμφωνούν πως η αφετηριακή ιδέα της εμφανίζεται με την κριτική του Νίτσε στο Διαφωτισμό και στο σύνολο των ιδανικών και εννοιών που αυτός εκπροσωπούσε. Eννοιες όπως ιστορία, νόμος, αλήθεια αποτελούν το πρώτιστο στόχο στη σκέψη του Νίτσε και ουσιαστικά οδηγούν σε μια συνολική απόρριψη των διαφωτιστικών ιδεών. Με αυτή τη φιλοσοφική κατεύθυνση, έντονα αντιφατική αφού στηλιτεύει όσο και καταφάσκει στην καπιταλιστική πραγματικότητα[3] των ημερών του, εγκαινιάζεται η αντι-διαφωτιστική φιλοσοφία που σε συνδυασμό με έναν έντονο τεχνοκρατισμό αποτελούν τις δύο όψεις του μεταμοντέρνου νομίσματος. Οπως είπαμε όμως, αναφερόμαστε στην προϊστορία του μεταμοντέρνου. Ομως η αστική τάξη δεν είναι πια αυτή που ήταν πριν δυο αιώνες, η συνεχόμενη και εγγενής κρίση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής και η εμφάνιση του ανώτατου σταδίου του, του ιμπεριαλισμού, επιφέρανε μια δραματική αλλαγή στην αστική φιλοσοφική σκέψη, ώστε ουσιαστικά να μπορούμε να τη χαρακτηρίσουμε ως μεταφυσική και βαθιά θρησκευτική.
ΟΙ ΣΥΝΘΗΚΕΣ ΓΕΝΕΣΗΣ ΤΗΣ ΜΕΤΑΜΟΝΤΕΡΝΑΣ ΘΕΩΡΙΑΣ
Το μεταμοντέρνο ως συγκροτημένο ρεύμα της αστικής σκέψης έχει τις πολιτικές και φιλοσοφικές ρίζες του στο Παρίσι μετά το Μάη του 1968. Θα λέγαμε μάλιστα πως η ποικιλία των φιλοσοφικών και πολιτικών ρευμάτων εκείνο το διάστημα θα προκαλέσει (με την απογοήτευση της ήττας) έναν έντονο σκεπτικισμό απέναντι σε επαναστατικές ιδέες. Αμεσο αποτέλεσμα αυτής της ριζικής μετατόπισης στο τρόπο σύλληψης της κοινωνικής πραγματικότητας είναι η απόλυτη άρνηση των ολικών συστημάτων σκέψης, αυτών δηλαδή που αξιώνουν -έστω και με την ιδεαλιστική έννοια- την κατανόηση και σύλληψη της πραγματικότητας.
Μπορούμε λοιπόν να αντιληφθούμε το μεταμοντερνισμό ως μια ιδιαίτερη σύνθεση των πολιτικών και φιλοσοφικών ρευμάτων της εποχής από τους ίδιους τους φορείς των προηγούμενων θεωρητικών παραδειγμάτων. Ετσι, μέσα σε λίγα χρόνια, κάποιοι από τους πρωταγωνιστές του Μάη θα εξαπολύσουν μια εκστρατεία ενάντια σε κάθε επεξεργασμένο φιλοσοφικό σχέδιο συνολικής αλλαγής της κοινωνίας. Με αυτόν τον τρόπο όμως δε θα κρύψουν και την ιδιαίτερη προτίμησή τους σε έναν μόνιμο –και τον πιο δύσκολο- φιλοσοφικά αντίπαλο, το μαρξισμό.
Μιλώντας για το χώρο γένεσης της μεταμοντέρνας σκέψης, δεν πρέπει να ξεχνάμε τις ανάλογες αλλαγές στην οργάνωση της παραγωγής αλλά και στις παραγωγικές δυνάμεις που μπαίνουν σε κίνηση στα πλαίσια του καπιταλιστικού κοινωνικού σχηματισμού. Οι παραπάνω αλλαγές πιστεύουμε ότι διαδραμάτισαν καταλυτικό ρόλο τόσο στο ύφος και στην προβληματική, όσο και στην ίδια την εμφάνιση του μεταμοντερνισμού. Αυτές συνδέονται:
- Με τη διεύρυνση των εφαρμογών των επιτευγμάτων των φυσικών επιστημών στο πεδίο της παραγωγής. Αυτό που με τρόπο απλουστευτικό η κυρίαρχη ιδεολογία ονομάζει «νέες τεχνολογίες»[4].
- Με την προώθηση ευέλικτων μορφών παραγωγής σε σύγχρονους κλάδους (χωρίς αυτό να σημαίνει ότι πρώτον εξαλείφεται η μορφή οργάνωσης της παραγωγικής διαδικασίας στη βάση της αλυσίδας και δεύτερον ότι αναιρείται η βασική τάση του καπιταλισμού που είναι η κοινωνικοποίηση της παραγωγικής διαδικασίας)[5].
- Με την επέκταση της εμπορευματοποίησης του συνόλου σχεδόν των πλευρών της ζωής του ανθρώπου, την ανάπτυξη της μαζικής κουλτούρας και τον ιδιαίτερο ρόλο που κατέχουν τα ΜΜΕ και το σύνολο των μηχανισμών επίδρασης και ακρωτηριασμού της κριτικής σκέψης και της συνείδησης των λαϊκών μαζών.
- Τέλος, με την επέκταση του κοινωνικού στρώματος των διευθυντικών στελεχών (γιάπηδες) των οποίων «…οι πολιτιστικές τους πρακτικές και αξίες, οι τοπικές τους ιδεολογίες άρθρωσαν για το παρόν στάδιο του κεφαλαίου ένα χρήσιμο και κυρίαρχο ιδεολογικό και πολιτιστικό παράδειγμα»[6].
Ο ΠΟΛΕΜΟΣ ΕΝΑΝΤΙΑ ΣΤΙΣ «ΜΕΓΑΛΕΣ ΑΦΗΓΗΣΕΙΣ»
Πώς όμως γίνεται το μεταμοντέρνο ένα από τα κυρίαρχα φιλοσοφικά παραδείγματα της αστικής σκέψης; Με τον ίδιο τρόπο που κάθε θεωρία εδραιώνεται στη συνείδηση της αστικής τάξης και παρουσιάζεται ως το νεότατο και ρηξικέλευθο επίτευγμα της αστικής απολογητικής φιλοσοφίας. Με την υιοθέτηση ενός τέλους και την ευρεία χρησιμοποίηση του προθέματος μετά. Το μεταμοντέρνο μάλιστα έχει τη διπλή πολυτέλεια να αναφέρεται και στους δυο αυτούς όρους, αφού είναι ένας λόγος για το μετά το μοντέρνο και ταυτόχρονα μια θεωρία για το τέλος και την εξάντληση των Μεγάλων αφηγήσεων[8].
Ας παρακολουθήσουμε όμως πώς εξηγείται αυτή η μεταμοντέρνα δυσπιστία απέναντι στις Μεγάλες αφηγήσεις από το Λυοτάρ:
«Μέσα στη σύγχρονη κοινωνία και στο σύγχρονο πολιτισμό, στη μεταμοντέρνα κοινωνία και στο μεταμοντέρνο πολιτισμό το ζήτημα της νομιμοποίησης της γνώσης τίθεται με άλλους όρους. Η μεγάλη αφήγηση απώλεσε την αξιοπιστία της, όποιος και αν είναι ο τρόπος ενοποίησης που της αποδίδεται: θεωρητική αφήγηση, αφήγηση της χειραφέτησης…»[9].Με την παράθεση αυτού του αποσπάσματος, μπορούμε να βγάλουμε το συμπέρασμα ότι ο μεταμοντέρνος λόγος για την εξάντληση των μεγάλων αφηγήσεων ξεκινά από δύο (διαλεκτικά συνδεδεμένες) θεμελιακές αφετηρίες μια γνωσιοθεωρητική, με πυρήνα τη νεοθετικιστική αντιπαράθεση φιλοσοφίας και επιστήμης στις σύγχρονες συνθήκες και μια κοινωνικο-πολιτική με βάση την κριτική, του ρεύματος σκέψης που ξεκινά με το Νίτσε, στο συνολικό σύστημα αξιών και ιδανικών του αστικού διαφωτισμού.
Ως προς την πρώτη αφετηριακή πηγή του Λυοτάρ, οι μεταμοντέρνοι αποδέχονται τη μονόπλευρη αναγωγή της φιλοσοφίας σε ανάλυση των μορφών έκφρασης της γλώσσας και των μαθηματικών προβλημάτων υπό την επίδραση των εξελίξεων στην σύγχρονη επιστήμη. Αυτή η φιλοσοφική κατεύθυνση, έχοντας θέσει ως στόχο της την «κάθαρση της επιστήμης από τη μεταφυσική» δεν μπορεί να κατανοήσει ότι η σχέση και η οριοθέτηση των πεδίων ανάμεσα σε επιστήμη και φιλοσοφία δεν έχει στατικό αλλά ιστορικά παροδικό χαρακτήρα. Ως προς τη δεύτερη πλευρά του μεταμοντέρνου σκεπτικισμού προς τις Μεγάλες αφηγήσεις, την κοινωνικο-πολιτική, παρατηρούμε πως και σε αυτό το σημείο η επίθεση εξαπολύεται στο όνομα της αντι-μεταφυσικής, ορμώμενη από μια αντιπάθεια προς αυτό που μπορούμε να ονομάσουμε καθολικό τρόπο σύλληψης και θέασης της πραγματικότητας που στην περίπτωση του μαρξισμού οδηγεί σε μια συνολική αναπαράσταση τόσο της στατικής όσο και της δυναμικής πλευράς της κοινωνίας, μέσω της, επιστημονικά τεκμηριωμένης, κομμουνιστικής κοσμοθεωρίας και πολιτικής. Με λίγα λόγια, η αντι-μεταφυσική του μεταμοντέρνου είναι ένας λόγος ενάντια στη φιλοσοφία ως ολοποιητικό σύστημα μελέτης των κοινών νομοτελειών των φαινομένων του υλικού κόσμου. Ετσι, στη γλώσσα του μεταμοντέρνου η φιλοσοφία θα ονομαστεί μεταγλώσσα και θα «εξορκιστεί» ως εξής: «Μέσα στην επιστήμη δεν υπάρχει γενική μεταγλώσσα, στην οποία να μπορούν να μετεγγραφούν και να αναπτυχθούν όλες οι άλλες. Αυτό ακριβώς απαγορεύει την ταύτιση με το σύστημα και, εν κατακλείδι, την τρομοκρατία»[10]. Στο σημείο αυτό βρισκόμαστε σε μια κεντρικής σημασίας θέση στο σύνολο της μεταμοντέρνας σκέψης. Η τοποθέτηση του Λυοτάρ για «τρομοκρατία» είναι φανερό ότι δεν εκφράζει μια αντίθεση σε τρομοκρατικές ενέργειες, παρά στις απόπειρες ολικής σύλληψης και αλλαγής της πραγματικότητας.
Ομως αυτή η εναντίωση προς τις Μεγάλες αφηγήσεις εμπεριέχει τα όριά της αφού για να προτείνει κάτι σε θετική κατεύθυνση πρέπει να κρατήσει ένα έλλογο αφετηριακό σημείο (αξίωμα) απ’ όπου θα μπορεί να εξορμά ενάντια στους «ανεμόμυλους» της καθολικής σκέψης…
Τα πράγματα από αυτό το σημείο γίνονται ξεκάθαρα. Το μεταμοντέρνο θα επεξεργαστεί ένα σύστημα αντιτιθέμενων εννοιών σε κεντρικές αναφορές του διαλεκτικού και ιστορικού υλισμού. Κατευθυντήρια ιδέα είναι το πρόσταγμα του Μισέλ Φουκό (κατά πολλούς, πρόδρομου της μεταμοντέρνας σκέψης) που καλεί στα εξής:
«…η ιστορική οντολογία του εαυτού μας πρέπει να απομακρυνθεί απ’ όλα τα σχέδια που ισχυρίζονται ότι είναι καθολικά ή ριζοσπαστικά. Πράγματι, γνωρίζουμε από την εμπειρία μας ότι η προσπάθεια να ξεφύγουμε από το σύστημα της σύγχρονης πραγματικότητας έτσι ώστε να παραγάγουμε τα ολικά προγράμματα μιας άλλης κοινωνίας, ενός άλλου τρόπου σκέπτεσθαι, μιας άλλης κουλτούρας, μιας άλλης θέασης του κόσμου, έχει οδηγήσει μόνον στην επαναφορά των πλέον επικίνδυνων παραδόσεων.Ο Φουκό είναι ξεκάθαρος. Η απομάκρυνση από τον καθολικό και ριζοσπαστικό τρόπο σκέψης, σημαίνει την παραίτησή μας από την αξίωση για ριζικά διαφορετικές συνθήκες ζωής για τους λαούς και ταυτόχρονα συνειδητοποίηση ότι αφού τα πράγματα δεν μπορούν να αλλάξουν, πρέπει να αποδεχτούμε την πολιτική του εφικτού.
Προτιμώ τους πολύ συγκεκριμένους μετασχηματισμούς που αποδείχθηκαν δυνατοί κατά τα τελευταία είκοσι χρόνια σε έναν ορισμένο αριθμό περιοχών που αφορούν τους τρόπους μας να υπάρχουμε και να σκεπτόμαστε, τις σχέσεις προς την εξουσία, τις σχέσεις μεταξύ των φύλων, τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε την τρέλα ή την αρρώστεια, προτιμώ ακόμα αυτούς τους μερικούς μετασχηματισμούς που έχουν γίνει στο συσχετισμό της ιστορικής ανάλυσης και της πρακτικής στάσης, από τα προγράμματα για έναν καινούργιο άνθρωπο που έχουν διατυπώσει τα χειρότερα πολιτικά συστήματα καθ’ όλη τη διάρκεια του εικοστού αιώνα»[11].
Το κάλεσμα βρήκε συνεχιστές. Η πορεία της μεταμοντέρνας σκέψης αναδείχνει την αξιοσημείωτη δημιουργικότητα των μεταμοντέρνων στην επεξεργασία εννοιών, κατηγοριών αλλά και φιλοσοφικών συστημάτων με κοινό παρανομαστή την κάθετη εναντίωση στη ριζοσπαστική, καθολική και σε τελική ανάλυση επαναστατική σκέψη.
Μέσα όμως από αυτήν τη διαδικασία συγκρότησης του εννοιολογικού του οπλοστασίου, το μεταμοντέρνο παίρνει σταδιακά το χαρακτήρα ολοκληρωμένης θεωρίας, η οποία μπορεί να εμπεριέχει αποκλίνουσες απόψεις, ωστόσο διατηρεί έναν κεντρικό κοσμοθεωρητικό πυρήνα. Γινόμαστε έτσι μάρτυρες μιας ριζικής, αν και αναμενόμενης, μεταστροφής της μεταμοντέρνας σκέψης αφού, έχοντας ως αφετηρία την άσκηση κριτικής στη μεταφυσική, αυτονομιμοποιείται ως φιλοσοφία μόνο υπό τον όρο ότι αντιστοιχούν τα πορίσματά της σε αντίστοιχες επιστημονικές ανακαλύψεις. Ετσι αυτό που μπορεί να χαρακτηρίσει τη μεταμοντέρνα σκέψη είναι η στρεβλή κατανόηση των πορισμάτων της σύγχρονης επιστήμης, με έμφαση στις επιστήμες που μελετούν το φαινόμενο γλώσσα και τις φυσικές επιστήμες, σε τέτοιο βαθμό ώστε να μπορούμε να βγάλουμε το συμπέρασμα ότι η κατανόηση της μεταμοντέρνας σκέψης δεν μπορεί να πάρει ολοκληρωμένο χαρακτήρα αν δε συνδυαστεί από την εξέταση των γνωσιολογικών παραμέτρων της.
Πηγή: ΚΟΜΕΠΣυνεχίζεται...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Tα σχόλια στο μπλοκ πρέπει να συνοδεύονται από ένα ψευδώνυμο, ενσωματωμένο στην αρχή ή το τέλος του κειμένου, άν δεν υπάρχει εγγραφή στον blogger ή άλλη διαδυκτιακή υπηρεσία (βλέπε όροι σχολιασμού στο πάνω μέρος της σελίδας).
Ανώνυμα και υβριστικά σχόλια μπορούν να διαγράφονται χωρίς άλλη προειδοποίηση.