...Συνέχεια από το προηγούμενο
Η γοργή των Ελλήνων ανάπτυξη
Ο 18ος αιώνας είναι ο αιώνας της μεγάλης αστικής ανάπτυξης του οθωμανικού χώρου, με κύριο φορέα τους Ελληνες. Ναυτιλία και ναυπηγική είναι, όπως είπαμε, η κύρια πηγή του πλούτου τους. Ηδη, αναφέραμε ορισμένα από τα αίτια της ανάπτυξης αυτής. Σημαντικός παράγοντας ανάμεσα τους είναι και ένας εξωοικονομικός τρόπος συσσώρευσης κεφαλαίου, η πειρατεία, στην οποία επιδίδονταν με όχι μικρή επιτυχία οι Ελληνες καραβοκύρηδες.
Ιδιαίτερη, πάντως, ώθηση σε αυτές τις δραστηριότητες δίνει η περίφημη Συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή, ανάμεσα στη Ρωσία και την Οθωμανική Αυτοκρατορία (1776), σύμφωνα με την οποία τα ελληνικά πλοία θα μπορούσαν να μεταφέρουν ρωσικό σιτάρι με ρωσική σημαία.
Μεγάλη ναυτιλιακή ανάπτυξη συναντάμε κυρίως στη Δυτική Ελλάδα (στα παράλια της Αιτωλοακαρνανίας και της Ηπείρου). Η μετέπειτα πόλη - σύμβολο του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα, το Μεσολόγγι, ήταν πρωτοπόρο στη ναυπήγηση πλοίων και στα θαλασσινά ταξίδια. Από κοντά και τα γειτονικά Γαλαξίδι και Αιτωλικό, ενώ αναμφισβήτητη και πολύ γνωστή είναι η ναυτιλιακή δραστηριότητα των νησιών του Αιγαίου. Οι Ελληνες καπεταναίοι είναι, ως επί το πλείστον, «εμπορο-καπεταναίοι». Εμπορεύονται δηλαδή τόσο ξένα προϊόντα άσο και δικά τους. Στις ναυτιλιακές επιχειρήσεις των πόλεων που προαναφέραμε, φαίνεται εξάλλου ότι επενδύουν μεγάλοι εμπορικοί οίκοι της δυτικής Ελλάδας, της Αχαΐας και της Ηπείρου.
Ενα σοβαρό ζήτημα που, ενδεχομένως, περιμένει ακόμα το μελετητή του, είναι οι σχέσεις παραγωγής που διαμορφώνονται στα πλαίσια της ελληνικής ναυτιλίας. Η πιο διαδομένη εκδοχή θεωρεί τη σχέση ανάμεσα στον πλοιοκτήτη και τους ναύτες του σχέση εταιρική που εκφράζεται με τη συμμετοχή του «τσούρμου» στα κέρδη των επιχειρήσεων. Ωστόσο, η φανερή ανισότητα και ο αναλογικός χαρακτήρας των αποδοχών των πληρωμάτων, μαρτυρά μάλλον υπέρ μιας συγκαλυμμένης μορφής μισθοδοσίας.
Εκτός από τη ναυτιλία, φαίνεται ότι, κατά το 18° και στις αρχές του 19ου αιώνα, υπάρχει και μια σημαντική ανάπτυξη στη βιοτεχνία του οθωμανοκρατούμενου χώρου. Περιπτώσεις όπως της «συντροφιάς» των Αμπελακίων, καθώς και η υψηλή αστική ανάπτυξη των Ιωαννίνων, επί Αλή Πασά, είναι αρκετά γνωστές. Σύμφωνα με το Β. Κρεμμυδά, γύρω στα 1800, η βιοτεχνική - βιομηχανική παραγωγή στον οθωμανοκρατούμενο ελλαδικά χώρο καλύπτει το 30% της συνολικής παραγωγής. Ο Κρεμμυδάς μάλιστα αναφέρεται σε πραγματική βιομηχανική έκρηξη, θεωρώντας ως κύριες βιοτεχνικές - βιομηχανικές δραστηριότητες τη θαλάσσια βιομηχανία (ναυτιλία), την υφαντουργία - νηματουργία και τη σαπωνοποιία. Αυτή η βιομηχανική άνθηση ανακόπτεται τις παραμονές της επανάστασης, για λόγους οι οποίοι δεν έχουν ακόμη απολύτως διερευνηθεί. Μια τελευταία ώθηση στη συσσώρευση κεφαλαίου παρατηρούμε γύρω στο 1812 - 1814, όταν τα υδραίικα και σπετσιώτικα πλοία έσπαγαν τον αποκλεισμό που είχαν επιβάλλει οι Αγγλοι στα γαλλικά και γαλλοκρατούμενα λιμάνια και διεξήγαγαν - με πολύ ηρωισμό, είναι αλήθεια - μαύρη αγορά. Παρά, ωστόσο, την κάμψη αυτή που προαναφέραμε, οι αντικειμενικές προϋποθέσεις για τη διαμόρφωση της αστικής τάξης έχουν ήδη τεθεί.
Ενα σημαντικό ζήτημα είναι εκείνο των παροικιών. Η Οθωμανική Αυτοκρατορία, από τη μια ευνοούσε, αντικειμενικά, τη διαμόρφωση της αστικής τάξης των Ελλήνων, ακριβώς επειδή τη χρειαζόταν, από την άλλη όμως την παρεμπόδιζε, όντας η ίδια ένα κράτος του οποίου το θεσμικό πλαίσιο ανταποκρινόταν σε φεουδαρχικές σχέσεις παραγωγής. Οι Ελληνες, για να μπορέσουν να ασκήσουν τις δραστηριότητες τους κάτω από καλύτερες συνθήκες, εξακτινώνονταν σε ολόκληρη σχεδόν την Ευρώπη, ιδρύοντας παροικίες. Στο βαλκανικό και κεντροευρωπαϊκό χώρο, οι Ελληνες ελέγχουν τις χερσαίες μεταφορές, όπως ελέγχουν και ένα μεγάλο μέρος των θαλασσίων μεταφορών στην ανατολική Μεσόγειο. Υπάρχουν και οι περιπτώσεις Ελλήνων επιχειρηματιών, των οποίων η έδρα των επιχειρήσεων βρίσκεται μέσα στον οθωμανικό χώρο, αλλά οι επιχειρηματικές τους δραστηριότητες εκτείνονται και στο εξωτερικό.
Μια λοιπόν ιδιαιτερότητα της υπό διαμόρφωση ελληνικής αστικής τάξης είναι το γεγονός ότι δεν αναπτύσσει τις δραστηριότητες της σε ενιαίο γεωγραφικό χώρο. Είναι οι δραστηριότητες που δημιουργούν το «δίχτυ» που δένει μεταξύ τους τα διάφορα κομβικά σημεία στα οποία αυτή δρα και λειτουργεί σαν ενοποιητικό στοιχείο της ίδιας της τάξης. Οι Ελληνες των παροικιών συνεισφέρουν και ως προς το εξής: ζώντας σε κέντρα του εξωτερικού, έρχονται περισσότερο σε επαφή με το διαφωτισμό και τα «γαλλικά γράμματα» και συντελούν πολύ ουσιαστικά στη διαμόρφωση ιδεολογίας και πολιτικών στόχων για ολόκληρη την τάξη.
Η ιδεολογία αυτή είναι εθνική ιδεολογία: η ανάγκη διαμόρφωσης ενιαίας εσωτερικής αγοράς οδηγεί στη διατύπωση του αιτήματος για συγκρότηση εθνικού κράτους. Οι έντονες πολιτισμικές και γλωσσικές μνήμες του ελλαδικού χώρου βοηθούν ουσιαστικά στη διαμόρφωση ελληνικής εθνικής συνείδησης. Ετσι, στο βαλκανικό χώρο, το ελληνικό έθνος (μαζί με το σερβικό) είναι το πρώτο που συγκροτείται ως τέτοιο και που διεκδικεί τη συγκράτηση του κράτους του, με πρωτοπόρο και καθοδηγητική δύναμη την αστική τάξη.
Οι δυνάμεις της Επανάστασης
Βέβαια, δεν είναι μόνο η αστική τάξη που πήρε μέρος στην Επανάσταση του '21. (Ενδεχομένως, δεν πήρε μέρος ούτε το σύνολο της αστικής τάξης και, πάντως, δεν πήραν μέρος όλα τα στρώματα που τη συναποτελούσαν έχοντας τους ίδιους στόχους και τις ίδιες βλέψεις για το μελλοντικό ελληνικό κράτος). Ωστόσο, αυτή έδωσε τόσο το ιδεολογικό της στίγμα, όσο και, εν πολλοίς, την πολιτική φυσιογνωμία του κράτους που προέκυψε από την Επανάσταση: Αυτό φαίνεται και από τα Συντάγματα τα οποία ψηφίστηκαν στη διάρκεια του αγώνα και τα οποία ήταν τα προοδευτικότερα που είχαν ψηφιστεί μέχρι τότε σε ολόκληρο τον κόσμο. Το αν τώρα τα Συντάγματα αυτά δε βρήκαν αμιγώς την έκφραση τους στο νεοσύστατο ελληνικό κράτος καθώς και το γεγονός ότι οι εξελίξεις στην οικονομική του βάση παρουσίασαν μια συγκεκριμένη υστέρηση (για παράδειγμα, όσον αφορά στην εκβιομηχάνιση της χώρας) είναι ένα τεράστιο ζήτημα που σχετίζεται τόσο με το διεθνή συσχετισμό δυνάμεων και τη σχέση της Ελλάδας με τις μεγάλες δυνάμεις της εποχής, όσο και (κυρίως) με διαδικασίες οικονομικές και κοινωνικές που επιχωριάζουν και χαρακτηρίζουν το χώρο.
Μια από αυτές τις διαδικασίες είναι ο ρόλος της αγροτιάς στην Επανάσταση και η ενσωμάτωση της στο ελληνικό κράτος. Στις περιοχές όπου επικράτησε η Επανάσταση, κυρίαρχη παραγωγική μονάδα ήταν ο μικρός ελεύθερος κλήρος. Υπήρχαν ωστόσο και όχι λίγοι ακτήμονες αγρότες. Αυτή η αγροτιά (από την οποία, κατά τεκμήριο, προέρχονταν τα ένοπλα σώματα της Επανάστασης) αποτέλεσε και τον ουσιαστικό αιμοδότη της: Πληττόμενη κυρίως από τη δημοσιονομική πολιτική των Οθωμανών, είδε στον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα ένα βασικό όρο για την επιβίωση της. Υπερασπίστηκε τον κλήρο της με τα όπλα και διεκδίκησε έντονα τη διανομή των λεγόμενων "εθνικών γαιών" (των κτημάτων που άφησαν πίσω τους οι Οθωμανοί). Ετσι, και στο ελεύθερο ελληνικό κράτος, η κυρίαρχη παραγωγική μονάδα (μέχρι τουλάχιστον την ενσωμάτωση της Θεσσαλίας) ήταν ο μικρός ελεύθερος κλήρος. Το γεγονός αυτό δυσκόλεψε, ενδεχομένως, την προοπτική δημιουργίας μιας ευρείας ανθρώπινης μάζας που θα μπορούσε να αποτελέσει το πρόπλασμα της εργατικής τάξης, κάτι που είχε την αντανάκλαση του και στην υστέρηση της εκβιομηχάνισης της χώρας.
Ωστόσο, και πέρα από αυτές τις ιδιαιτερότητες, η Ελληνική Επανάσταση του 1821 παραμένει μία αστική επανάσταση και ανάλογος είναι και ο χαρακτήρας του κράτους που συγκρότησε. Με αυτή λοιπόν την έννοια, επανέρχομαι στον αρχικό μου ισχυρισμό, ότι δηλαδή η Ελληνική Επανάσταση αποτέλεσε τον καταλύτη στη διαδικασία μετάβασης του ελλαδικού χώρου - Ίσως και ευρύτερα του βαλκανικού - στον καπιταλισμό και, από αυτή την άποψη, είναι ένα από τα σημαντικότερα, σε παγκόσμιο επίπεδο, γεγονότα των αρχών του 19ου αιώνα, θα προσέθετα, κλείνοντας, και μια άλλη, πολύ σημαντική προσφορά του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα των Ελλήνων: Αν και η έκρηξη της Επανάστασης συνέπεσε με τη φαινομενική κατίσχυση και κυριαρχία των πιο αντιδραστικών δυνάμεων της εποχής, ωστόσο το συμβατό του χαρακτήρα της με τις νομοτέλειες και τις αναγκαιότητες της ιστορικής περιόδου οδήγησε στην επικράτηση της και βοήθησε στο να δημιουργηθούν ρήξεις στους ίδιους τους διαμορφωμένους συσχετισμούς δυνάμεων σε διεθνές επίπεδο.
Η γοργή των Ελλήνων ανάπτυξη
Ο 18ος αιώνας είναι ο αιώνας της μεγάλης αστικής ανάπτυξης του οθωμανικού χώρου, με κύριο φορέα τους Ελληνες. Ναυτιλία και ναυπηγική είναι, όπως είπαμε, η κύρια πηγή του πλούτου τους. Ηδη, αναφέραμε ορισμένα από τα αίτια της ανάπτυξης αυτής. Σημαντικός παράγοντας ανάμεσα τους είναι και ένας εξωοικονομικός τρόπος συσσώρευσης κεφαλαίου, η πειρατεία, στην οποία επιδίδονταν με όχι μικρή επιτυχία οι Ελληνες καραβοκύρηδες.
Ιδιαίτερη, πάντως, ώθηση σε αυτές τις δραστηριότητες δίνει η περίφημη Συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή, ανάμεσα στη Ρωσία και την Οθωμανική Αυτοκρατορία (1776), σύμφωνα με την οποία τα ελληνικά πλοία θα μπορούσαν να μεταφέρουν ρωσικό σιτάρι με ρωσική σημαία.
Μεγάλη ναυτιλιακή ανάπτυξη συναντάμε κυρίως στη Δυτική Ελλάδα (στα παράλια της Αιτωλοακαρνανίας και της Ηπείρου). Η μετέπειτα πόλη - σύμβολο του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα, το Μεσολόγγι, ήταν πρωτοπόρο στη ναυπήγηση πλοίων και στα θαλασσινά ταξίδια. Από κοντά και τα γειτονικά Γαλαξίδι και Αιτωλικό, ενώ αναμφισβήτητη και πολύ γνωστή είναι η ναυτιλιακή δραστηριότητα των νησιών του Αιγαίου. Οι Ελληνες καπεταναίοι είναι, ως επί το πλείστον, «εμπορο-καπεταναίοι». Εμπορεύονται δηλαδή τόσο ξένα προϊόντα άσο και δικά τους. Στις ναυτιλιακές επιχειρήσεις των πόλεων που προαναφέραμε, φαίνεται εξάλλου ότι επενδύουν μεγάλοι εμπορικοί οίκοι της δυτικής Ελλάδας, της Αχαΐας και της Ηπείρου.
Ενα σοβαρό ζήτημα που, ενδεχομένως, περιμένει ακόμα το μελετητή του, είναι οι σχέσεις παραγωγής που διαμορφώνονται στα πλαίσια της ελληνικής ναυτιλίας. Η πιο διαδομένη εκδοχή θεωρεί τη σχέση ανάμεσα στον πλοιοκτήτη και τους ναύτες του σχέση εταιρική που εκφράζεται με τη συμμετοχή του «τσούρμου» στα κέρδη των επιχειρήσεων. Ωστόσο, η φανερή ανισότητα και ο αναλογικός χαρακτήρας των αποδοχών των πληρωμάτων, μαρτυρά μάλλον υπέρ μιας συγκαλυμμένης μορφής μισθοδοσίας.
Εκτός από τη ναυτιλία, φαίνεται ότι, κατά το 18° και στις αρχές του 19ου αιώνα, υπάρχει και μια σημαντική ανάπτυξη στη βιοτεχνία του οθωμανοκρατούμενου χώρου. Περιπτώσεις όπως της «συντροφιάς» των Αμπελακίων, καθώς και η υψηλή αστική ανάπτυξη των Ιωαννίνων, επί Αλή Πασά, είναι αρκετά γνωστές. Σύμφωνα με το Β. Κρεμμυδά, γύρω στα 1800, η βιοτεχνική - βιομηχανική παραγωγή στον οθωμανοκρατούμενο ελλαδικά χώρο καλύπτει το 30% της συνολικής παραγωγής. Ο Κρεμμυδάς μάλιστα αναφέρεται σε πραγματική βιομηχανική έκρηξη, θεωρώντας ως κύριες βιοτεχνικές - βιομηχανικές δραστηριότητες τη θαλάσσια βιομηχανία (ναυτιλία), την υφαντουργία - νηματουργία και τη σαπωνοποιία. Αυτή η βιομηχανική άνθηση ανακόπτεται τις παραμονές της επανάστασης, για λόγους οι οποίοι δεν έχουν ακόμη απολύτως διερευνηθεί. Μια τελευταία ώθηση στη συσσώρευση κεφαλαίου παρατηρούμε γύρω στο 1812 - 1814, όταν τα υδραίικα και σπετσιώτικα πλοία έσπαγαν τον αποκλεισμό που είχαν επιβάλλει οι Αγγλοι στα γαλλικά και γαλλοκρατούμενα λιμάνια και διεξήγαγαν - με πολύ ηρωισμό, είναι αλήθεια - μαύρη αγορά. Παρά, ωστόσο, την κάμψη αυτή που προαναφέραμε, οι αντικειμενικές προϋποθέσεις για τη διαμόρφωση της αστικής τάξης έχουν ήδη τεθεί.
Ενα σημαντικό ζήτημα είναι εκείνο των παροικιών. Η Οθωμανική Αυτοκρατορία, από τη μια ευνοούσε, αντικειμενικά, τη διαμόρφωση της αστικής τάξης των Ελλήνων, ακριβώς επειδή τη χρειαζόταν, από την άλλη όμως την παρεμπόδιζε, όντας η ίδια ένα κράτος του οποίου το θεσμικό πλαίσιο ανταποκρινόταν σε φεουδαρχικές σχέσεις παραγωγής. Οι Ελληνες, για να μπορέσουν να ασκήσουν τις δραστηριότητες τους κάτω από καλύτερες συνθήκες, εξακτινώνονταν σε ολόκληρη σχεδόν την Ευρώπη, ιδρύοντας παροικίες. Στο βαλκανικό και κεντροευρωπαϊκό χώρο, οι Ελληνες ελέγχουν τις χερσαίες μεταφορές, όπως ελέγχουν και ένα μεγάλο μέρος των θαλασσίων μεταφορών στην ανατολική Μεσόγειο. Υπάρχουν και οι περιπτώσεις Ελλήνων επιχειρηματιών, των οποίων η έδρα των επιχειρήσεων βρίσκεται μέσα στον οθωμανικό χώρο, αλλά οι επιχειρηματικές τους δραστηριότητες εκτείνονται και στο εξωτερικό.
Μια λοιπόν ιδιαιτερότητα της υπό διαμόρφωση ελληνικής αστικής τάξης είναι το γεγονός ότι δεν αναπτύσσει τις δραστηριότητες της σε ενιαίο γεωγραφικό χώρο. Είναι οι δραστηριότητες που δημιουργούν το «δίχτυ» που δένει μεταξύ τους τα διάφορα κομβικά σημεία στα οποία αυτή δρα και λειτουργεί σαν ενοποιητικό στοιχείο της ίδιας της τάξης. Οι Ελληνες των παροικιών συνεισφέρουν και ως προς το εξής: ζώντας σε κέντρα του εξωτερικού, έρχονται περισσότερο σε επαφή με το διαφωτισμό και τα «γαλλικά γράμματα» και συντελούν πολύ ουσιαστικά στη διαμόρφωση ιδεολογίας και πολιτικών στόχων για ολόκληρη την τάξη.
Η ιδεολογία αυτή είναι εθνική ιδεολογία: η ανάγκη διαμόρφωσης ενιαίας εσωτερικής αγοράς οδηγεί στη διατύπωση του αιτήματος για συγκρότηση εθνικού κράτους. Οι έντονες πολιτισμικές και γλωσσικές μνήμες του ελλαδικού χώρου βοηθούν ουσιαστικά στη διαμόρφωση ελληνικής εθνικής συνείδησης. Ετσι, στο βαλκανικό χώρο, το ελληνικό έθνος (μαζί με το σερβικό) είναι το πρώτο που συγκροτείται ως τέτοιο και που διεκδικεί τη συγκράτηση του κράτους του, με πρωτοπόρο και καθοδηγητική δύναμη την αστική τάξη.
Οι δυνάμεις της Επανάστασης
Βέβαια, δεν είναι μόνο η αστική τάξη που πήρε μέρος στην Επανάσταση του '21. (Ενδεχομένως, δεν πήρε μέρος ούτε το σύνολο της αστικής τάξης και, πάντως, δεν πήραν μέρος όλα τα στρώματα που τη συναποτελούσαν έχοντας τους ίδιους στόχους και τις ίδιες βλέψεις για το μελλοντικό ελληνικό κράτος). Ωστόσο, αυτή έδωσε τόσο το ιδεολογικό της στίγμα, όσο και, εν πολλοίς, την πολιτική φυσιογνωμία του κράτους που προέκυψε από την Επανάσταση: Αυτό φαίνεται και από τα Συντάγματα τα οποία ψηφίστηκαν στη διάρκεια του αγώνα και τα οποία ήταν τα προοδευτικότερα που είχαν ψηφιστεί μέχρι τότε σε ολόκληρο τον κόσμο. Το αν τώρα τα Συντάγματα αυτά δε βρήκαν αμιγώς την έκφραση τους στο νεοσύστατο ελληνικό κράτος καθώς και το γεγονός ότι οι εξελίξεις στην οικονομική του βάση παρουσίασαν μια συγκεκριμένη υστέρηση (για παράδειγμα, όσον αφορά στην εκβιομηχάνιση της χώρας) είναι ένα τεράστιο ζήτημα που σχετίζεται τόσο με το διεθνή συσχετισμό δυνάμεων και τη σχέση της Ελλάδας με τις μεγάλες δυνάμεις της εποχής, όσο και (κυρίως) με διαδικασίες οικονομικές και κοινωνικές που επιχωριάζουν και χαρακτηρίζουν το χώρο.
Μια από αυτές τις διαδικασίες είναι ο ρόλος της αγροτιάς στην Επανάσταση και η ενσωμάτωση της στο ελληνικό κράτος. Στις περιοχές όπου επικράτησε η Επανάσταση, κυρίαρχη παραγωγική μονάδα ήταν ο μικρός ελεύθερος κλήρος. Υπήρχαν ωστόσο και όχι λίγοι ακτήμονες αγρότες. Αυτή η αγροτιά (από την οποία, κατά τεκμήριο, προέρχονταν τα ένοπλα σώματα της Επανάστασης) αποτέλεσε και τον ουσιαστικό αιμοδότη της: Πληττόμενη κυρίως από τη δημοσιονομική πολιτική των Οθωμανών, είδε στον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα ένα βασικό όρο για την επιβίωση της. Υπερασπίστηκε τον κλήρο της με τα όπλα και διεκδίκησε έντονα τη διανομή των λεγόμενων "εθνικών γαιών" (των κτημάτων που άφησαν πίσω τους οι Οθωμανοί). Ετσι, και στο ελεύθερο ελληνικό κράτος, η κυρίαρχη παραγωγική μονάδα (μέχρι τουλάχιστον την ενσωμάτωση της Θεσσαλίας) ήταν ο μικρός ελεύθερος κλήρος. Το γεγονός αυτό δυσκόλεψε, ενδεχομένως, την προοπτική δημιουργίας μιας ευρείας ανθρώπινης μάζας που θα μπορούσε να αποτελέσει το πρόπλασμα της εργατικής τάξης, κάτι που είχε την αντανάκλαση του και στην υστέρηση της εκβιομηχάνισης της χώρας.
Ωστόσο, και πέρα από αυτές τις ιδιαιτερότητες, η Ελληνική Επανάσταση του 1821 παραμένει μία αστική επανάσταση και ανάλογος είναι και ο χαρακτήρας του κράτους που συγκρότησε. Με αυτή λοιπόν την έννοια, επανέρχομαι στον αρχικό μου ισχυρισμό, ότι δηλαδή η Ελληνική Επανάσταση αποτέλεσε τον καταλύτη στη διαδικασία μετάβασης του ελλαδικού χώρου - Ίσως και ευρύτερα του βαλκανικού - στον καπιταλισμό και, από αυτή την άποψη, είναι ένα από τα σημαντικότερα, σε παγκόσμιο επίπεδο, γεγονότα των αρχών του 19ου αιώνα, θα προσέθετα, κλείνοντας, και μια άλλη, πολύ σημαντική προσφορά του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα των Ελλήνων: Αν και η έκρηξη της Επανάστασης συνέπεσε με τη φαινομενική κατίσχυση και κυριαρχία των πιο αντιδραστικών δυνάμεων της εποχής, ωστόσο το συμβατό του χαρακτήρα της με τις νομοτέλειες και τις αναγκαιότητες της ιστορικής περιόδου οδήγησε στην επικράτηση της και βοήθησε στο να δημιουργηθούν ρήξεις στους ίδιους τους διαμορφωμένους συσχετισμούς δυνάμεων σε διεθνές επίπεδο.
Της Δώρας ΜΟΣΧΟΥ*
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Tα σχόλια στο μπλοκ πρέπει να συνοδεύονται από ένα ψευδώνυμο, ενσωματωμένο στην αρχή ή το τέλος του κειμένου, άν δεν υπάρχει εγγραφή στον blogger ή άλλη διαδυκτιακή υπηρεσία (βλέπε όροι σχολιασμού στο πάνω μέρος της σελίδας).
Ανώνυμα και υβριστικά σχόλια μπορούν να διαγράφονται χωρίς άλλη προειδοποίηση.