«Η Ελλάς ευγνωμονούσα»
Εθνική Πινακοθήκη, πίνακας του Θ. Βρυζάκη
|
Ο εθνικοαπελευθερωτικός και κοινωνικός ο χαρακτήρας της επανάστασης
Η μεγάλη Ελληνική Επανάσταση του 1821 αποτελεί ίσως το σημαντικότερο γεγονός του πρώτου τετάρτου του 19ου αιώνα στην ευρωπαϊκή ήπειρο, αλλά και ένα από τα σημαντικότερα στον κόσμο. Μακριά από μας κάθε εθνικιστική θεώρηση της ιστορικής πραγματικότητας: Αν ισχυριζόμαστε κάτι τέτοιο, αυτό συμβαίνει γιατί, κατά τη γνώμη μας, η Ελληνική Επανάσταση συμπυκνώνει στον ανώτατο δυνατό βαθμό όλα τα στοιχεία που χαρακτήρισαν τις μεγάλες επαναστάσεις των λαών την ίδια αυτή περίοδο: τον εθνικοαπελευθερωτικό χαρακτήρα πολλών από αυτές και την ταυτόχρονη προσπάθεια της αστικής τάξης να κατακτήσει την εξουσία και να θεμελιώσει το κράτος της.
Ο εθνικοαπελευθερωτικός χαρακτήρας της Επανάστασης είναι προφανής και μη αμφισβητήσιμος. Ωστόσο, θαρρώ ότι προβάλλει σε ένα πρώτο επίπεδο ανάγνωσης της ιστορικής πραγματικότητας. Από την άλλη, χάρη στη σπουδαία συμβολή της μαρξιστικής ιστοριογραφίας, κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί τις ταξικές παραμέτρους που οδήγησαν στην έκρηξη της. Προσπαθώ να γίνω ακριβέστερη: Ο εθνικοαπελευθερωτικός και ο ταξικός χαρακτήρας της Επανάστασης του '21 όχι μόνο δεν αντιπαρατίθενται και δεν αλληλοαναιρούνται, αλλά προϋποθέτουν και συνεπάγονται ο ένας τον άλλο.Το έθνος είναι προϊόν της διαμόρφωσης του καπιταλισμού. Η διαμορφούμενη, μέσα στα πλαίσια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, αστική τάξη των Ελλήνων, για να ολοκληρώσει την ανάπτυξη των οικονομικών λειτουργιών και δραστηριοτήτων της, θέτει ως προϋπόθεση τη δημιουργία εθνικού αστικού κράτους, άρα ενιαίας αγοράς. Από αυτή την άποψη, η μεγάλη Επανάσταση των Ελλήνων είναι αδιανόητη χωρίς την προηγούμενη ανάπτυξη - έστω και όχι πάντα ολοκληρωμένα - καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής στον οθωμανοκρατούμενο ελλαδικό χώρο (ή και έξω από αυτόν, αλλά πάντα σε συνάρτηση με αυτόν). Ετσι, αν σε ένα πρώτο επίπεδο ανάγνωσης, όπως είπα προηγουμένως, είναι φανερός ο εθνικοαπελευθερωτικός χαρακτήρας της Επανάστασης, στο βάθος αυτή αποτελεί τον καταλύτη στη διαδικασία μετάβασης του χώρου στον καπιταλισμό.
Ποιες είναι όμως οι κινητήριες δυνάμεις της Ελληνικής Επανάστασης; Ποια είναι τα οικονομικά και κοινωνικά (ταξικά, σε τελευταία ανάλυση) χαρακτηριστικά τους, ποιες οι λειτουργίες τους μέσα στη δομή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ποια η ιστορική τους πορεία και ποιες οι επιδιώξεις τους; Οπωσδήποτε, καθοδηγητικό ρόλο ανάμεσα σε όλες αυτές παίζει η διαμορφούμενη αστική τάξη, την οποία θα προσπαθήσουμε να γνωρίσουμε λίγο καλύτερα, όσο τουλάχιστον μας επιτρέπει ο χώρος που έχουμε μπροστά μας.
Πρόπλασμα των αστικών σχέσεων
«Το στρατόπεδο του Καραϊσκάκη»,
Εθνική Πινακοθήκη, πίνακας του Θ. Βρυζάκη
|
Φανερώματα αστικών δραστηριοτήτων και λειτουργιών στον οθωμανοκρατούμενο ελλαδικό (αλλά και βαλκανικό και μικρασιατικό) χώρο έχουμε από πολύ νωρίς, από τους πρώτους κιόλας αιώνες της κατάκτησης. Ωστόσο, αυτές οι αστικές δραστηριότητες λειτουργούσαν παραπληρωματικά ως προς ένα σύστημα που συνδύασε (και μάλιστα με επιτυχία, όσον αφορά τα οικονομικά και κοινωνικά αποτελέσματα) τις προϋπάρχουσες φεουδαρχικές δομές του κατακτημένου βυζαντινού χώρου με τις διαδικασίες μετάβασης των Οθωμανών Τούρκων από την κοινωνία των γενών στη φεουδαρχία. Αυτό το ιδιότυπο μόρφωμα εκφράζεται κυρίως μέσα από το τιμαριωτικό σύστημα: η γη ανήκει στο σουλτάνο (ως εκπρόσωπο του κοινού), ο οποίος την παραχωρεί προς νομή και εκμετάλλευση στους αξιωματούχους του. Τους δύο πρώτους αιώνες της κατάκτησης, αυτό το σύστημα αποδίδει καρπούς: Από τη μια, αποδυναμώνει τους φεουδάρχες και απελευθερώνει τους χωρικούς από τις φεουδαρχικού τύπου δεσμεύσεις. Από την άλλη, βοηθά στην τόνωση της γεωργίας, στη βελτίωση των συνθηκών ζωής στην οθωμανική ύπαιθρο. Γίνονται δρόμοι και άλλα σημαντικά για την εποχή δημόσια έργα, ερημωμένες περιοχές συνοικίζονται, δίνονται οικονομικά κίνητρα στις συντεχνίες. Η αφθονία γεωργικών προϊόντων βοηθά, μεταξύ άλλων, και την ανάπτυξη της οικοτεχνίας και της βιοτεχνίας (που, πάντως, διεξάγονται μέσα στα μεσαιωνικά, συντεχνιακά πλαίσια).
Θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς ότι δίνουμε μια ειδυλλιακή εικόνα των πρώτων αυτών αιώνων της οθωμανικής κυριαρχίας. Η πραγματικότητα βέβαια είναι πολύ πιο περίπλοκη: οι όροι και οι συνθήκες ζωής βελτιώνονται, αλλά μέσα σε μια, όχι πολύ σπάνια στην ιστορία, οπισθοδρόμηση των σχέσεων παραγωγής. Από την άλλη, οι υπερεκτιμημένες από την αστική ιστοριογραφία, αλλά οπωσδήποτε όχι ήπιες διοικητικές μορφές διακυβέρνησης της οθωμανικής αυτοκρατορίας, δεν ήταν ξένες στη λογική και στην πρακτική ούτε των δυτικών δυνάμεων κατά το Μεσαίωνα, αλλά και κατά τη μετάβαση από τη φεουδαρχία στον καπιταλισμό.
Μετά το 16ο αιώνα και το τέλος των κατακτήσεων των Οθωμανών, ολοκληρώνεται η διαδικασία μετάβασης στη φεουδαρχία. Τα παλιά τιμάρια μετατρέπονται σε «τσιφλίκια», που διαφέρουν από τα προηγούμενα ως προς το ότι ο τσιφλικάς έχει πλήρη κυριότητα στο κτήμα του, ενώ ταυτόχρονα και οι σχέσεις ανάμεσα στον τσιφλικά και τον καλλιεργητή προσομοιάζουν πολύ περισσότερο στις φεουδαρχικές. Ωστόσο, το σύστημα των τσιφλικιών δεν είναι και το μόνο σύστημα γαιοκτησίας που ισχύει στην οθωμανική αυτοκρατορία: Επιβιώνει - και μάλιστα ισχυρά - ο μικρός ελεύθερος κλήρος, ιδιαίτερα σε απομονωμένες και άγονες περιοχές, όπως είναι τα βουνά του ελλαδικού χώρου ή τα νησιά του Αιγαίου.
Το γεγονός ότι αυτή η αυτοκρατορία, της οποίας η οικονομία στηρίζεται κατ' εξοχήν στην αγροτική παραγωγή, υπάρχει μέσα σε ένα διεθνές περιβάλλον, που βαδίζει ταχέως προς τον καπιταλισμό, έχει τις επιπτώσεις του σε αυτήν: Από τη μια τα τσιφλίκια, ευκολότερα ελεγχόμενα ως προς το είδος της παραγωγής, προσανατολίζονται στην καλλιέργεια εξαγωγικών προϊόντων. Από την άλλη, δημιουργείται η ανάγκη ύπαρξης εκείνου που θα εξάγει τα προϊόντα, όχι ως πρόσωπο, αλλά ως κοινωνική τάξη. Το εμπόριο (και εδώ πρέπει να τονίσουμε ότι πάντα το εμπορικό κεφάλαιο προηγείται του βιομηχανικού) διεξάγεται από τους ελληνόφωνους - ορθόδοξους κατοίκους της αυτοκρατορίας, αυτούς που θα αποτελέσουν το πρόπλασμα για τη διαμόρφωση του έθνους των Ελλήνων. Η οθωμανική διοίκηση καθόλου δεν αντιτίθεται στο ελληνικό εμπόριο, αντίθετα μάλιστα το ενισχύει, παραχωρώντας σοβαρά διοικητικά και οικονομικά προνόμια στις περιοχές εκείνες που το ασκούν, ιδιαίτερα στα νησιά του Αιγαίου. Επίσης, οι Ασιάτες Οθωμανοί με τη μηδενική ναυτική παράδοση αφήνουν το σύνολο και των ναυτιλιακών δραστηριοτήτων στα χέρια των Ελλήνων.
Ετσι, λοιπόν, ο πρώτος βιομηχανικός κλάδος που αναπτύσσεται στον ελλαδικό χώρο είναι η ναυτιλία και σε άμεση συνάρτηση με αυτήν η ναυπηγική. Οταν, μάλιστα, μετά το 1669 και την απώλεια της Κρήτης, η Βενετία αναδιπλώνεται οριστικά από την Ανατολική Μεσόγειο (με μόνη εξαίρεση την παρουσία της στα Ιόνια νησιά), οι Ελληνες ναυτικοί τη διαδέχονται στο θαλασσινό εμπόριο. Μέσα δε στο 18ο αιώνα, οι Ελληνες έμποροι κατορθώνουν, με καλές προϋποθέσεις, να συναγωνίζονται τους Γάλλους, που είναι οι κυρίαρχοι των εμπορικών δρόμων της Ανατολικής Μεσογείου.
Θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς ότι δίνουμε μια ειδυλλιακή εικόνα των πρώτων αυτών αιώνων της οθωμανικής κυριαρχίας. Η πραγματικότητα βέβαια είναι πολύ πιο περίπλοκη: οι όροι και οι συνθήκες ζωής βελτιώνονται, αλλά μέσα σε μια, όχι πολύ σπάνια στην ιστορία, οπισθοδρόμηση των σχέσεων παραγωγής. Από την άλλη, οι υπερεκτιμημένες από την αστική ιστοριογραφία, αλλά οπωσδήποτε όχι ήπιες διοικητικές μορφές διακυβέρνησης της οθωμανικής αυτοκρατορίας, δεν ήταν ξένες στη λογική και στην πρακτική ούτε των δυτικών δυνάμεων κατά το Μεσαίωνα, αλλά και κατά τη μετάβαση από τη φεουδαρχία στον καπιταλισμό.
Μετά το 16ο αιώνα και το τέλος των κατακτήσεων των Οθωμανών, ολοκληρώνεται η διαδικασία μετάβασης στη φεουδαρχία. Τα παλιά τιμάρια μετατρέπονται σε «τσιφλίκια», που διαφέρουν από τα προηγούμενα ως προς το ότι ο τσιφλικάς έχει πλήρη κυριότητα στο κτήμα του, ενώ ταυτόχρονα και οι σχέσεις ανάμεσα στον τσιφλικά και τον καλλιεργητή προσομοιάζουν πολύ περισσότερο στις φεουδαρχικές. Ωστόσο, το σύστημα των τσιφλικιών δεν είναι και το μόνο σύστημα γαιοκτησίας που ισχύει στην οθωμανική αυτοκρατορία: Επιβιώνει - και μάλιστα ισχυρά - ο μικρός ελεύθερος κλήρος, ιδιαίτερα σε απομονωμένες και άγονες περιοχές, όπως είναι τα βουνά του ελλαδικού χώρου ή τα νησιά του Αιγαίου.
Το γεγονός ότι αυτή η αυτοκρατορία, της οποίας η οικονομία στηρίζεται κατ' εξοχήν στην αγροτική παραγωγή, υπάρχει μέσα σε ένα διεθνές περιβάλλον, που βαδίζει ταχέως προς τον καπιταλισμό, έχει τις επιπτώσεις του σε αυτήν: Από τη μια τα τσιφλίκια, ευκολότερα ελεγχόμενα ως προς το είδος της παραγωγής, προσανατολίζονται στην καλλιέργεια εξαγωγικών προϊόντων. Από την άλλη, δημιουργείται η ανάγκη ύπαρξης εκείνου που θα εξάγει τα προϊόντα, όχι ως πρόσωπο, αλλά ως κοινωνική τάξη. Το εμπόριο (και εδώ πρέπει να τονίσουμε ότι πάντα το εμπορικό κεφάλαιο προηγείται του βιομηχανικού) διεξάγεται από τους ελληνόφωνους - ορθόδοξους κατοίκους της αυτοκρατορίας, αυτούς που θα αποτελέσουν το πρόπλασμα για τη διαμόρφωση του έθνους των Ελλήνων. Η οθωμανική διοίκηση καθόλου δεν αντιτίθεται στο ελληνικό εμπόριο, αντίθετα μάλιστα το ενισχύει, παραχωρώντας σοβαρά διοικητικά και οικονομικά προνόμια στις περιοχές εκείνες που το ασκούν, ιδιαίτερα στα νησιά του Αιγαίου. Επίσης, οι Ασιάτες Οθωμανοί με τη μηδενική ναυτική παράδοση αφήνουν το σύνολο και των ναυτιλιακών δραστηριοτήτων στα χέρια των Ελλήνων.
Ετσι, λοιπόν, ο πρώτος βιομηχανικός κλάδος που αναπτύσσεται στον ελλαδικό χώρο είναι η ναυτιλία και σε άμεση συνάρτηση με αυτήν η ναυπηγική. Οταν, μάλιστα, μετά το 1669 και την απώλεια της Κρήτης, η Βενετία αναδιπλώνεται οριστικά από την Ανατολική Μεσόγειο (με μόνη εξαίρεση την παρουσία της στα Ιόνια νησιά), οι Ελληνες ναυτικοί τη διαδέχονται στο θαλασσινό εμπόριο. Μέσα δε στο 18ο αιώνα, οι Ελληνες έμποροι κατορθώνουν, με καλές προϋποθέσεις, να συναγωνίζονται τους Γάλλους, που είναι οι κυρίαρχοι των εμπορικών δρόμων της Ανατολικής Μεσογείου.
Πηγή: ΡιζοσπάστηςΣυνεχίζεται...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Tα σχόλια στο μπλοκ πρέπει να συνοδεύονται από ένα ψευδώνυμο, ενσωματωμένο στην αρχή ή το τέλος του κειμένου, άν δεν υπάρχει εγγραφή στον blogger ή άλλη διαδυκτιακή υπηρεσία (βλέπε όροι σχολιασμού στο πάνω μέρος της σελίδας).
Ανώνυμα και υβριστικά σχόλια μπορούν να διαγράφονται χωρίς άλλη προειδοποίηση.