Καλωσήλθατε στον Fadomduck2

To παρόν ιστολόγιο αποτελεί φυσική συνέχεια του Fadomduck στο οποίο θα βρείτε συλλογές κειμένων, παραπομπές σε ηλεκτρονικές διευθήνσεις με πολιτικά βιβλία και μουσική, καθώς και μια αρκετά μεγάλη συλλογή με αφίσσες από την Σοβιετική Ενωση (μέχρι και το 1956). Αρχείο με τα άρθρα του Fadomduck #1 θα βρείτε εδώ. O Fadomduck2 όπως και ο προκάτοχος του δηλώνει πως αν και ντρέπεται να κρύψει τις συμπάθειες του, δεν εκπροσωπεί καμμία συλλoγικότητα, παρά μόνο τον εαυτό του. Μπορείτε να επικοινωνήσετε μαζί του στο alepotrypa200@gmail.com

Σάββατο 1 Ιουλίου 2017

Η σημασία της ταξικής ανάλυσης και το Κυπριακό Ζήτημα #2

...Συνέχεια από το προηγούμενο

Το ταξικό πλαίσιο ως πεδίο αντικειμενικής σύγκρουσης: Κριτική στις προ-νεωτερικές αντιλήψεις, στον επιστημολογικό σχετικισμό και στο μεθοδολογικό ατομικισμό

Συναφώς, τα επιστημολογικά και μεθοδολογικά εργαλεία της διαλεκτικό-υλιστικής ανάλυσης που συνθέτουν την μαρξιστική-λενινιστική επιστημονική θεωρία, μας επιτρέπουν να παραμένουμε προσηλωμένοι στο υλικό πεδίο εκεί όπου ξεδιπλώνεται η αντικειμενική σύγκρουση: η ταξική. Και ότι πάνω σε αυτή τη σύγκρουση συναρθρώνονται και μορφοποιούνται όλες οι άλλες συγκρούσεις. Αποφεύγοντας έτσι τις όποιες κοινωνικά κονστρουκτουβιστικές, ιδεαλιστικά ανορθολογικές, νέο-θετικιστικές ή μικρό- κοινωνιολογικές προσεγγίσεις, με τρόπο που η ανάλυση να μην μετατοπίζεται από το πεδίο της ταξικής σύγκρουσης στο πεδίο λ.χ. της εθνοτικής, της πολιτιστικής ή της θρησκευτικής σύγκρουσης. Προσεγγίσεις που κατάδηλα μελετούν αφηρημένα το αιτιατό και αρνούνται την εξήγηση της αίτιας, εστιάζουν αποκλειστικά στο αποτέλεσμα και αγνοούν το πλαίσιο. Τέτοιες προσεγγίσεις, που παραμένουν εγκλωβισμένες σε προ-νεωτερικές παραδοσιακές αντιλήψεις ή εντάσσονται στο ρεύμα του μεταμοντερνισμού αρνούμενες την αντικειμενική πραγματικότητα και τα καθολικά σχήματα σύλληψης των ιστορικών φαινομένων (την ταξική πάλη ως ερμηνευτικό αξίωμα της παγκόσμιας ιστορικής κίνησης), ενώ πολλές φορές παρατηρείται μια αόριστη «τυχαιοποίηση» ή μηχανιστικά νατουραλιστική (μη) κατανόηση της ίδιας της ιστορικής προόδου.

Κυρίαρχη συνεπαγωγή αυτών των αναλύσεων, που αρνούνται την ταξική ανάγνωση των ιστορικό-κοινωνικών φαινομένων, είναι ότι «οι τριβές και τα προβλήματα θα πρέπει να αναζητούνται και να εντοπίζονται στην κοινωνικο-πολιτισμική σφαίρα και όχι στην κοινωνικο-οικονομική σφαίρα.»12 Τέτοια αναζήτηση δεν είναι παρά μια αποσπασματική μελέτη μόνο του συμπτώματος, όπως αναφερθήκαμε ανωτέρω, που «έχει ως μεθοδολογική συνέπεια την ανάδειξη πλευρών, που σε μια ταξική ανάλυση της κοινωνίας αποτελούσαν στοιχεία των υπερδομών, σε κύριο πεδίο των πολιτικών και κοινωνικών συγκρούσεων.»13 Η πλειοψηφία των αναλύσεων αυτών αντλούν «νομιμοποιητικό» έρεισμα «από τον επιστημολογικό σχετικισμό της Μετανεωτερικότητας και την απόρριψη ολιστικών προσεγγίσεων για την κοινωνία και τη στροφή προς μικροκοινωνιολογικές- εθνομεθοδολογικές προσεγγίσεις με στόχο την ανάδειξη της διαφοράς, της πολυσημίας»14 εγκαταλείποντας τη δυνατότητα σχηματισμού καθολικών σχημάτων σύλληψης του κόσμου.
Επομένως, αναπόφευκτα διολισθαίνουν προς ένα ακραίο σχετικισμό, μια ακραία υπαγωγή όλων των εξελίξεων σε πολλαπλές «αλληλοσυγκρουόμενες» υποκειμενικές ερμηνευτικές αναπαραστάσεις (narratives), σε αφηγήματα κατασκευασμένα δια του λόγου (discourse) και προσδίδουν έμφαση στις αντανακλαστικές επιδράσεις και όχι στο αντικείμενο που προκαλεί την αντανάκλαση.
Οι πλείστες τέτοιων προσεγγίσεων ως εκδοχές του (μετά)δομισμού έχουν ούτως ή άλλως ως βασικό αξίωμα και επιστημολογική παραδοχή ότι η πραγματικότητα αποτελεί κοινωνική κατασκευή και επομένως υφίστανται «πολλές πραγματικότητες». Έτσι, για όσους υιοθετούν τέτοιες οπτικές αναλύσεις, μιας και αυτό που χρειαζόμαστε είναι μια ανακατασκευή της πραγματικότητας συμβιβάζοντας διάφορα αφηγήματα, αρκεί απλά να χρησιμοποιήσουμε το λόγο (discourse) ως το διαρκές μέσο προς αυτόν το σκοπό (στο πλαίσιο του εποικοδομήματος). Παίρνοντας το ζήτημα όχι στην ολότητα του, από-αντικειμενικοποιώντας και από-καθολικοποιώντας το, δίνεται από διάφορα μικροαστικά στρώματα και νέο-αριστερούς διανοούμενους μια «υπέρμετρη σημασία στην επικοινωνία σε μια, συχνά αυτοαναφορική και έξω από τις πραγματικότητες της εργατικής τάξης, αναπαραγωγή ιδεών, νομιζόμενοι πως με σωστή επικοινωνιακή προώθηση μπορεί να αλλάξει τις αντικειμενικές υλικές συνθήκες αφού αλλάζει το ”αφήγημα”.»15

Ένα ιδεαλιστικού τύπου, συνεπώς, υπερβατικό άλμα του «διαλεκτικού κονστρουκτουβισμού» σε αντιδιαστολή με το διαλεκτικό άλμα που χρειαζόμαστε στο πεδίο των υλικών και αντικειμενικών συνθηκών. Το τελευταίο αγγίζει την ουσία του Κυπριακού ως «εθνικού ζητήματος», και σε σχέση με μια άλλη πτυχή, παραμένοντας κρίσιμο για το ίδιο το εργατικό ταξικό κίνημα της Κύπρου. Το κατά πόσο δηλαδή (έστω και) επιμέρους στοιχεία της οικονομικής βάσης και κατ’ επέκταση του πολιτικό-κοινωνικού εποικοδομήματος (συμπεριλαμβανομένων των εργασιακών σχέσεων-συνθηκών, της κοινωνικής ασφάλισης, της υγείας, της βιομηχανίας, του εμπορίου, του ενιαίου φορολογικού συστήματος, της ελευθερίας διακίνησης/εγκατάστασης, των εκλογικών διαδικασιών) θα ενοποιηθούν δυναμικά μέσα από μια συνταγματική διευθέτηση του Κυπριακού Ζητήματος ή κατά πόσο θα εδραιωθεί μια μόνιμη αμετάτρεπτη διαίρεση.

Η υφιστάμενη κατάσταση της συνεχιζόμενης εισβολής-κατοχής, όπου σε επίπεδο υλικών συνθηκών (εδαφικών, οικονομικών, κοινωνικών, πολιτικών) ο λαός της Κύπρου παραμένει διαιρεμένος εθνοτικά, έχει εγκλωβίσει εκείνες τις χειραφετικές διεργασίες που θα επέτρεπαν μια διαλεκτική, δυναμική διαδικασία άρσης των εθνοτικών διαχωρισμών. Το εθνοτικό στοιχείο, λόγω αυτού του κοινωνικό-πολιτικού καθεστώτος πραγμάτων, παραμένει ως το «κυρίαρχο πλαίσιο» προσέγγισης της κοινωνικής συγκρότησης της Κύπρου και αναπόδραστα θα καθορίσει μια πολιτειακή ανασύσταση του κυπριακού κράτους. Δεδομένης αυτής της παραμέτρου, το ζήτημα ύπαρξης (από τώρα έστω και μέσα στις δυσμενείς συνθήκες της ντε φάκτο διχοτόμησης) διαδικασιών/πρακτικών που να μετατοπίζουν το πλαίσιο δράσης, από το αμιγώς εθνοτικό (προπολιτικό) προς το ταξικό (πολιτικό), καθίσταται καταλυτικής σημασίας. Να από-πολιτικοποιείται, δηλαδή, μέσα από αυτές τις διαδικασίες η εθνοτική διάσταση της κοινωνικής ταυτότητας και να πολιτικοποιείται η ταξική της υπόσταση.

Ταυτόχρονα, όλο και πιο έντονα παρατηρείται η ανάδυση προσεγγίσεων από διάφορους διανοούμενους, εκπροσώπους των μικρών και μεσαίων αστικών στρωμάτων, που εδράζονται σε ένα «μεθοδολογικό ατομικισμό» θέτοντας τα άτομα ως κεντρικές μονάδες ανάλυσης και πρωταρχικές αναλυτικές κατηγορίες. Συνέπεια τούτων των προσεγγίσεων (ερμηνευτική) είναι να κατανοείται η κοινωνική πραγματικότητα και η ιστορική κίνηση (εν προκειμένω και ο,τι αφορά την εξέλιξη του Κυπριακού Ζητήματος) μέσω των ατομικών επιθυμιών, των προθέσεων, των κινήτρων, της δράσης και των επιλεκτικών δυνατοτήτων που έχουν τα ατομικά υποκείμενα. Ότι το Κυπριακό Ζήτημα, συνεπώς, μπορεί να διευθετηθεί αρκεί να επιδειχθεί η απαιτούμενη «βούληση» από δύο ατομικά υποκείμενα, ότι αρκεί να ενεργοποιηθούν, με βιταλιστική ορμή, τα «ένστικτα» λύσης αφενός από τον Αναστασιάδη και αφετέρου από τον Ακιντζί. Τέτοια αναλυτική προσέγγιση, απολήγει στο συμπέρασμα ότι κύρια και πρωταρχική αιτία για το ότι το Κυπριακό Ζήτημα στην παρούσα ιστορική φάση δεν διευθετείται είναι επειδή ο Αναστασιάδης π.χ. αποφάσισε να μπει σε προεκλογική εκστρατεία ή στο ότι ο Ακιντζί π.χ. σκλήρυνε τη θέση του σε ορισμένα ζητήματα. Χωρίς να σημαίνει ότι αυτά δεν συμβαίνουν, θα πρέπει πίσω από αυτά να αναζητηθούν οι αιτίες, να αναζητηθεί το συγκεκριμένο, η αφετηρία, το πρωτεύον και όχι απλά να παίρνουμε το δεδομένο, το επιφαινόμενο, και το αιτιατό (κατά τρόπο αόριστο) ως αυθύπαρκτο αιτιολογικό στοιχείο.  

Τούτο, λοιπόν, έχει ως μεθοδολογική προέκταση να αποδεσμεύεται, να αποκόπτεται το Κυπριακό Ζήτημα από το ιστορικό-υλιστικό του πλαίσιο (ακόμη και αν δεν είναι η συνειδητή επιλογή όσων υιοθετούν τέτοιες θέσεις), από τα γεωοικονομικά-γεωπολιτικά- γεωστρατηγικά συμφέροντα που το περιβάλλουν, τα περιφερειακά δόγματα ασφαλείας, τις σφαίρες επιρροής και ισχύος, αλλά και τους στόχους που θέτουν διάφορα συλλογικά (υπερατομικά) υποκείμενα/δρώντες τόσο εντός όσο και εκτός Κύπρου. Παρατηρώντας πολλές συζητήσεις που διεξάγονται εντοπίζουμε ότι το «διαπραγματευτικό τραπέζι» αποκτά μια εξωιστορική διάσταση, λες και δεν καθρεφτίζει ένα ισοζύγιο δυνάμεων/συμφερόντων που πατά σε υλικό έδαφος. Επιπρόσθετα, πολλές φορές παρουσιάζεται ότι είναι η «ατομική πολιτική βούληση» στο τραπέζι των συνομιλιών που θα κινήσει την ιστορία, και όχι ότι είναι οι ιστορικές εξελίξεις στο υλικό υπόστρωμα που θα κινήσουν την «ατομική πολιτική βούληση».

Επαναφορά του σημαίνοντος στο σημαινόμενο

Υπό το φως των πιο πάνω, δεν μπορούμε παρά να επιμένουμε και να τονίζουμε πιο εμφαντικά από ποτέ την επικαιρότητα και την αναγκαιότητα να μην εκφεύγουν τα εργαλεία ανάλυσης μας από το ταξικό πλαίσιο και εν γένει τις κοινωνικές τάξεις, χωρίς αυτό να σημαίνει επ’ ουδενί την άρνηση εξέτασης όλων των επιφαινομένων, συμπτωμάτων και αποτελεσμάτων. Επισημαίνεται, συνεπώς, ότι το Κυπριακό δεν είναι (απλά) ένα πρόβλημα σύγκρουσης μεταξύ του ελληνικού και του τουρκικού εθνικισμού, ούτε (μόνο) ζήτημα ανταγωνισμών ανάμεσα στις ντόπιες/περιφερειακές άρχουσες τάξεις, και ούτε στενά (αποκλειστικά) θέμα τουρκικής αναθεωρητικής πολιτικής. Την ίδια στιγμή προφανώς και η επίδειξη «βούλησης» και «τόλμης» από τους δύο ηγέτες δεν αρκεί για να τελεσφορήσει η διαδικασία διευθέτησης του Κυπριακού Ζητήματος. Η ανάλυση του Κυπριακού δεν μπορεί να το αποσπά από την επισταμένη εξέταση των γενικών συμφερόντων (και των επιμέρους διαφορών/διαπάλεων που υπάρχουν στο εσωτερικό) του δυτικού ευρωατλαντικού ιμπεριαλισμού (ΗΠΑ, Εγγλέζοι, Ε.Ε.) στην περιοχή της Αν. Μεσογείου ούτε να το αποκόπτει από τις εξελίξεις στις υπόλοιπες εστίες επέμβασης του ιμπεριαλισμού (π.χ. Μέση Ανατολή – Συριακό, Κουρδικό, Παλαιστινιακό, Υεμένη-, Β. Αφρική, Ουκρανία).

Βάσει αυτού επισημαίνεται, επίσης, ότι μια ανάλυση για το Κυπριακό Ζήτημα δεν μπορεί να θέτει συγκυριακά όλους τους παράγοντες που επηρεάζουν την εξέλιξη του (οικονομία, πολιτική, ιδεολογία, κουλτούρα, ατομική βούληση κ.α.) σε μια μη ιεραρχική δομή. Πόσο μάλλον η σχέση οικονομικής βάσης και υπερδομής να αντιστρέφεται σχετικοποιώντας την πρωταρχική αιτία (π.χ. ιμπεριαλισμός) και ανάγοντας ένα δευτερεύων παράγοντα ως τον πρωταρχικό (π.χ. εθνικισμός, σοβινισμός, βούληση). Τέτοιες προσεγγίσεις αποδεσμεύουν το σημαίνον (πρακτική) από το σημαινόμενο (δομές) και διολισθαίνουν στη φετιχοποίηση του δεδομένου, αποσπώντας το από τις κοινωνικό-οικονομικές διεργασίες που το παράγουν. Τονίζεται ότι στο παρόν κείμενο δεν επιχειρείται μια λεπτομερής ανάγνωση και εξέταση αυτών των ιμπεριαλιστικών συμφερόντων και σχεδιασμών (θα γίνει σε μεταγενέστερο στάδιο), αλλά να αναδειχθεί η καθ’ αυτή σημασία μιας ταξικής ανάλυσης/προσέγγισης εν σχέση με την κατανόηση του Κυπριακού ζητήματος.

Μια τέτοια ανάλυση μας δείχνει τον πρακτικό δρόμο, το γνήσια επαναστατικό ταξικό δρόμο με θεμελιακό στόχο και προοπτική το σοσιαλιστικό-κομμουνιστικό μετασχηματισμό της κοινωνίας. Βέβαια, όχι ως ένα εγχειρίδιο εγγυημένης και απρόσκοπτα διασφαλισμένης επιτυχίας, αλλά ως πυξίδα που σε κατευθύνει μεν προς την αντικειμενικά ορθή πορεία, που χρειάζεται όμως δε την ενεργητική δράση για αντιμετώπιση των εμποδίων που θα συναντήσεις.16 Μέσα από αυτό το δρόμο περνά το Κυπριακό Ζήτημα και οι εγγενείς στοχεύσεις του κυπριακού εργατικού κινήματος (και των κοινωνικών συμμάχων του). Προφανώς ο τερματισμός της παράνομης στρατιωτικής κατοχής και η (επαν)ενοποίηση του κυπριακού λαού ως πολιτειακού υποκειμένου, και κατ’ επέκταση της εργατικής τάξης ως πολιτικού υποκειμένου, δεν σηματοδοτούν από μόνα τους μια αυτοτελή νίκη απέναντι στον καπιταλισμό-ιμπεριαλισμό.

Παρόλα αυτά, υπό συγκεκριμένους όρους και προϋποθέσεις, θα είναι ένα προοδευτικό βήμα για να πάρουμε την ιστορία μπροστά, να βελτιώσουμε τις συνθήκες μέσα από τις οποίες πρέπει να διεξαχθεί η ταξική πάλη, να δημιουργήσουμε τις πρώτες ρωγμές στο σύστημα των καταπιεστικών και εκμεταλλευτικών σχέσεων. Βέβαια, αυτοί οι όροι και οι προϋποθέσεις δεν μπορούν να τίθενται κατά τρόπο ουσιοκρατικό και αόριστο πίσω από ένα κενό σύνθημα «ειρήνης» που εξυπηρετεί στο περιεχόμενο του συγκεκριμένους σχεδιασμούς εις βάρος των συμφερόντων του εργατικού κινήματος. Η μαρξιστική θέση δεν μπαίνει στην ίδια γραμμή με την αστική ρεφορμιστική θέση που συσκοτίζει και αποκρύβει τα συμφέροντα που υπάρχουν πίσω από «ειρηνευτικές διαδικασίες». Αντιθέτως, όπως τονίζει ο Λένιν,
«ο αγώνας για μια τέτοια ειρήνη δεν συνίσταται στην επανάληψη γενικών,
κούφιων, αγαθών και μελιστάλακτων πασιφιστικών φράσεων, που δεν λένε τίποτε και ούτε
υποχρεώνουν σε τίποτε, οι οποίες στην πράξη μόνο εξωραΐζουν την ιμπεριαλιστική βρομιά,
αλλά στο να διακηρύξουμε στους λαούς την αλήθεια.»17
Με τον ίδιο τρόπο, σε τέτοιες εκτιμήσεις που αφορούν μια «ειρηνευτική διαδικασία» και συνεπώς σε ο,τι αφορά το Κυπριακό Ζήτημα, η ταξική ανάλυση δεν πρέπει να διολισθαίνει σε «φιλισταϊκές κοινοτοπίες, ξεχνώντας τη συγκεκριμένη ιστορική κατάσταση, τη συγκεκριμένη πραγματικότητα της πάλης μεταξύ των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων.»18
Γιατί ακριβώς «’’οι κατ’ αρχήν συμφιλιωτές’’ θα δοκιμάσουν να σερβίρουν την πλαστογράφηση του μαρξισμού με το πνεύμα, λ.χ., ενός τέτοιου συλλογισμού: Οι μεταρρυθμίσεις δεν αποκλείουν την επανάσταση, η ιμπεριαλιστική ειρήνη, με ορισμένες “βελτιώσεις” των συνόρων των εθνοτήτων ή του διεθνούς δικαίου ή των εξόδων του προϋπολογισμού για εξοπλισμούς κτλ., είναι δυνατή παράλληλα με το επαναστατικό κίνημα ως “ένα από τα στοιχεία ανάπτυξης” αυτού του κινήματος και τα λοιπά και τα παρόμοια.»19 
Εδώ μπαίνουν και τα καθήκοντα του εργατικού-λαϊκού παράγοντα σε ταξική, δια-εθνοτική βάση για άμεση παρέμβαση στο προσκήνιο της ιστορίας, όχι όμως ως χειροκροτητή του ενός ή του άλλου τμήματος της αστικής τάξης, αλλά θέτοντας ως πολιτικό υποκείμενο τα δικά του συμφέροντα, τις δικές του ανάγκες. Εγγράφοντας τους αγώνες του σ’ ένα ευρύτερο διεθνιστικό πρόταγμα χειραφέτησης των λαών τόσο σε περιφερειακό όσο και σε οικουμενικό επίπεδο.
Πηγή: Αγκάρρα
Σημειώσεις:
12Αλεξίου, Θ., ‘Από τις κοινωνικές τάξεις στις στρατηγικές ταυτότητας. Αναδιάρθρωση της παραγωγής και νέα κοινωνικά κινήματα’, ΘΕΣΕΙΣ, Τεύχος 79, περίοδος: Απρίλιος – Ιούνιος 2002, σ.σ. 67 – 84
13 O.π.
14 O.π.
15 http://agkarra.com (Αστικός ιδεαλισμός ως σύγχρονη αριστερή θεωρία)
16 Ο Μαρξ και ο Ένγκελς διατύπωναν πάντα ότι «η διδασκαλία μας δεν είναι δόγμα, μα καθοδήγηση για δράση» (Βλ. Κ. Μαρξ και Φρ. Ένγκελς, 1953, Διαλεχτά Γράμματα, σελ. 396-399)
17 https://www.marxists.org/archive/lenin/works/1917/jan/01.htm V.I. Lenin, 1917, Bourgeois Pacifism and Socialist Pacifism
18 Ο.π.
19 Ο.π.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Tα σχόλια στο μπλοκ πρέπει να συνοδεύονται από ένα ψευδώνυμο, ενσωματωμένο στην αρχή ή το τέλος του κειμένου, άν δεν υπάρχει εγγραφή στον blogger ή άλλη διαδυκτιακή υπηρεσία (βλέπε όροι σχολιασμού στο πάνω μέρος της σελίδας).
Ανώνυμα και υβριστικά σχόλια μπορούν να διαγράφονται χωρίς άλλη προειδοποίηση.