Ένα πολύ σημαντικό άρθρο του Ν.Ζαρταμόπουλου, που πρωτοδημοσιεύθηκε στο Lenin reloaded.*
____________
Μέρος Α’
Εισαγωγή
Νεολογισμοί στην υπηρεσία των ιμπεριαλιστικών εξορμήσεων
Τα πάθη του επιθέτου «ανθρωπιστικός»
Τα σύγχρονα πάθη του «ανθρωπισμού»
Κριτική και «ιερή αγανάκτηση»
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Λέγεται δε ότι μια καραμπόλα πολιτικών σκοπιμοτήτων ήταν εκείνη που οδήγησε στην προσφυγή σε αυτό τον όρο, καθώς οι ΗΠΑ επέμεναν για τους δικούς τους λόγους να μη χρησιμοποιηθεί στην απόφαση για τη Ρουάντα ο όρος «γενοκτονία», ενώ οι Γάλλοι από την πλευρά τους είχαν απόλυτη ανάγκη από έναν ισχυρό ευφημισμό ώστε να ξεχαστεί ο εξοπλισμός και η υποστήριξη που είχαν παράσχει τα προηγούμενα χρόνια στην κυβέρνηση των Χούτου και να δικαιολογηθεί ο πλήρης παραμερισμός της δύναμης του ΟΗΕ που ήδη βρισκόταν στη Ρουάντα.
[2] Υπάρχουν πολλοί ορισμοί που βρίσκει κανείς και στην πλειονότητά τους προέρχονται από ΜΚΟ. Ένα παράδειγμα είναι η σύνοψη που υπάρχει στον ιστότοπο της Humanitarian Coalitionhttp://humanitariancoalition.ca/info-portal/factsheets/what-is-a-humanitarian-crisis. Είναι όμως επίσης ενδιαφέρον να παρατηρηθεί ότι στο επίσημο τεχνικό γλωσσάρι του ΠΟΥ ο όρος «ανθρωπιστική κρίση» αποφεύγεται και περιγράφονται εκτενώς μόνο οι όροι «κρίση», «ανθρωπιστική παροχή βοήθειας», «ανθρωπιστική εκεχειρία»http://www.who.int/hac/about/definitions/en/
[3] Εισηγητής του επιθέτου humanitaire στη γαλλική γλώσσα θεωρείται ο Γάλλος ρομαντικός ποιητής και πολιτικός Αλφόνς ντε Λαμαρτέν (1790-1869) γνωστός στην Ελλάδα ως Λαμαρτίνος, αν και η προέλευσή του είναι μάλλον απροσδιόριστη και «δημοσιογραφική». Από τα γαλλικά ο όρος μεταδόθηκε σε όλες τις γλώσσες. Στα αγγλικά γνώρισε μεγάλη διάδοση η λέξη humanitarian που λειτουργεί και ως επίθετο και ως ουσιαστικό που ταυτίζεται με τον όρο «ανθρωπιστής» (φιλάνθρωπος) σε διάκριση από το συνδεδεμένο με τον κλασικό ουμανισμό humanist. Παρεμφερείς ονοματοποιήσεις υπάρχουν και σε άλλες γλώσσες, όχι όμως στην ελληνική. Ειδικά στα ελληνικά χρησιμοποιείται ο όρος «ανθρωπιστικές σπουδές» για να προσδιορίσει αυτό που στα αγγλικά αποκαλείταιhumanities.
[4] Δυστυχώς δεν έχουμε την πρόσβαση στην ελληνική και παγκόσμια γλωσσολογική βιβλιογραφία που θα χρειαζόταν ώστε να ελέγξουμε τι έχει γραφτεί σχετικά, θεωρούμε όμως απίθανο το ζήτημα να μην έχει τραβήξει την προσοχή της επιστημονικής έρευνας. Θα ήταν ενδιαφέρον επίσης να δει κανείς αν έχει προσελκύσει το ενδιαφέρον των συγκριτικών γλωσσολόγων, μιας και είναι ζήτημα κατά βάση δια-γλωσσικό.
[5] Εξίσου παράδοξος είναι και ο ρόλος του όρου «κρίση» όπως θα δούμε παρακάτω. Με βάση το ότι «κρίση» ουσιαστικά δεν σημαίνει τίποτε άλλο παρά «πολλά θύματα που πρέπει να σωθούν» ο Rony Brauman, επί χρόνια πρόεδρος της ΜΚΟ Γιατροί Χωρίς Σύνορα, παρατηρεί ειρωνικά: «Με βάση την ίδια λογική θα μπορούσαμε να ονομάσουμε ‘τραυματολογική κρίση’ μια καραμπόλα, μια μάχη, έναν βομβαρδισμό ή ένα πογκρόμ, ‘γυναικολογική κρίση’ έναν βιασμό εφόσον καθένα από αυτά τα γεγονότα μας ταράζει συναισθηματικά ενώ οι πρωταγωνιστές τους καταλήγουν πάντα σε έναν τόπο παροχής νοσηλείας». http://www.msf-crash.org/sur-le-vif/1970/01/01/2/vive-la-crise-%28humanitaire%29-/
[6] Είναι τόσο παράδοξη αυτή η χρήση του επιθέτου «ανθρωπιστικός», που είκοσι χρόνια μετά και παρά τη μεγάλη διάδοση των όρων «ανθρωπιστική κρίση» και «ανθρωπιστική καταστροφή» τα ερμηνευτικά λεξικά εξακολουθούν να τους αντιμετωπίζουν με αμηχανία και να μην τους συμπεριλαμβάνουν ως παραδείγματα στα αναλυτικά τους λήμματα (την εκτίμηση αυτή τη στηρίζουμε σε έλεγχο που πραγματοποιήσαμε στα σχετικά λήμματα των πληρέστερων ερμηνευτικών λεξικών της ελληνικής, της αγγλικής και της γαλλικής). Ο λόγος; Δυσκολεύονται να υπαγάγουν αυτές τις εκφράσεις σε κάποιον από τους ορισμούς που δίνουν για το επίθετο, ή καλύτερα αδυνατούν να εξαγάγουν από αυτή τη χρήση έναν νέο ορισμό καθώς αυτός θα ήταν εντελώς αντίθετος με το αρχικό νόημα του όρου. Η εκτίμησή μας αυτή επιβεβαιώνεται και από τη μοναδική αναφορά στον όρο «ανθρωπιστική κρίση» που βρήκαμε στο λήμμα «humanitarian» του επίτομου λεξικού Oxford Pocket Fowler’s Modern English Usage, σελ. 331. Εκεί ο λεξικογράφος αναφέρει τα εξής: « […] έχει αναπτυχθεί μια πιο πρόσφατη ευρύτερη χρήση [ενν. του επιθέτου] που σχετίζεται με πολέμους ή με καταστροφές, όπως στις εκφράσεις ανθρωπιστική κρίση, καταστροφή κτλ., όπου το νόημά του είναι «ο χρήζων ανθρωπιστικής δράσης», κι όπου στην πραγματικότητα έχουμε να κάνουμε με το αντίθετο της αρχικής σημασίας».
[7] Lavoinne, Yves, (2002). L’humanitaire et les médias, Lyon, PUL, σελ. 14
[8] Yves Lavoinne, ό.π., σελ. 15
[9] Rony Brauman, ό.π.
____________
Μέρος Α’
Ο όρος «ανθρωπιστική κρίση»: από την «Επιχείρηση Τιρκουάζ» στο πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ
Μιλώντας στη Βουλή για την κενότητα της φιλολογίας περί «ανθρωπιστικής κρίσης» (που πρόσφατα μάλιστα αναβαθμίστηκε σε κεντρικό σύνθημα του κυβερνητικού προγράμματος του ΣΥΡΙΖΑ) η Αλέκα Παπαρήγα αναφέρθηκε ακροθιγώς και ειρωνικά στην ίδια την παράδοξη αυτή ορολογία, που γνωρίζει μεγάλες δόξες τα τελευταία χρόνια. Οι προσκείμενοι στον ΣΥΡΙΖΑ επαγγελματίες ή ερασιτέχνες opinion makers του Διαδικτύου δεν έχασαν την ευκαιρία: στις υστερικές κραυγές τους ότι δήθεν «το ΚΚΕ αδιαφορεί για όσους υποφέρουν», έσπευσαν να προσθέσουν και την ειρωνεία γι’ αυτή την «ακατανόητη» νύξη της Αλέκας Παπαρήγα. Τι τάχα να έφταιξε στο ΚΚΕ ένας «προδήλου αθωότητας» όρος σαν την «ανθρωπιστική κρίση»; Επιστρατεύτηκαν μάλιστα μέχρι και παλιότερα άρθρα του «Ριζοσπάστη» προκειμένου να αυταποδειχθεί ότι ο όρος είναι «μια χαρά» και ότι πίσω από την αμφισβήτησή του βρίσκεται μια ακατάληπτη ιδεοληψία του «ιερατείου του Περισσού».
Δεν θα περίμενε κανείς κάτι διαφορετικό από τους παλιούς και νέους σοσιαλδημοκράτες και οπορτουνιστές του εργατικού κινήματος, ειδικά σήμερα που συναρπάζονται από τη νέα «ιστορική ευκαιρία» για κυβέρνηση της «Αριστεράς». Όλοι ξέρουν ότι το κριτικό πνεύμα για το οποίο κομψεύονται αποκαλύπτεται σε όλη την αιχμηρότητά του μόνο όταν πρόκειται να θέσει εκτός συζήτησης -με τη ρετσινιά της «ξύλινης γλώσσας»- κάθε κριτική έννοια που ανέπτυξε ο μαρξισμός για την κατανόηση των νόμων της καπιταλιστικής κοινωνίας. Αντίθετα «στομώνει» εντυπωσιακά μπροστά στην ακαταμάχητη γοητεία των κοινών τόπων της αστικής πολιτικής που διαδίδονται μέσω της –τόσο λαγαρής αλήθεια!- δημοσιογραφικής vulgata. Έτσι, ακόμη και η πιο κενή λεκτική φιοριτούρα-γλωσσοδέτης –από αυτές που παράγει καθημερινά η γραφειοκρατία του κράτους των μονοπωλίων βιάζοντας τη λογική και συχνά το ίδιο το γλωσσικό αίσθημα- μπορεί να υιοθετηθεί ασμένως από αυτούς τους οπαδούς του «σοσιαλισμού του 21ου αιώνα», αφού βέβαια υποστεί ολίγη «αριστερή επανερμηνεία». Διότι τέτοιας λογής όρος (γραφειοκρατικής καταγωγής, γλωσσικά προβληματικός και ιδεολογικά αντικριτικός) είναι η «ανθρωπιστική κρίση» που (εναλλάξ με τo δίδυμο κι εξίσου δυσώνυμο αδερφάκι της, την «ανθρωπιστική καταστροφή») κατακλύζουν με την παραδοξολογία τους τον δημόσιο λόγο τα τελευταία είκοσι χρόνια.
Χωρίς λοιπόν είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε ποια ανάλυση ή ποιο σκεπτικό βρίσκεται πίσω από την ορολογική νύξη στην ομιλία της Αλέκας Παπαρήγα, θα αδράξουμε την ευκαιρία και θα αναδείξουμε κάποιες γλωσσικές διαστάσεις της υπόθεσης «ανθρωπιστική κρίση», που πράγματι έχουν περάσει εν πολλοίς απαρατήρητες. Ελπίζουμε ότι ο αναγνώστης θα διαπιστώσει πως αυτές οι γλωσσικές διαστάσεις δεν έχουν απλώς «φιλολογικό ενδιαφέρον» και θα εντοπίσει τις καθόλου αμελητέες ιδεολογικές τους παρενέργειες. Σε επόμενο σημείωμα θα επιστρέψουμε στην πολιτική ουσία της υπόθεσης και θα δούμε πώς εκφράζονται αυτές οι ιδεολογικές παρενέργειες στη σημερινή αξίωση του ΣΥΡΙΖΑ να αντικαταστήσει την ανάλυση των ταξικών αντιθέσεων με την πτωχοπροδρομική κλάψα περί «ανθρωπιστικής κρίσης» και μάλιστα να αναδείξει αυτή την τελευταία σε εξέχοντα κρίκο προτεραιότητας ενός αριστερού και ριζοσπαστικού πρόγραμματος για την εργατική τάξη. Εκεί θα συναντήσουμε ένα ακόμη -κάπως ξεχασμένο σήμερα αλλά πάντοτε επίκαιρο- ιδεολόγημα του συρμού που συνδέεται με αυτή τη νεόκοπη αριστερίζουσα φιλολογία, το ιδεολόγημα του «κοινωνικού αποκλεισμού». Τελικός σκοπός μας είναι να αναδείξουμε την εγγενή και επικίνδυνη τάση του μικροαστικού ριζοσπαστισμού της «αριστεράς και της προόδου» να μυστικοποιεί τη φτώχεια μέσω της διεκτραγώδησής της, να θυματοποιεί όσους πλήττονται από αυτήν και φυσικά να αποτρέπει από κάθε αγώνα εναντίον του καπιταλισμού που τη γεννά.
Ας σημειωθεί προκαταβολικά ότι οι παρατηρήσεις μας σχετικά με τη γλωσσική διάσταση του ζητήματος δεν γίνονται από την επιστημονική σκοπιά ενός –ερασιτέχνη έστω- γλωσσολόγου. Διατυπώνονται ως εύλογες απορίες από τη σκοπιά ενός φυσικού ομιλητή μιας γλώσσας και αξιοποιούν κριτικές που έχουν κατά καιρούς διατυπωθεί απέναντι στην επίμαχη ορολογία. Επίσης το γλωσσικό ζήτημα που θίγουμε δεν αφορά αποκλειστικά την ελληνική απόδοση του όρου, θα μπορούσαμε να πούμε ότι τίθεται με παρεμφερή τρόπο σε όλες τις γλώσσες· αυτό όμως σημαίνει παράλληλα ότι οφείλουμε να είμαστε επιφυλακτικοί σχετικά με ενδεχόμενες διαφοροποιήσεις στον τρόπο που μπαίνει το εν λόγω ζήτημα από τη μια γλώσσα στην άλλη.
Χωρίς λοιπόν είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε ποια ανάλυση ή ποιο σκεπτικό βρίσκεται πίσω από την ορολογική νύξη στην ομιλία της Αλέκας Παπαρήγα, θα αδράξουμε την ευκαιρία και θα αναδείξουμε κάποιες γλωσσικές διαστάσεις της υπόθεσης «ανθρωπιστική κρίση», που πράγματι έχουν περάσει εν πολλοίς απαρατήρητες. Ελπίζουμε ότι ο αναγνώστης θα διαπιστώσει πως αυτές οι γλωσσικές διαστάσεις δεν έχουν απλώς «φιλολογικό ενδιαφέρον» και θα εντοπίσει τις καθόλου αμελητέες ιδεολογικές τους παρενέργειες. Σε επόμενο σημείωμα θα επιστρέψουμε στην πολιτική ουσία της υπόθεσης και θα δούμε πώς εκφράζονται αυτές οι ιδεολογικές παρενέργειες στη σημερινή αξίωση του ΣΥΡΙΖΑ να αντικαταστήσει την ανάλυση των ταξικών αντιθέσεων με την πτωχοπροδρομική κλάψα περί «ανθρωπιστικής κρίσης» και μάλιστα να αναδείξει αυτή την τελευταία σε εξέχοντα κρίκο προτεραιότητας ενός αριστερού και ριζοσπαστικού πρόγραμματος για την εργατική τάξη. Εκεί θα συναντήσουμε ένα ακόμη -κάπως ξεχασμένο σήμερα αλλά πάντοτε επίκαιρο- ιδεολόγημα του συρμού που συνδέεται με αυτή τη νεόκοπη αριστερίζουσα φιλολογία, το ιδεολόγημα του «κοινωνικού αποκλεισμού». Τελικός σκοπός μας είναι να αναδείξουμε την εγγενή και επικίνδυνη τάση του μικροαστικού ριζοσπαστισμού της «αριστεράς και της προόδου» να μυστικοποιεί τη φτώχεια μέσω της διεκτραγώδησής της, να θυματοποιεί όσους πλήττονται από αυτήν και φυσικά να αποτρέπει από κάθε αγώνα εναντίον του καπιταλισμού που τη γεννά.
Ας σημειωθεί προκαταβολικά ότι οι παρατηρήσεις μας σχετικά με τη γλωσσική διάσταση του ζητήματος δεν γίνονται από την επιστημονική σκοπιά ενός –ερασιτέχνη έστω- γλωσσολόγου. Διατυπώνονται ως εύλογες απορίες από τη σκοπιά ενός φυσικού ομιλητή μιας γλώσσας και αξιοποιούν κριτικές που έχουν κατά καιρούς διατυπωθεί απέναντι στην επίμαχη ορολογία. Επίσης το γλωσσικό ζήτημα που θίγουμε δεν αφορά αποκλειστικά την ελληνική απόδοση του όρου, θα μπορούσαμε να πούμε ότι τίθεται με παρεμφερή τρόπο σε όλες τις γλώσσες· αυτό όμως σημαίνει παράλληλα ότι οφείλουμε να είμαστε επιφυλακτικοί σχετικά με ενδεχόμενες διαφοροποιήσεις στον τρόπο που μπαίνει το εν λόγω ζήτημα από τη μια γλώσσα στην άλλη.
Μιλήσαμε για «είκοσι χρόνια κατακλυσμού» από την επίμαχη ορολογία. Κι όμως, αυτή δεν είναι μια απλή έκφραση κατά προσέγγιση, καθώς συμβαίνει φέτος να συμπληρώνονται ακριβώς 20 χρόνια από τότε που ο όρος «ανθρωπιστική κρίση» μπήκε στη διεθνή διπλωματική γλώσσα κι από εκεί, μέσω των ΜΜΕ, στη ζωή μας. Αν και είναι πάντα δύσκολο να προσδιοριστεί ο ακριβής χρόνος εμφάνισης ενός όρου στον δημόσιο λόγο, στη συγκεκριμένη περίπτωση όλα δείχνουν ότι πρωτοχρησιμοποιήθηκε τον Ιούνιο του 1994 στην απόφαση αρ. 929 του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ με την οποία δινόταν το πράσινο φως στα γαλλικά στρατεύματα να ξεκινήσουν τη λεγόμενη «Επιχείρηση Τιρκουάζ» εν μέσω της φριχτής ανθρωποσφαγής των Τούτσι στη Ρουάντα. [1]
Όπως και να έχει, μετά τη ληξιαρχική πράξη γέννησής του, ο όρος «ανθρωπιστική κρίση» γνώρισε μια λαμπρή πορεία ως εξέχον κομμάτι του εκφραστικού μπουκέτου του ιμπεριαλιστικού newspeak, της νεολέκτου δηλαδή που επιστρατεύτηκε για να δικαιολογεί –με προμετωπίδα τον ανθρωπισμό- τις μεταψυχροπολεμικές ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις που ξεκίνησαν τη δεκαετία του ’90 και συνεχίζονται μέχρι τις μέρες μας με τα γνωστά θλιβερά αποτελέσματα. Ειδικά εκείνη την πρώτη περίοδο της «χαρούμενης παγκοσμιοποίησης», πολιτικοί και δημοσιογράφοι συναγωνίζονταν ποιος θα πρωτοπιπιλήσει αυτές τις νέες και εμβαπτισμένες στα νάματα του «ανθρωπισμού» καραμέλες. Διαπρεπείς νομικοί συναγωνίζονταν ποιος θα ορίσει ακριβέστερα τις νέες αυτές έννοιες και θα τις εντάξει ομαλότερα στο νέο διεθνές δίκαιο (που όλοι τότε ήταν βέβαιοι ότι θα ανατείλει).Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι στον ίδιο τον διπλωματικό ορισμό των όρων «ανθρωπιστική κρίση» και «ανθρωπιστική καταστροφή» ήταν κάτι παραπάνω από παρούσα η ιδέα της ιμπεριαλιστικής επέμβασης. Όλοι οι ορισμοί που κατά καιρούς δόθηκαν περιέγραφαν ακριβώς μια κατάσταση εντελώς έκτακτη, που υπερβαίνει τις δυνατότητες των υπαρκτών μηχανισμών παροχής ανθρωπιστικής βοήθειας σε ένα σημείο του πλανήτη και απαιτεί τη συνεργασία πολλών διεθνών θεσμών αλλά και την κινητοποίηση στρατιωτικών δυνάμεων και μέσων, πέραν των κυανόκρανων του ΟΗΕ.[2]
Κριτική σε αυτή τη νεόλεκτο σαφώς και υπήρξε από αριστερούς και ριζοσπάστες σε όλο τον κόσμο. Αυτή η κριτική όμως επικεντρώθηκε -φυσιολογικά και δικαιολογημένα από μια άποψη- στην αιχμή του δόρατος αυτού του μπουκέτου, στην πιο στυφή καραμέλα, αυτήν της «ανθρωπιστικής επέμβασης» και στην πιο ξεδιάντροπη εκδοχή της, την ιδέα του«ανθρωπιστικού πολέμου». Ειδικά η ιδέα του «ανθρωπιστικoύ πολέμου» (που χρησιμοποιήθηκε κατά κόρον για τη νατοϊκή επέμβαση στο Κόσοβο το 1999) θεωρήθηκε από πολλούς μια εξοργιστική «αντίφαση εν τοις όροις», μια σκανδαλώδης έκπτωση του περιεχομένου ενός επιθέτου, που από τον καιρό της Γαλλικής Επανάστασης του 1830 [3] είχε διαδοθεί σε όλες τις γλώσσες και συνδεόταν πάντοτε με ευγενή αισθήματα και ιδεώδη, με την αγάπη και την αρωγή προς τον άνθρωπο, με την προαγωγή της ανθρωπιάς αλλά και της ανθρωπότητας στην ολότητά της.
Όση όμως αγανάκτηση κι αν προκαλούσε ο όρος «ανθρωπιστικός πόλεμος» (ειδικά όταν συγκρινόταν με τους εμφανέστατα άνομους ιμπεριαλιστικούς σκοπούς των όπου γης επεμβάσεων και με τα «καθ’ όλα ανθρωπιστικά» τους αποτελέσματα, δηλαδή τις εκατόμβες των «παράπλευρων απωλειών»), από γλωσσική άποψη δεν είχε τίποτα παράδοξο. Έκπτωση ασφαλώς υπήρχε, προέκυπτε όμως ως συμπέρασμα από μια πραγματολογική εκτίμηση για τη χυδαία αυτή χρήση. Η σημασιολογική λειτουργία της λέξης «ανθρωπιστικός» δεν είχε ουσιαστικά αλλάξει, παρέμενε το ίδιο «θετικό» κι «ευγενές» επίθετο που είτε αναφέρεται στη γενική ιδέα του ανθρωπισμού είτε προσδιορίζει τα κίνητρα ή τον σκοπό μιας πράξης ή δραστηριότητας. Μόνο που εδώ η πράξη ήταν ο πόλεμος, και η χρήση του «ευγενούς» επιθέτου σκόπευε ακριβώς να εξευγενίσει ή και να δικαιώσει τα κίνητρα και τους σκοπούς των ιμπεριαλιστικών πολέμων νέας γενιάς. Ήταν μια ακόμη μορφή άμεσου «ευφημισμού» του αποτρόπαιου. Προκλητικότερος ίσως σε σύγκριση με τους ευφημισμούς του παρελθόντος, γι’ αυτό και ξενίζει αυθόρμητα, πάντως ευφημισμός.
Όπως και να έχει, μετά τη ληξιαρχική πράξη γέννησής του, ο όρος «ανθρωπιστική κρίση» γνώρισε μια λαμπρή πορεία ως εξέχον κομμάτι του εκφραστικού μπουκέτου του ιμπεριαλιστικού newspeak, της νεολέκτου δηλαδή που επιστρατεύτηκε για να δικαιολογεί –με προμετωπίδα τον ανθρωπισμό- τις μεταψυχροπολεμικές ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις που ξεκίνησαν τη δεκαετία του ’90 και συνεχίζονται μέχρι τις μέρες μας με τα γνωστά θλιβερά αποτελέσματα. Ειδικά εκείνη την πρώτη περίοδο της «χαρούμενης παγκοσμιοποίησης», πολιτικοί και δημοσιογράφοι συναγωνίζονταν ποιος θα πρωτοπιπιλήσει αυτές τις νέες και εμβαπτισμένες στα νάματα του «ανθρωπισμού» καραμέλες. Διαπρεπείς νομικοί συναγωνίζονταν ποιος θα ορίσει ακριβέστερα τις νέες αυτές έννοιες και θα τις εντάξει ομαλότερα στο νέο διεθνές δίκαιο (που όλοι τότε ήταν βέβαιοι ότι θα ανατείλει).Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι στον ίδιο τον διπλωματικό ορισμό των όρων «ανθρωπιστική κρίση» και «ανθρωπιστική καταστροφή» ήταν κάτι παραπάνω από παρούσα η ιδέα της ιμπεριαλιστικής επέμβασης. Όλοι οι ορισμοί που κατά καιρούς δόθηκαν περιέγραφαν ακριβώς μια κατάσταση εντελώς έκτακτη, που υπερβαίνει τις δυνατότητες των υπαρκτών μηχανισμών παροχής ανθρωπιστικής βοήθειας σε ένα σημείο του πλανήτη και απαιτεί τη συνεργασία πολλών διεθνών θεσμών αλλά και την κινητοποίηση στρατιωτικών δυνάμεων και μέσων, πέραν των κυανόκρανων του ΟΗΕ.[2]
Κριτική σε αυτή τη νεόλεκτο σαφώς και υπήρξε από αριστερούς και ριζοσπάστες σε όλο τον κόσμο. Αυτή η κριτική όμως επικεντρώθηκε -φυσιολογικά και δικαιολογημένα από μια άποψη- στην αιχμή του δόρατος αυτού του μπουκέτου, στην πιο στυφή καραμέλα, αυτήν της «ανθρωπιστικής επέμβασης» και στην πιο ξεδιάντροπη εκδοχή της, την ιδέα του«ανθρωπιστικού πολέμου». Ειδικά η ιδέα του «ανθρωπιστικoύ πολέμου» (που χρησιμοποιήθηκε κατά κόρον για τη νατοϊκή επέμβαση στο Κόσοβο το 1999) θεωρήθηκε από πολλούς μια εξοργιστική «αντίφαση εν τοις όροις», μια σκανδαλώδης έκπτωση του περιεχομένου ενός επιθέτου, που από τον καιρό της Γαλλικής Επανάστασης του 1830 [3] είχε διαδοθεί σε όλες τις γλώσσες και συνδεόταν πάντοτε με ευγενή αισθήματα και ιδεώδη, με την αγάπη και την αρωγή προς τον άνθρωπο, με την προαγωγή της ανθρωπιάς αλλά και της ανθρωπότητας στην ολότητά της.
Όση όμως αγανάκτηση κι αν προκαλούσε ο όρος «ανθρωπιστικός πόλεμος» (ειδικά όταν συγκρινόταν με τους εμφανέστατα άνομους ιμπεριαλιστικούς σκοπούς των όπου γης επεμβάσεων και με τα «καθ’ όλα ανθρωπιστικά» τους αποτελέσματα, δηλαδή τις εκατόμβες των «παράπλευρων απωλειών»), από γλωσσική άποψη δεν είχε τίποτα παράδοξο. Έκπτωση ασφαλώς υπήρχε, προέκυπτε όμως ως συμπέρασμα από μια πραγματολογική εκτίμηση για τη χυδαία αυτή χρήση. Η σημασιολογική λειτουργία της λέξης «ανθρωπιστικός» δεν είχε ουσιαστικά αλλάξει, παρέμενε το ίδιο «θετικό» κι «ευγενές» επίθετο που είτε αναφέρεται στη γενική ιδέα του ανθρωπισμού είτε προσδιορίζει τα κίνητρα ή τον σκοπό μιας πράξης ή δραστηριότητας. Μόνο που εδώ η πράξη ήταν ο πόλεμος, και η χρήση του «ευγενούς» επιθέτου σκόπευε ακριβώς να εξευγενίσει ή και να δικαιώσει τα κίνητρα και τους σκοπούς των ιμπεριαλιστικών πολέμων νέας γενιάς. Ήταν μια ακόμη μορφή άμεσου «ευφημισμού» του αποτρόπαιου. Προκλητικότερος ίσως σε σύγκριση με τους ευφημισμούς του παρελθόντος, γι’ αυτό και ξενίζει αυθόρμητα, πάντως ευφημισμός.
Αντίθετα, οι καραμελίτσες «ανθρωπιστική κρίση» και «ανθρωπιστική καταστροφή» αποτελούν γλωσσικές παραδοξίες και όχι «πραγματολογικές», όπως ο ευφημισμός του «ανθρωπιστικού πολέμου». Για να συνειδητοποιήσει ένας φυσικός ομιλητής μιας γλώσσας το παράδοξο αυτών των καινοφανών εκφράσεων αρκεί να τις αντιπαραβάλει με όλες τις δυνατές χρήσεις του επιθέτου «ανθρωπιστικός» που ο ίδιος ήξερε μέχρι τη δεκαετία του ’90. Δεν μπορεί παρά να αναγνωρίσει μια χτυπητή διαφορά (που είναι συνάμα κάπως δύσκολο να χαρακτηριστεί, διότι για να προσδιοριστεί επακριβώς το είδος της σημασιολογικής διαφοροποίησης που έχει υποστεί εδώ το επίθετο χρειάζεται προσφυγή σε προχωρημένα εργαλεία γλωσσολογικής ανάλυσης). [4] Ποια είναι αυτή η διαφορά; Τα ουσιαστικά «κρίση» και «καταστροφή» (και μερικά ακόμα όπως το «κατάσταση» -που λέγεται στα αγγλικά και σημαίνει πάλι «κρίση»- ή το «δράμα» κοκ.) σε καμιά περίπτωση δεν έχουν με το επίθετο «ανθρωπιστικός» την ίδια δομική, ας την πούμε, σχέση με αυτήν που έχει το ουσιαστικό με το επίθετο σε συνηθισμένες εκφράσεις όπως «ανθρωπιστικές ιδέες/αισθήματα», «ανθρωπιστική δράση», «ανθρωπιστική βοήθεια» ή ακόμα και στις σκανδαλιστικές εκφράσεις όπως «ανθρωπιστική επέμβαση» και «ανθρωπιστικός πόλεμος». Εδώ το επίθετο «ανθρωπιστικός», μετά από 160 χρόνια διαδρομής που είχε τότε σε όλες τις γλώσσες, εμφανίστηκε για πρώτη φορά να έχει μια εντελώς διαφορετική λειτουργία: από ενδεικτικό των κινήτρων ή των σκοπών μιας πράξης κι από αναφερόμενο στον «ανθρωπισμό» (ό,τι κι αν σημαίνει αυτός), μετατράπηκε σε ενδεικτικό της ένταξης σε μια κατηγορία γεγονότων που εντάσσονται στη σφαίρα της δραστηριότητας των ανθρωπιστικών οργανώσεων.
Αυτό μπορεί να γίνει κατανοητό με τη βοήθεια μιας μικρής ανάλυσης που ο καθένας μπορεί να την κάνει. Η στοιχειώδης ερμηνεία π.χ. της έκφρασης «ανθρωπιστική βοήθεια» μας δίνει προτάσεις όπως: «βοήθεια που παρέχεται για την ανακούφιση κάποιων ανθρώπων που κινδυνεύουν ή υποφέρουν, δηλαδή με ανθρωπιστικό σκοπό», ή πάλι «βοήθεια που παρέχεται από ανθρώπους που εμφορούνται από ανθρωπιστικά αισθήματα σε ανθρώπους που υποφέρουν, δηλαδή με ανθρωπιστικό κίνητρο». Αντίθετα, αν αναλύσουμε στοιχειωδώς τον όρο «ανθρωπιστική κρίση» τότε φτάνουμε σε μια πρόταση του τύπου «κρίση στον τομέα ενδιαφέροντος των οργανώσεων παροχής ανθρωπιστικής βοήθειας». Η «ανθρωπιστική καταστροφή» πάλι –αν και πιο δύσκολα- μπορεί να αναλυθεί με τον ίδιο τρόπο: αν «καταστροφή» είναι μια δυσάρεστη τροπή των πραγμάτων που επιφέρει πολλά ανθρώπινα θύματα, η μόνη επιπλέον πληροφορία που μπορεί να μας δίνει γι’ αυτή την καταστροφή το επίθετο «ανθρωπιστική» είναι ότι πρόκειται επιπλέον για μια «καταστροφή από τη σκοπιά της δράσης αυτών των οργανώσεων», μια αποτυχία δηλαδή να εκπληρώσουν το ανθρωπιστικό τους έργο. Και στις δύο περιπτώσεις λοιπόν το επίθετο «ανθρωπιστικός» αποκτά μια νέα σημασία, γίνεται νοηματικό ισοδύναμο της φράσης «χρήζει παροχής ανθρωπιστικής βοήθειας» ή «άπτεται των αρμοδιοτήτων των οργανώσεων που ειδικεύονται στην ανθρωπιστική δράση». Παύει να αναφέρεται στον σκοπό ή στο κίνητρο της πράξης της βοήθειας και αναφέρεται -μέσω μιας ιδιότυπης μετωνυμίας θα λέγαμε- στην «κρίση», στην «καταστροφή», στο «δράμα» ή στην «έκτακτη κατάσταση», δηλαδή σε μια σειρά από γεγονότα που προκαλούν την πράξη αυτή και τα οποία χρήζουν ανθρωπιστικής πράξης ή δράσης.
Πάλι καλά, θα λέγαμε, που η ιδιότυπη μετωνυμία σταμάτησε σε αυτό το σημείο και δεν έφτασε μέχρι τα ίδια τα γεγονότα που συναπαρτίζουν ή ορίζουν αυτού του είδους τις κρίσεις, τις καταστροφές και τα δράματα, μέχρι τα γεγονότα δηλαδή «που απειλούν τη ζωή μεγάλου αριθμού ανθρώπων» όπως μαθαίνουμε μέσες άκρες από τους επίσημους ορισμούς των διεθνών οργανισμών περί «ανθρωπιστικής κρίσης». Ελπίζουμε δηλαδή να μη φτάσουμε ποτέ ως τον απόλυτο παραλογισμό να δούμε μια μέρα –εκ μετωνυμίας πάλι- να γίνεται λόγος για «ανθρωπιστικούς λιμούς», «ανθρωπιστικές επιδημίες», «ανθρωπιστικές σφαγές και εκατόμβες νεκρών» μόνο και μόνο επειδή τυχαίνει να βρίσκονται στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος και της δράσης των ανθρωπιστικών οργανώσεων. Είναι ήδη αρκούντως παράλογο που τέτοια γεγονότα (ανθρώπινες τραγωδίες που προκαλούνται από φυσικές καταστροφές ή από ανθρώπινες θηριωδίες) αποδίδονται σήμερα (αδιακρίτως μάλιστα) με το ουσιαστικό «κρίση» και που αποκαλούμε αυτή την κρίση «ανθρωπιστική»…[5]
Αυτό μπορεί να γίνει κατανοητό με τη βοήθεια μιας μικρής ανάλυσης που ο καθένας μπορεί να την κάνει. Η στοιχειώδης ερμηνεία π.χ. της έκφρασης «ανθρωπιστική βοήθεια» μας δίνει προτάσεις όπως: «βοήθεια που παρέχεται για την ανακούφιση κάποιων ανθρώπων που κινδυνεύουν ή υποφέρουν, δηλαδή με ανθρωπιστικό σκοπό», ή πάλι «βοήθεια που παρέχεται από ανθρώπους που εμφορούνται από ανθρωπιστικά αισθήματα σε ανθρώπους που υποφέρουν, δηλαδή με ανθρωπιστικό κίνητρο». Αντίθετα, αν αναλύσουμε στοιχειωδώς τον όρο «ανθρωπιστική κρίση» τότε φτάνουμε σε μια πρόταση του τύπου «κρίση στον τομέα ενδιαφέροντος των οργανώσεων παροχής ανθρωπιστικής βοήθειας». Η «ανθρωπιστική καταστροφή» πάλι –αν και πιο δύσκολα- μπορεί να αναλυθεί με τον ίδιο τρόπο: αν «καταστροφή» είναι μια δυσάρεστη τροπή των πραγμάτων που επιφέρει πολλά ανθρώπινα θύματα, η μόνη επιπλέον πληροφορία που μπορεί να μας δίνει γι’ αυτή την καταστροφή το επίθετο «ανθρωπιστική» είναι ότι πρόκειται επιπλέον για μια «καταστροφή από τη σκοπιά της δράσης αυτών των οργανώσεων», μια αποτυχία δηλαδή να εκπληρώσουν το ανθρωπιστικό τους έργο. Και στις δύο περιπτώσεις λοιπόν το επίθετο «ανθρωπιστικός» αποκτά μια νέα σημασία, γίνεται νοηματικό ισοδύναμο της φράσης «χρήζει παροχής ανθρωπιστικής βοήθειας» ή «άπτεται των αρμοδιοτήτων των οργανώσεων που ειδικεύονται στην ανθρωπιστική δράση». Παύει να αναφέρεται στον σκοπό ή στο κίνητρο της πράξης της βοήθειας και αναφέρεται -μέσω μιας ιδιότυπης μετωνυμίας θα λέγαμε- στην «κρίση», στην «καταστροφή», στο «δράμα» ή στην «έκτακτη κατάσταση», δηλαδή σε μια σειρά από γεγονότα που προκαλούν την πράξη αυτή και τα οποία χρήζουν ανθρωπιστικής πράξης ή δράσης.
Πάλι καλά, θα λέγαμε, που η ιδιότυπη μετωνυμία σταμάτησε σε αυτό το σημείο και δεν έφτασε μέχρι τα ίδια τα γεγονότα που συναπαρτίζουν ή ορίζουν αυτού του είδους τις κρίσεις, τις καταστροφές και τα δράματα, μέχρι τα γεγονότα δηλαδή «που απειλούν τη ζωή μεγάλου αριθμού ανθρώπων» όπως μαθαίνουμε μέσες άκρες από τους επίσημους ορισμούς των διεθνών οργανισμών περί «ανθρωπιστικής κρίσης». Ελπίζουμε δηλαδή να μη φτάσουμε ποτέ ως τον απόλυτο παραλογισμό να δούμε μια μέρα –εκ μετωνυμίας πάλι- να γίνεται λόγος για «ανθρωπιστικούς λιμούς», «ανθρωπιστικές επιδημίες», «ανθρωπιστικές σφαγές και εκατόμβες νεκρών» μόνο και μόνο επειδή τυχαίνει να βρίσκονται στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος και της δράσης των ανθρωπιστικών οργανώσεων. Είναι ήδη αρκούντως παράλογο που τέτοια γεγονότα (ανθρώπινες τραγωδίες που προκαλούνται από φυσικές καταστροφές ή από ανθρώπινες θηριωδίες) αποδίδονται σήμερα (αδιακρίτως μάλιστα) με το ουσιαστικό «κρίση» και που αποκαλούμε αυτή την κρίση «ανθρωπιστική»…[5]
Πώς φτάσαμε σε αυτή την αντιστροφή της «θετικής» αξιολογικής φόρτισης και λειτουργίας του ευγενούς επιθέτου «ανθρωπιστικός»; Γιατί ακριβώς, μια τέτοια αντιστροφή έχει επισυμβεί εδώ ως συνέπεια αυτής της αθώας και παράδοξης «μετωνυμίας», αντιστροφή που ακούγεται ακόμη πιο παράλογη αν αναλογιστούμε το σύμπλεγμα «ανθρωπιστική καταστροφή» που παραπέμπει σε τολμηρότερους συνειρμούς. Τι ακατανόητη έκφραση! Πρόκειται μήπως περί «καταστροφής με αιτία τον ανθρωπισμό» (όπως λέμε «πυρηνική καταστροφή»…) σαν κι αυτές που προέβλεπαν οι κάθε λογής φυλετιστές και φασίστες των αρχών του 20ου αιώνα στους λίβελους που εξαπέλυαν εναντίον της διάχυτης «ανθρωπιστικής μαλθακότητας»; Ή μήπως τελικά με όλες αυτές τις εκφράσεις δηλώνεται ότι εκείνο που βρίσκεται σε κρίση ή καταστρέφεται είναι ο ίδιος ο ανθρωπισμός; Σε αυτή την τελευταία εκδοχή φαίνεται ότι τείνουν πολλές αυθόρμητες ερμηνείες που δίνονται από φυσικούς ομιλητές μιας γλώσσας όταν τους υποβάλλεται το ερώτημα, ενδεχομένως αυτή να είναι και η πιο διαδεδομένη από τις απαντήσεις που έδωσαν αυτοί οι ομιλητές για να ξεπεράσουν το ξένισμα που σίγουρα θα είχαν αρχικά όταν πρωτάκουσαν αυτό τον νεολογισμό και πριν εκπαιδευτούν από τα ΜΜΕ να τον θεωρούν «φυσιολογικό».Φυσικά η αυθόρμητη αυτή εξήγηση είναι λαθεμένη και δεν έχει να κάνει με την προέλευση και την πραγματική σημασία του όρου, όμως ναι, έχουν κάπου δίκιο όσοι την υιοθετούν: κάτι έχει πάθει ο ανθρωπισμός μέσα σε όλα αυτά, σε κάποια «κρίση» βρίσκεται και κάτι από αυτόν έχει πράγματι «καταστραφεί»…
Είναι βέβαια παράδοξο και το ίδιο το γεγονός ότι μια τέτοια τόσο παράδοξη χρήση [6] πέρασε στο ευρύ κοινό και στην καθημερινή ορολογία σχεδόν χωρίς αντιστάσεις. Γι’ αυτό και πρέπει να διερευνηθεί πώς φτάσαμε σε αυτούς τους όρους και στη μαζική διάδοσή τους, για την οποία δεν ευθύνεται μόνο ο «βομβαρδισμός» από τα ΜΜΕ. Οι ίδιες οι κοινωνικές εξελίξεις όσον αφορά τη χρήση των όρων «ανθρωπισμός», «ανθρωπιστής» και «ανθρωπιστικός» έπαιξαν τον ρόλο τους. Εικάζουμε ότι τρεις είναι οι «συνιστώσες» που συνέβαλαν στη γέννηση και στην ταχύτατη διάδοση αυτής της νέα παράδοξης χρήσης του επίμαχου επιθέτου:
Κατά πρώτον, κατά το δεύτερο μισό του 20ου αιώνα η λέξη «ανθρωπιστικός», που αρχικά χαρακτήριζε πράξεις και ιδέες που εμφορούνταν από ανθρωπιστικά, πανανθρώπινα ιδανικά –και ήταν σαφώς διαχωρισμένη έννοια από τα «φιλάνθρωπα» ιδανικά με θρησκευτικά ή πατριωτικά κίνητρα- είχε ήδη σε σημαντικό βαθμό απωλέσει τη σύνδεσή της με την αναγεννησιακή και διαφωτιστική ιδέα του «ανθρωπισμού». Η αστική ιδέα της κοινής ανθρώπινης μοίρας και της προσπάθειας για βελτίωση της ανθρωπότητας είχε ξεθωριάσει αισθητά μέσα σε ένα κόσμο μονοπωλιακών ανταγωνισμών και φρικτών ιμπεριαλιστικών πολέμων. Είχε εγκαταλείψει το υποτίθεται «αφηρημένο» του οράματος και είχε περιοριστεί σε μια χωρίς ιδιαίτερο κοινωνικό όραμα «αφοσίωση» στο «συγκεκριμένο» καθήκον της «αλληλεγγύης στον συνάνθρωπο». [7] Έτσι όμως ο «ανθρωπιστής» κατέληγε σταδιακά να εκπίπτει σε συνώνυμο του «φιλανθρώπου», δηλαδή μια ακόμη καρικατούρα του συμφιλιωμένου με τον κόσμο «ως έχει», καλοπροαίρετου, χορτάτου, ασφαλούς και πολιτισμένου μέσου ανθρώπου που για να επιβεβαιώσει τις αρετές του αναζητά διαρκώς «πεινασμένους» και «θύματα» για να ανακουφίσει. Η μόνη πρακτική αντιληπτή διαφορά ανάμεσα στο «ανθρωπιστικό» και στο «φιλανθρωπικό» τα τελευταία χρόνια ήταν ότι η πρώτη λέξη εξακολουθούσε να συνδέεται με τη φιλανθρωπία «εξωτερικού», ενώ η δεύτερη μάλλον συνδεόταν με τους έχοντες ανάγκη βοηθείας στο «εσωτερικό» μιας χώρας.
Κατά δεύτερον, η ανθρωπιστική δράση είχε «επαγγελματοποιηθεί» σε πρωτοφανή βαθμό, ειδικά από τη δεκαετία του ’70 και μετά. Μέσα στον αστερισμό των ανθρωπιστικών ΜΚΟ, με επίκεντρο τον ΟΗΕ και άλλους διεθνείς οργανισμούς, η ανθρωπιστική δράση είχε πλέον συνδεθεί με την υψηλή τεχνογνωσία σε θέματα επιμελητείας, διπλωματικών χειρισμών κ.ά., ενώ υπήρχε διαρκώς αυξανόμενη ανάγκη για τεχνικούς ορισμούς των διαφορετικών καταστάσεων που έπρεπε να αντιμετωπίζονται με ανθρωπιστική δράση. Στα γραφειοκρατικά αυτά πλαίσια άρχισε να αναπτύσσεται μια ιδιότυπη εσωτερική γλώσσα, μια κοινωνιόλεκτος (jargon) που ήταν λειτουργική για όσους εργάζονταν στο συγκεκριμένο περιβάλλον. Άρχισαν να εμφανίζονται κωδικές εκφράσεις σε διάφορες γλώσσες όπως «ανθρωπιστικοί υπάλληλοι» (humanitarian workers) ή και το ονοματοποιημένο l’humanitaire στα γαλλικά που προσδιορίζει την ανθρωπιστική δραστηριότητα ως «κλάδο». Είναι λοιπόν κάτι παραπάνω από εύλογο να υποτεθεί ότι η συγκόλληση των όρων «κρίση» και «καταστροφή» με το επίθετο «ανθρωπιστικός» πραγματοποιήθηκε πρώτα μέσα σε αυτό το γραφειοκρατικό θερμοκήπιο των επαγγελματιών ή εθελοντών του ανθρωπισμού και ότι οι νέοι όροι αυτής της κοινωνιολέκτου πέρασαν στη δημόσια ζωή, όταν -όπως είδαμε- φάνηκε ότι μπορούσαν να δώσουν λύση ως ευφημισμοί κατάλληλοι για τη διπλωματική προετοιμασία μιας νέας γενιάς ιμπεριαλιστικών επεμβάσεων. Η κατοπινή επιτυχία τους, παρά το εγγενές γλωσσικό τους παράδοξο, οφείλεται στο ότι στην εποχή μας, ολοένα και περισσότεροι, όροι με γραφειοκρατική καταγωγή ενσωματώνονται όλο και πιο άκριτα στην καθημερινή γλώσσα παρά τα νοηματικά ή και συντακτικά ζητήματα που εγείρουν. Ο κομφορμισμός του ομιλητή λειτουργεί εδώ προς δύο κατευθύνσεις: από τη μια αποδέχεται στην πράξη ότι η γραφειοκρατική γλώσσα είναι εκείνη που ορίζει τα ίδια τα γεγονότα, αφετέρου υιοθετεί τους νεολογισμούς της επειδή εκτιμά ότι έτσι προσδίδει κύρος στα δικά του αιτήματα.
Τρίτο, και άμεσα συνδεόμενο με το προηγούμενο: η επιτυχία της έκφρασης «ανθρωπιστική κρίση» ειδικότερα, έχει να κάνει και με τη χωρίς προηγούμενο επέκταση που γνωρίζει ο όρος «κρίση» τα τελευταία χρόνια σε όλα τα πεδία της δημόσιας δράσης. Η κρίση είναι όρος κατεξοχήν γραφειοκρατικός και με τον δικό του τρόπο παράξενα καθησυχαστικός και ευφημιστικός. [8] Όταν τα πάντα, όλων των ειδών τα προβλήματα, μπορούν να αναπαρασταθούν ως «κρίση σε έναν τομέα», οι πολλές πληροφορίες περισσεύουν αφού κάποιοι «αρμόδιοι» καλούνται να «επιληφθούν». Σε μια κοινωνία που αρκείται στην ετικέτα για να αποφύγει την περιγραφή των γεγονότων (που συνήθως είναι ενοχλητική και κουραστική), η «ανθρωπιστική κρίση» πρόσφερε πολλές και ανώδυνες λύσεις, ειδικά σε περιόδους ευδαιμονισμού και αισιοδοξίας. Δεν έχει πια τόση σημασία να επιμείνει κανείς να μάθει αν το κακό που σκοτώνει μαζικά ανθρώπους στη Σρι Λάνκα είναι ένα τσουνάμι, μια σφαγή, μια επιδημία, κτλ., και κυρίως τι προκάλεσε το κακό (ειδικά αν τα αίτιά του είναι κοινωνικά). Η νέα ετικέτα της ανθρωπιστικής κρίσης προσπερνά τις αιτίες απαντώντας προκαταβολικά σε αυτό που ο νέος επαγγελματικός ανθρωπισμός ορίζει ως ουσία του ζητήματος, που είναι μία και μόνο: η ανταπόκριση στις εκκλήσεις και η βοήθεια προς τα θύματα με κάθε μέσο. Η ανθρωπιστική κρίση είναι ιδιαίτερα βολική καθώς με την ίδια απολίτικη φόρμουλα καλύπτει μονομιάς δύο αντιφατικές ανάγκες: αφενός συγκαλύπτει τη βαθιά αδιαφορία του κοινού για το τι πραγματικά συμβαίνει σε μια μακρινή περιοχή του πλανήτη και την τάση του να αποφεύγει τις δυσάρεστες λεπτομέρειες, αφετέρου καλύπτει την ανάγκη για συναισθηματική έξαρση και για αίσθηση εκπλήρωσης ενός ανθρωπιστικού καθήκοντος. Ο «εξωτικός» -μέσα στην παραδοξότητά του- όρος «ανθρωπιστική κρίση» έφτασε να σημαίνει «κάπου μακριά» και «πολλά θύματα που χρειάζονται βοήθεια» [9] και μέσω αυτής ακριβώς της από-πολιτικοποίησης μπορούν ευκολότερα να δικαιολογούνται και οι «απαιτούμενες» ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις. Αυτός ο έμμεσος ευφημισμός μέσω του όρου «κρίση» είναι λιγότερο ορατός αλλά εξίσου ή και περισσότερο αποτελεσματικός από τον άμεσο ευφημισμό του «ανθρωπιστικού πολέμου», που αποτελεί ουσιαστικά λογική απόληξη του πρώτου. Επιτρέπει στον δημόσιο λόγο να χρησιμοποιεί τα ανθρώπινα βάσανα για τους σκοπούς του χωρίς καν να αναφέρεται σε αυτά με το όνομά τους. Η «ανθρωπιστική κρίση», αφού πρώτα επικύρωσε την πλήρη μετατροπή του «ανθρωπισμού» σε κλάδο επαγγελματικής (και με τις δύο έννοιες του όρου) δραστηριότητας, μετέτρεψε χάρη στις καθησυχαστικές και ευφημιστικές ιδιότητες του όρου «κρίση» τον «ανθρωπισμό» σε ρουμπρίκα, σε θεματική ενότητα της ειδησεογραφίας. Αυτό όμως με τη σειρά του είχε και μια άλλη επίπτωση: διέλυσε και διαλύει τα γεγονότα εκείνα που όντως οφείλουν να συνεγείρουν την ανθρωπιστική συνείδηση μέσα στα πάσης φύσεως γεγονότα της ειδησεογραφίας που έχουν κι αυτά την ιδιότητα να φέρνουν στο προσκήνιο «πολλά θύματα» (ατυχήματα και τραγωδίες πάσης φύσεως). Έκανε την ίδια την ανθρωπιστική δράση να εξαρτάται από την ισοπεδωτική τηλεοπτική σκηνοθεσία του οικουμενικού ανθρώπινου πόνου.
Είναι βέβαια παράδοξο και το ίδιο το γεγονός ότι μια τέτοια τόσο παράδοξη χρήση [6] πέρασε στο ευρύ κοινό και στην καθημερινή ορολογία σχεδόν χωρίς αντιστάσεις. Γι’ αυτό και πρέπει να διερευνηθεί πώς φτάσαμε σε αυτούς τους όρους και στη μαζική διάδοσή τους, για την οποία δεν ευθύνεται μόνο ο «βομβαρδισμός» από τα ΜΜΕ. Οι ίδιες οι κοινωνικές εξελίξεις όσον αφορά τη χρήση των όρων «ανθρωπισμός», «ανθρωπιστής» και «ανθρωπιστικός» έπαιξαν τον ρόλο τους. Εικάζουμε ότι τρεις είναι οι «συνιστώσες» που συνέβαλαν στη γέννηση και στην ταχύτατη διάδοση αυτής της νέα παράδοξης χρήσης του επίμαχου επιθέτου:
Κατά πρώτον, κατά το δεύτερο μισό του 20ου αιώνα η λέξη «ανθρωπιστικός», που αρχικά χαρακτήριζε πράξεις και ιδέες που εμφορούνταν από ανθρωπιστικά, πανανθρώπινα ιδανικά –και ήταν σαφώς διαχωρισμένη έννοια από τα «φιλάνθρωπα» ιδανικά με θρησκευτικά ή πατριωτικά κίνητρα- είχε ήδη σε σημαντικό βαθμό απωλέσει τη σύνδεσή της με την αναγεννησιακή και διαφωτιστική ιδέα του «ανθρωπισμού». Η αστική ιδέα της κοινής ανθρώπινης μοίρας και της προσπάθειας για βελτίωση της ανθρωπότητας είχε ξεθωριάσει αισθητά μέσα σε ένα κόσμο μονοπωλιακών ανταγωνισμών και φρικτών ιμπεριαλιστικών πολέμων. Είχε εγκαταλείψει το υποτίθεται «αφηρημένο» του οράματος και είχε περιοριστεί σε μια χωρίς ιδιαίτερο κοινωνικό όραμα «αφοσίωση» στο «συγκεκριμένο» καθήκον της «αλληλεγγύης στον συνάνθρωπο». [7] Έτσι όμως ο «ανθρωπιστής» κατέληγε σταδιακά να εκπίπτει σε συνώνυμο του «φιλανθρώπου», δηλαδή μια ακόμη καρικατούρα του συμφιλιωμένου με τον κόσμο «ως έχει», καλοπροαίρετου, χορτάτου, ασφαλούς και πολιτισμένου μέσου ανθρώπου που για να επιβεβαιώσει τις αρετές του αναζητά διαρκώς «πεινασμένους» και «θύματα» για να ανακουφίσει. Η μόνη πρακτική αντιληπτή διαφορά ανάμεσα στο «ανθρωπιστικό» και στο «φιλανθρωπικό» τα τελευταία χρόνια ήταν ότι η πρώτη λέξη εξακολουθούσε να συνδέεται με τη φιλανθρωπία «εξωτερικού», ενώ η δεύτερη μάλλον συνδεόταν με τους έχοντες ανάγκη βοηθείας στο «εσωτερικό» μιας χώρας.
Κατά δεύτερον, η ανθρωπιστική δράση είχε «επαγγελματοποιηθεί» σε πρωτοφανή βαθμό, ειδικά από τη δεκαετία του ’70 και μετά. Μέσα στον αστερισμό των ανθρωπιστικών ΜΚΟ, με επίκεντρο τον ΟΗΕ και άλλους διεθνείς οργανισμούς, η ανθρωπιστική δράση είχε πλέον συνδεθεί με την υψηλή τεχνογνωσία σε θέματα επιμελητείας, διπλωματικών χειρισμών κ.ά., ενώ υπήρχε διαρκώς αυξανόμενη ανάγκη για τεχνικούς ορισμούς των διαφορετικών καταστάσεων που έπρεπε να αντιμετωπίζονται με ανθρωπιστική δράση. Στα γραφειοκρατικά αυτά πλαίσια άρχισε να αναπτύσσεται μια ιδιότυπη εσωτερική γλώσσα, μια κοινωνιόλεκτος (jargon) που ήταν λειτουργική για όσους εργάζονταν στο συγκεκριμένο περιβάλλον. Άρχισαν να εμφανίζονται κωδικές εκφράσεις σε διάφορες γλώσσες όπως «ανθρωπιστικοί υπάλληλοι» (humanitarian workers) ή και το ονοματοποιημένο l’humanitaire στα γαλλικά που προσδιορίζει την ανθρωπιστική δραστηριότητα ως «κλάδο». Είναι λοιπόν κάτι παραπάνω από εύλογο να υποτεθεί ότι η συγκόλληση των όρων «κρίση» και «καταστροφή» με το επίθετο «ανθρωπιστικός» πραγματοποιήθηκε πρώτα μέσα σε αυτό το γραφειοκρατικό θερμοκήπιο των επαγγελματιών ή εθελοντών του ανθρωπισμού και ότι οι νέοι όροι αυτής της κοινωνιολέκτου πέρασαν στη δημόσια ζωή, όταν -όπως είδαμε- φάνηκε ότι μπορούσαν να δώσουν λύση ως ευφημισμοί κατάλληλοι για τη διπλωματική προετοιμασία μιας νέας γενιάς ιμπεριαλιστικών επεμβάσεων. Η κατοπινή επιτυχία τους, παρά το εγγενές γλωσσικό τους παράδοξο, οφείλεται στο ότι στην εποχή μας, ολοένα και περισσότεροι, όροι με γραφειοκρατική καταγωγή ενσωματώνονται όλο και πιο άκριτα στην καθημερινή γλώσσα παρά τα νοηματικά ή και συντακτικά ζητήματα που εγείρουν. Ο κομφορμισμός του ομιλητή λειτουργεί εδώ προς δύο κατευθύνσεις: από τη μια αποδέχεται στην πράξη ότι η γραφειοκρατική γλώσσα είναι εκείνη που ορίζει τα ίδια τα γεγονότα, αφετέρου υιοθετεί τους νεολογισμούς της επειδή εκτιμά ότι έτσι προσδίδει κύρος στα δικά του αιτήματα.
Τρίτο, και άμεσα συνδεόμενο με το προηγούμενο: η επιτυχία της έκφρασης «ανθρωπιστική κρίση» ειδικότερα, έχει να κάνει και με τη χωρίς προηγούμενο επέκταση που γνωρίζει ο όρος «κρίση» τα τελευταία χρόνια σε όλα τα πεδία της δημόσιας δράσης. Η κρίση είναι όρος κατεξοχήν γραφειοκρατικός και με τον δικό του τρόπο παράξενα καθησυχαστικός και ευφημιστικός. [8] Όταν τα πάντα, όλων των ειδών τα προβλήματα, μπορούν να αναπαρασταθούν ως «κρίση σε έναν τομέα», οι πολλές πληροφορίες περισσεύουν αφού κάποιοι «αρμόδιοι» καλούνται να «επιληφθούν». Σε μια κοινωνία που αρκείται στην ετικέτα για να αποφύγει την περιγραφή των γεγονότων (που συνήθως είναι ενοχλητική και κουραστική), η «ανθρωπιστική κρίση» πρόσφερε πολλές και ανώδυνες λύσεις, ειδικά σε περιόδους ευδαιμονισμού και αισιοδοξίας. Δεν έχει πια τόση σημασία να επιμείνει κανείς να μάθει αν το κακό που σκοτώνει μαζικά ανθρώπους στη Σρι Λάνκα είναι ένα τσουνάμι, μια σφαγή, μια επιδημία, κτλ., και κυρίως τι προκάλεσε το κακό (ειδικά αν τα αίτιά του είναι κοινωνικά). Η νέα ετικέτα της ανθρωπιστικής κρίσης προσπερνά τις αιτίες απαντώντας προκαταβολικά σε αυτό που ο νέος επαγγελματικός ανθρωπισμός ορίζει ως ουσία του ζητήματος, που είναι μία και μόνο: η ανταπόκριση στις εκκλήσεις και η βοήθεια προς τα θύματα με κάθε μέσο. Η ανθρωπιστική κρίση είναι ιδιαίτερα βολική καθώς με την ίδια απολίτικη φόρμουλα καλύπτει μονομιάς δύο αντιφατικές ανάγκες: αφενός συγκαλύπτει τη βαθιά αδιαφορία του κοινού για το τι πραγματικά συμβαίνει σε μια μακρινή περιοχή του πλανήτη και την τάση του να αποφεύγει τις δυσάρεστες λεπτομέρειες, αφετέρου καλύπτει την ανάγκη για συναισθηματική έξαρση και για αίσθηση εκπλήρωσης ενός ανθρωπιστικού καθήκοντος. Ο «εξωτικός» -μέσα στην παραδοξότητά του- όρος «ανθρωπιστική κρίση» έφτασε να σημαίνει «κάπου μακριά» και «πολλά θύματα που χρειάζονται βοήθεια» [9] και μέσω αυτής ακριβώς της από-πολιτικοποίησης μπορούν ευκολότερα να δικαιολογούνται και οι «απαιτούμενες» ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις. Αυτός ο έμμεσος ευφημισμός μέσω του όρου «κρίση» είναι λιγότερο ορατός αλλά εξίσου ή και περισσότερο αποτελεσματικός από τον άμεσο ευφημισμό του «ανθρωπιστικού πολέμου», που αποτελεί ουσιαστικά λογική απόληξη του πρώτου. Επιτρέπει στον δημόσιο λόγο να χρησιμοποιεί τα ανθρώπινα βάσανα για τους σκοπούς του χωρίς καν να αναφέρεται σε αυτά με το όνομά τους. Η «ανθρωπιστική κρίση», αφού πρώτα επικύρωσε την πλήρη μετατροπή του «ανθρωπισμού» σε κλάδο επαγγελματικής (και με τις δύο έννοιες του όρου) δραστηριότητας, μετέτρεψε χάρη στις καθησυχαστικές και ευφημιστικές ιδιότητες του όρου «κρίση» τον «ανθρωπισμό» σε ρουμπρίκα, σε θεματική ενότητα της ειδησεογραφίας. Αυτό όμως με τη σειρά του είχε και μια άλλη επίπτωση: διέλυσε και διαλύει τα γεγονότα εκείνα που όντως οφείλουν να συνεγείρουν την ανθρωπιστική συνείδηση μέσα στα πάσης φύσεως γεγονότα της ειδησεογραφίας που έχουν κι αυτά την ιδιότητα να φέρνουν στο προσκήνιο «πολλά θύματα» (ατυχήματα και τραγωδίες πάσης φύσεως). Έκανε την ίδια την ανθρωπιστική δράση να εξαρτάται από την ισοπεδωτική τηλεοπτική σκηνοθεσία του οικουμενικού ανθρώπινου πόνου.
Εκτιμούμε ότι έχει απαντηθεί επαρκώς από όλα τα παραπάνω η αφελής ερώτηση όσων εξανίστανται με την αμφισβήτηση της ίδιας της ορολογίας της «ανθρωπιστικής κρίσης»: όχι, η έκφραση αυτή, καθώς και όλη η συστοιχία εκφράσεων που τη συνοδεύει, ΔΕΝ είναι «αθώα». Δεν είναι μόνο η καταφανής –για όποιον έχει ιστορική μνήμη- διασύνδεσή της με την ιμπεριαλιστική μεταψυχροπολεμική νεόλεκτο που την καθιστά προβληματική. Προβληματική είναι γιατί ακριβώς, με τον γραφειοκρατικής υφής γλωσσικό κρετινισμό που επιβάλλει, επιφέρει μια νέα και επίφοβη μεταλλαγή στην ίδια την έννοια του ανθρωπισμού και της δράσης αλληλεγγύης προς τον πάσχοντα άνθρωπο. Η σημασιολογική διαφοροποίηση ή και αποδυνάμωση του επιθέτου «ανθρωπιστικός» και η παράδοξη διασύνδεσή του με μια κατηγορία «απάνθρωπων γεγονότων» ουσιαστικά ολοκληρώνει μια πορεία έκπτωσης των ανθρωπιστικών ιδεωδών σε φιλανθρωπία. Αυτή η νέα φιλανθρωπία, πίσω από τον ισοπεδωτικό όρο «κρίση», συστηματικά ευφημίζει την πραγματικότητα και συσκοτίζει τις αιτίες των τραγωδιών που υποτίθεται ότι επιδιώκει να θεραπεύσει. Στηρίζεται στη μόνιμη θυματοποίηση του πάσχοντος ανθρώπου και οδηγεί στην εγκατάλειψη του αγώνα για να εξαλειφθούν τα βάσανά του. Με το «ηθικά εκβιαστικό» ύφος που επιβάλλει στη δημόσια συζήτηση για τα θέματα αυτά, προσφέρει πρωτίστως υπηρεσία, όχι στους ίδιους τους ανθρώπους που υποφέρουν, αλλά σε όσους χρησιμοποιούν τον ανθρώπινο πόνο ως πρόσχημα και προκάλυμμα της ιμπεριαλιστικής και καπιταλιστικής επιθετικότητας.
Η κριτική στην ορολογία της «ανθρωπιστικής κρίσης» μπορεί να μην κατέλαβε όλα αυτά τα χρόνια το προσκήνιο, όμως υπήρξε και ήταν καταλυτική. Προήλθε δε από ανθρώπους του «χώρου», όπως τον επί σειρά ετών πρόεδρο των Γιατρών Χωρίς Σύνοραο Rony Brauman, που γνωρίζουν από πρώτο χέρι τις σύγχρονες απαιτήσεις της ανθρωπιστικής δράσης και έχουν υποστηρίξει ότι αυτή η ορολογία ευθύνεται σε μεγάλο βαθμό που η δημόσια συζήτηση σχετικά με το ζήτημα διεξάγεται σε εντελώς λαθεμένη βάση και γίνεται αντικείμενο πολιτικής εκμετάλλευσης και πεδίο αντιπαράθεσης ιμπεριαλιστικών συμφερόντων (όπως έδειξε και η πρόσφατη συζήτηση για το αν υπήρχε ή όχι «ανθρωπιστική κρίση» στη Γάζα).
Φυσικά, όπως και κάθε καθιερωμένη ορολογία, η «ανθρωπιστική κρίση» είναι πανταχού παρούσα, λειτουργεί και φυσικά μπορεί να εκφράζει δίκαια αιτήματα, επείγουσες ανάγκες, καλές προθέσεις και μπορεί να αφορά επιβεβλημένες παρεμβάσεις. Κανείς δεν μπορεί να κατηγορήσει τον ΣΥΡΙΖΑ απλά και μόνο επειδή χρησιμοποίησε ή χρησιμοποιεί τον όρο (ή μια εφημερίδα που τον χρησιμοποίησε). Το πρόβλημα άλλωστε βρίσκεται στο ΤΙ ΕΝΝΟΕΙ ο ΣΥΡΙΖΑ με αυτόν τον όρο και ΤΙ ΣΗΜΑΙΝΕΙ η πρόταξή του στο κυβερνητικό του πρόγραμμα. Σε αυτό θα επιστρέψουμε στο επόμενο σημείωμά μας.
Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι με επιχείρημα την καθιέρωση του όρου θα πρέπει η σκέψη να παραιτείται από την αναγκαία κριτική. Τη στιγμή που ο όρος «ανθρωπιστική κρίση» κρίνεται ακατάλληλος να θέσει την ίδια τη συζήτηση για την ανθρωπιστική δράση σε σωστή βάση, και παρεμβαίνει αρνητικά στις ίδιες τις επιλογές και προτεραιότητες της, κάποιοι (μη υποψιαζόμενοι καν την ύπαρξη αυτής της κριτικής) τον προβάλλουν σαν καινοτόμο στοιχείο ενός ριζοσπαστικού κοινωνικού προγράμματος για την αντιμετώπιση της καπιταλιστικής κρίσης. Και όχι μόνο αυτό, αλλά -όπως είδαμε όλες αυτές τις μέρες- οι «ριζοσπάστες» αυτοί αριστεροί αντιδρούν με ιερή αγανάκτηση και με χυδαίους, μέχρι αυριανισμού, ηθικούς εκβιασμούς απέναντι σε όποιον αντιδρά στο καινούργιο «ρεαλιστικό» …κοσκινάκι τους, και κυρίως απέναντι στους κομμουνιστές που επιμένουν να αντιτάσσουν το εργαλείο της μαρξιστικής κριτικής σκέψης σε αυτή την άγευστη σούπα των ανθρωπιστών του συρμού.
Δεν είναι η δα η πρώτη φορά που οι εν λόγω «ριζοσπάστες» κάνουν επίδειξη αντικριτικής σκέψης και ζητούν από τους αγωνιζόμενους ανθρώπους να τους ακολουθήσουν στην αποβλάκωση των αστικών κοινών τόπων, εν προκειμένω όμως ο δρόμος που προτείνουν υιοθετώντας την ορολογία της «ανθρωπιστικής κρίσης» είναι ένας δρόμος πληβειοποίησης της εργατικής τάξης, ένας δρόμος ηθικής και ιδεολογικής εξαχρείωσης των αγώνων της.
Ορισμένες ενδιαφέρουσες λεπτομέρειες αυτής της εξαχρείωσης στην οποία μας καλούν να τους ακολουθήσουμε, στο όνομα πάντα της «ανθρωπιστικής» αντιμετώπισης της φτώχειας, θα τις δούμε στη συνέχεια.
Τέλος α’ μέρους
Μυτιλήνη 16-10-2014
Η κριτική στην ορολογία της «ανθρωπιστικής κρίσης» μπορεί να μην κατέλαβε όλα αυτά τα χρόνια το προσκήνιο, όμως υπήρξε και ήταν καταλυτική. Προήλθε δε από ανθρώπους του «χώρου», όπως τον επί σειρά ετών πρόεδρο των Γιατρών Χωρίς Σύνοραο Rony Brauman, που γνωρίζουν από πρώτο χέρι τις σύγχρονες απαιτήσεις της ανθρωπιστικής δράσης και έχουν υποστηρίξει ότι αυτή η ορολογία ευθύνεται σε μεγάλο βαθμό που η δημόσια συζήτηση σχετικά με το ζήτημα διεξάγεται σε εντελώς λαθεμένη βάση και γίνεται αντικείμενο πολιτικής εκμετάλλευσης και πεδίο αντιπαράθεσης ιμπεριαλιστικών συμφερόντων (όπως έδειξε και η πρόσφατη συζήτηση για το αν υπήρχε ή όχι «ανθρωπιστική κρίση» στη Γάζα).
Φυσικά, όπως και κάθε καθιερωμένη ορολογία, η «ανθρωπιστική κρίση» είναι πανταχού παρούσα, λειτουργεί και φυσικά μπορεί να εκφράζει δίκαια αιτήματα, επείγουσες ανάγκες, καλές προθέσεις και μπορεί να αφορά επιβεβλημένες παρεμβάσεις. Κανείς δεν μπορεί να κατηγορήσει τον ΣΥΡΙΖΑ απλά και μόνο επειδή χρησιμοποίησε ή χρησιμοποιεί τον όρο (ή μια εφημερίδα που τον χρησιμοποίησε). Το πρόβλημα άλλωστε βρίσκεται στο ΤΙ ΕΝΝΟΕΙ ο ΣΥΡΙΖΑ με αυτόν τον όρο και ΤΙ ΣΗΜΑΙΝΕΙ η πρόταξή του στο κυβερνητικό του πρόγραμμα. Σε αυτό θα επιστρέψουμε στο επόμενο σημείωμά μας.
Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι με επιχείρημα την καθιέρωση του όρου θα πρέπει η σκέψη να παραιτείται από την αναγκαία κριτική. Τη στιγμή που ο όρος «ανθρωπιστική κρίση» κρίνεται ακατάλληλος να θέσει την ίδια τη συζήτηση για την ανθρωπιστική δράση σε σωστή βάση, και παρεμβαίνει αρνητικά στις ίδιες τις επιλογές και προτεραιότητες της, κάποιοι (μη υποψιαζόμενοι καν την ύπαρξη αυτής της κριτικής) τον προβάλλουν σαν καινοτόμο στοιχείο ενός ριζοσπαστικού κοινωνικού προγράμματος για την αντιμετώπιση της καπιταλιστικής κρίσης. Και όχι μόνο αυτό, αλλά -όπως είδαμε όλες αυτές τις μέρες- οι «ριζοσπάστες» αυτοί αριστεροί αντιδρούν με ιερή αγανάκτηση και με χυδαίους, μέχρι αυριανισμού, ηθικούς εκβιασμούς απέναντι σε όποιον αντιδρά στο καινούργιο «ρεαλιστικό» …κοσκινάκι τους, και κυρίως απέναντι στους κομμουνιστές που επιμένουν να αντιτάσσουν το εργαλείο της μαρξιστικής κριτικής σκέψης σε αυτή την άγευστη σούπα των ανθρωπιστών του συρμού.
Δεν είναι η δα η πρώτη φορά που οι εν λόγω «ριζοσπάστες» κάνουν επίδειξη αντικριτικής σκέψης και ζητούν από τους αγωνιζόμενους ανθρώπους να τους ακολουθήσουν στην αποβλάκωση των αστικών κοινών τόπων, εν προκειμένω όμως ο δρόμος που προτείνουν υιοθετώντας την ορολογία της «ανθρωπιστικής κρίσης» είναι ένας δρόμος πληβειοποίησης της εργατικής τάξης, ένας δρόμος ηθικής και ιδεολογικής εξαχρείωσης των αγώνων της.
Ορισμένες ενδιαφέρουσες λεπτομέρειες αυτής της εξαχρείωσης στην οποία μας καλούν να τους ακολουθήσουμε, στο όνομα πάντα της «ανθρωπιστικής» αντιμετώπισης της φτώχειας, θα τις δούμε στη συνέχεια.
Τέλος α’ μέρους
Μυτιλήνη 16-10-2014
________
[1] Λέγεται δε ότι μια καραμπόλα πολιτικών σκοπιμοτήτων ήταν εκείνη που οδήγησε στην προσφυγή σε αυτό τον όρο, καθώς οι ΗΠΑ επέμεναν για τους δικούς τους λόγους να μη χρησιμοποιηθεί στην απόφαση για τη Ρουάντα ο όρος «γενοκτονία», ενώ οι Γάλλοι από την πλευρά τους είχαν απόλυτη ανάγκη από έναν ισχυρό ευφημισμό ώστε να ξεχαστεί ο εξοπλισμός και η υποστήριξη που είχαν παράσχει τα προηγούμενα χρόνια στην κυβέρνηση των Χούτου και να δικαιολογηθεί ο πλήρης παραμερισμός της δύναμης του ΟΗΕ που ήδη βρισκόταν στη Ρουάντα.
[2] Υπάρχουν πολλοί ορισμοί που βρίσκει κανείς και στην πλειονότητά τους προέρχονται από ΜΚΟ. Ένα παράδειγμα είναι η σύνοψη που υπάρχει στον ιστότοπο της Humanitarian Coalitionhttp://humanitariancoalition.ca/info-portal/factsheets/what-is-a-humanitarian-crisis. Είναι όμως επίσης ενδιαφέρον να παρατηρηθεί ότι στο επίσημο τεχνικό γλωσσάρι του ΠΟΥ ο όρος «ανθρωπιστική κρίση» αποφεύγεται και περιγράφονται εκτενώς μόνο οι όροι «κρίση», «ανθρωπιστική παροχή βοήθειας», «ανθρωπιστική εκεχειρία»http://www.who.int/hac/about/definitions/en/
[3] Εισηγητής του επιθέτου humanitaire στη γαλλική γλώσσα θεωρείται ο Γάλλος ρομαντικός ποιητής και πολιτικός Αλφόνς ντε Λαμαρτέν (1790-1869) γνωστός στην Ελλάδα ως Λαμαρτίνος, αν και η προέλευσή του είναι μάλλον απροσδιόριστη και «δημοσιογραφική». Από τα γαλλικά ο όρος μεταδόθηκε σε όλες τις γλώσσες. Στα αγγλικά γνώρισε μεγάλη διάδοση η λέξη humanitarian που λειτουργεί και ως επίθετο και ως ουσιαστικό που ταυτίζεται με τον όρο «ανθρωπιστής» (φιλάνθρωπος) σε διάκριση από το συνδεδεμένο με τον κλασικό ουμανισμό humanist. Παρεμφερείς ονοματοποιήσεις υπάρχουν και σε άλλες γλώσσες, όχι όμως στην ελληνική. Ειδικά στα ελληνικά χρησιμοποιείται ο όρος «ανθρωπιστικές σπουδές» για να προσδιορίσει αυτό που στα αγγλικά αποκαλείταιhumanities.
[4] Δυστυχώς δεν έχουμε την πρόσβαση στην ελληνική και παγκόσμια γλωσσολογική βιβλιογραφία που θα χρειαζόταν ώστε να ελέγξουμε τι έχει γραφτεί σχετικά, θεωρούμε όμως απίθανο το ζήτημα να μην έχει τραβήξει την προσοχή της επιστημονικής έρευνας. Θα ήταν ενδιαφέρον επίσης να δει κανείς αν έχει προσελκύσει το ενδιαφέρον των συγκριτικών γλωσσολόγων, μιας και είναι ζήτημα κατά βάση δια-γλωσσικό.
[5] Εξίσου παράδοξος είναι και ο ρόλος του όρου «κρίση» όπως θα δούμε παρακάτω. Με βάση το ότι «κρίση» ουσιαστικά δεν σημαίνει τίποτε άλλο παρά «πολλά θύματα που πρέπει να σωθούν» ο Rony Brauman, επί χρόνια πρόεδρος της ΜΚΟ Γιατροί Χωρίς Σύνορα, παρατηρεί ειρωνικά: «Με βάση την ίδια λογική θα μπορούσαμε να ονομάσουμε ‘τραυματολογική κρίση’ μια καραμπόλα, μια μάχη, έναν βομβαρδισμό ή ένα πογκρόμ, ‘γυναικολογική κρίση’ έναν βιασμό εφόσον καθένα από αυτά τα γεγονότα μας ταράζει συναισθηματικά ενώ οι πρωταγωνιστές τους καταλήγουν πάντα σε έναν τόπο παροχής νοσηλείας». http://www.msf-crash.org/sur-le-vif/1970/01/01/2/vive-la-crise-%28humanitaire%29-/
[6] Είναι τόσο παράδοξη αυτή η χρήση του επιθέτου «ανθρωπιστικός», που είκοσι χρόνια μετά και παρά τη μεγάλη διάδοση των όρων «ανθρωπιστική κρίση» και «ανθρωπιστική καταστροφή» τα ερμηνευτικά λεξικά εξακολουθούν να τους αντιμετωπίζουν με αμηχανία και να μην τους συμπεριλαμβάνουν ως παραδείγματα στα αναλυτικά τους λήμματα (την εκτίμηση αυτή τη στηρίζουμε σε έλεγχο που πραγματοποιήσαμε στα σχετικά λήμματα των πληρέστερων ερμηνευτικών λεξικών της ελληνικής, της αγγλικής και της γαλλικής). Ο λόγος; Δυσκολεύονται να υπαγάγουν αυτές τις εκφράσεις σε κάποιον από τους ορισμούς που δίνουν για το επίθετο, ή καλύτερα αδυνατούν να εξαγάγουν από αυτή τη χρήση έναν νέο ορισμό καθώς αυτός θα ήταν εντελώς αντίθετος με το αρχικό νόημα του όρου. Η εκτίμησή μας αυτή επιβεβαιώνεται και από τη μοναδική αναφορά στον όρο «ανθρωπιστική κρίση» που βρήκαμε στο λήμμα «humanitarian» του επίτομου λεξικού Oxford Pocket Fowler’s Modern English Usage, σελ. 331. Εκεί ο λεξικογράφος αναφέρει τα εξής: « […] έχει αναπτυχθεί μια πιο πρόσφατη ευρύτερη χρήση [ενν. του επιθέτου] που σχετίζεται με πολέμους ή με καταστροφές, όπως στις εκφράσεις ανθρωπιστική κρίση, καταστροφή κτλ., όπου το νόημά του είναι «ο χρήζων ανθρωπιστικής δράσης», κι όπου στην πραγματικότητα έχουμε να κάνουμε με το αντίθετο της αρχικής σημασίας».
[7] Lavoinne, Yves, (2002). L’humanitaire et les médias, Lyon, PUL, σελ. 14
[8] Yves Lavoinne, ό.π., σελ. 15
[9] Rony Brauman, ό.π.
_______
*Οι υπογραμμίσεις έγιναν από εμάς
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Tα σχόλια στο μπλοκ πρέπει να συνοδεύονται από ένα ψευδώνυμο, ενσωματωμένο στην αρχή ή το τέλος του κειμένου, άν δεν υπάρχει εγγραφή στον blogger ή άλλη διαδυκτιακή υπηρεσία (βλέπε όροι σχολιασμού στο πάνω μέρος της σελίδας).
Ανώνυμα και υβριστικά σχόλια μπορούν να διαγράφονται χωρίς άλλη προειδοποίηση.