Μεγάλη μορφή του εργατικού και κομμουνιστικού κινήματος στη χώρα μας, ο δάσκαλος, δημοσιογράφος και ιστορικός Γιάννης Ζέβγος (Γιάννης Ταλαγάνης ήταν το πραγματικό του όνομα), δολοφονήθηκε στο κέντρο της Θεσσαλονίκης στις 20 Μάρτη 1947.
Είχε διατελέσει υπουργός Γεωργίας στην πρώτη μετακατοχική κυβέρνηση Παπανδρέου. Υπουργός της Αριστεράς, χωρίς βέβαια καμία από τις σύγχρονες συμπαραδηλώσεις που φέρνει συνειρμικά ο όρος…
Ήταν ηγετικό στέλεχος του ΕΑΜ και του ΚΚΕ. Όταν τον σκότωσαν ήταν αναπληρωματικό μέλος του Π.Γ. της Κ.Ε. του ΚΚΕ.
Ήταν σύντροφος με την Καίτη Νισυρίου-Ζεύγου (ο γάμος τους νομιμοποιήθηκε αργότερα, το 1964). Έχοντας υπογράψει παλαιότερα (το 1933, από την Πάτρα) από κοινού ένα άρθρο στο Ριζοσπάστη με το ψευδώνυμο (Το) «Ζέβγος», διατήρησαν στην παρανομία το όνομα αυτό και έμειναν στην Ιστορία ως Γιάννης Ζέβγος και Καίτη Ζεύγου αντίστοιχα. Εκείνος το έγραφε με ‘β’, ενώ η Καίτη Ζεύγου με ‘υ’.
Αντί να γράψουμε δυο λόγια για τη ζωή του στελέχους αυτού του κομμουνιστικού κινήματος, ας διαβάσουμε καλύτερα τι γράφει ο ίδιος στο αυτοβιογραφικό σημείωμα που παρέδωσε στο Κόμμα στις 4/2/1946. Το βρήκαμε στο βιβλίο της Καίτης Ζεύγου: «Με τον Γιάννη Ζέβγο στο επαναστατικό κίνημα», εκδόσεις Ωκεανίδα, 1980, σελ. 17.
Το ΚΚΕ έκανε τότε καταγραφή του στελεχικού του δυναμικού και ζήτησε σύντομα βιογραφικά σημειώματα από όλα τα στελέχη του με βάση κάποιες ερωτήσεις. Μία από αυτές ήταν και το πού και πώς είχαν συλληφθεί.
Αυτοβιογραφικό σημείωμα του Γιάννη Ζέβγου
«Γεννήθηκα στα 1897 στο χωριό Δόριζα της Τρίπολης. Οικογένεια γεωργοκτηνοτροφική.Τελείωσα το Γυμνάσιο στην Τρίπολη και πήγα όχτώ μήνες στο Διδασκαλείο της Αθήνας, έγινα δάσκαλος και σαν τέτοιος υπηρέτησα λίγο καιρό σε δυό χωριά της Αρκαδίας πριν το 1917.
Ή ζωή μου ως εδώ ήταν γεμάτη στερήσεις, ουσιαστικά δεν είχα βγει από το περιορισμένο περιβάλλον του χωριού, είχα αποχτήσει μηδαμινές ειδικές γνώσεις, ενώ ή υγεία μου είχε κλονιστεί αθεράπευτα.
Στα 1917 πήγα στρατιώτης. Στις αρχές του 1918 μπήκα στον ουλαμό εφέδρων αξιωματικών και μόλις τέλειωσα πήρα ένα χρόνο αναβολή για λόγους υγείας – φυματική κατάσταση – και το χρόνο αυτό τον έκανα στο ίδιο περιβάλλον του χωριού.Όντας στρατιώτης άκουσα για πρώτη φορά για Σοσιαλισμό και την Οχτωβριανή επανάσταση.
Δάσκαλος έμεινα στη Μακεδονία μέχρι το 1924 οπότε με καταδίωξαν και μέ μετέθεταν σε διάφορα χωριά. Παντού οργάνωνα ομίλους και διδασκαλικό συνδικαλιστικό κίνημα και το 1922 στάλθηκα αντιπρόσωπος του Συλλόγου Γιαννιτσών στο Συνέδριο της Διδασκαλικής ομοσπονδίας.
Σ αυτό το μεταξύ ξαναπήγα στρατιώτης στη Μικρά Ασία, όπου συνδέθηκα και δούλεψα κομματικά στο στρατό. Πιάστηκα, βασανίστηκα και στάλθηκα στις πρώτες γραμμές του μετώπου.Στο εξωτερικό πήρα μαρξιστική γενική μόρφωση.
Πιάστηκα στα 1925, όταν δούλευα στην Εργατική Βοήθεια και έκανα 5 μήνες εξορία.Πρέπει νάναι σίγουρο ότι με παρέδωσε τότε ό Μάθεσης, που τον είχα βοηθό και έμεινε στη θέση μου μετά την σύλληψη μου. Στα 1935 ξαναπιάστηκα και με άφησαν. Πιστεύω ότι τότε μ” έπιασαν τυχαία. Στα 1938 ή σύλληψή μου ήταν ένα κομμάτι των όλων συλλήψεων και δουλιά τοΰ Μάθεση, πού παρακολουθούσε τίς συνεδριάσεις της Κ. Ε.
Δραπέτευσα μιά φορά το Φλεβάρη 1943 κατεβαίνοντας με σχοινί από το Κρατικό Νοσοκομείο της Αθήνας, όπου είχα μεταφερθεί από την Ακροναυπλία, ύστερα από ενέργειες του Π.Γ. Στα 1926 γνώρισα την Καίτη Νισυρίου, που αργότερα παντρευτήκαμε. Ζω μαζί της και με την κόρη μου. Προσπάθησα από την πρώτη στιγμή πού έγινα μέλος του Κόμματος, να μη δώσω αφορμή να θιγεί ούτε με την ατομική, ούτε με την οικογενειακή μου ζωή, το κύρος του Κόμματος.
Επιστρέφουμε στην Πέμπτη 20 Μάρτη του 1947. Ο Γιάννης Ζέβγος έχει ανέβει στη Θεσσαλονίκη από τις αρχές Φλεβάρη του ’47, για να παρακολουθήσει το έργο μιας επιτροπής του ΟΗΕ που συγκέντρωνε στοιχεία για το όργιο των διώξεων που υφίσταντο οι αγωνιστές της αριστεράς στην Ελλάδα μετά από την γνωστή συμφωνία της Βάρκιζας (12 Φλεβάρη 1945).
Δολοφονήθηκε από τον κρεοπώλη Χρήστο Βλάχο από την Ξάνθη, ο οποίος συνελήφθη. Αρχικά στο ΒΗΜΑ (22/3/1947) γράφτηκε η παρακάτω ανακοίνωση από το γραφείο του πρωθυπουργού:
«Η Κυβέρνησις δεν πρόκειται να προβεί εις δηλώσεις. Μετά την σύλληψιν του δράστου του εγκλήματος, η υπόθεσις έχει περιέλθει εις την τακτικήν δικαιοσύνην, η οποία θα επιτελέσει το καθήκον της».
Στη συνέχεια, τα παπαγαλάκια της εποχής άρχισαν το γνωστό έργο τους. Καθώς ο δράστης ήταν "ανανήψας" πρώην κομμουνιστής, άρχισαν οι διαρροές:
-Ήθελε να εκδικηθεί για τα βασανιστήρια που είχε υποστεί στο Μπούλκες.
-Τον είχε βάλει ο Ζαχαριάδης.
-Επρόκειτο για “εκκαθάριση προσωπικών λογαριασμών’, φόνο ‘για λόγους τιμής’, διότι δήθεν ο Ζέβγος είχε συνάψει στο Μπούλκες σχέση με τη γυναίκα του δράστη. Το γεγονός ότι ο Ζέβγος δεν είχε πατήσει ποτέ το πόδι του στο Μπούλκες, δεν μέτρησε βέβαια καθόλου…
Αργότερα ξεκαθάρισε η υπόθεση με το γράμμα του συνεργάτη του Βλάχου Ν. Σιδηρόπουλου καθώς και με αντίστοιχη δήλωση του τρίτου συνεργάτη Γκιαουρίδη.
Ο φυσικός αυτουργός της δολοφονίας Χρήστος Βλάχος, καταδικάστηκε το 1948 σε δύο χρόνια φυλακή. Βγήκε νωρίτερα και φυγαδεύτηκε στην Αργεντινή.
Πολύ αργότερα, το 1981, εντοπίστηκε στο ψυχιατρείο της Λέρου, όπου ως τρόφιμος έδωσε συνέντευξη στην εφημερίδα ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ και παραδέχτηκε ότι το έγκλημα διαπράχθηκε στο πλαίσιο της ‘εθνικής του αποστολής’ να καθαρίσει την πατρίδα από τους κομμουνιστές και κατόπιν εντολής από τους ανωτέρους του.
Να σημειώσουμε πως δεν ήταν η πρώτη φορά που ο Γιάννης Ζέβγος δέχτηκε δολοφονική επίθεση. Ένα χρόνο πριν, τέλη Φλεβάρη του 1946, στη διάρκεια μιας περιοδείας σε Μεσσηνία, Λακωνία και Αρκαδία, τον κάλεσε στην Τρίπολη ο διοικητής της Χωροφυλακής και του είπε: Φαίνεται πως το καντήλι σου έχει ακόμα λάδι. Φύγε αμέσως, δεν μπορώ να εγγηθώ για τη ζωή σου.
Πράγματι, μια ομάδα παρακρατικών τραμπούκων του επιτέθηκαν στην Κόρινθο με πέτρες και τον τραυμάτισαν χωρίς να μπορέσουν να τον αποτελειώσουν. Από αυτήν την απόπειρα είναι και η διπλανή φωτογραφία του Ριζοσπάστη της εποχής. Με αυτά τα δυο αυλάκια αίμα στο πρόσωπο, τον είδε για πρώτη φορά η κόρη του.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η επιστολή του συνεργού του Βλάχου Νίκου Σιδηρόπουλου που δημοσίευσε ο Ριζοσπάστης στις 2 Απρίλη 1947:
«Ονομάζομαι Νικόλαος Σιδηρόπουλος, είμαι ηλικίας 33 ετών και από το χωριό Αλιστράτη των Σερρών, επάγγελμα καπνοπαραγωγός.
Επειδή γίνανε και γίνονται ορισμένα πράγματα ασυμβίβαστα με τη συνείδηση μου, παρακαλώ να δημοσιευτούν τα παρακάτω γραφόμενά μου.
Από τις 10-2-47, ήρθα στην Ελλάδα, φεύγοντας από τον τόπο της αυτοεξορίας μου «Μπούλκες» νοσταλγώντας την πατρίδα μου. Εδώ όμως μόλις ήλθα στη Θεσσαλονίκη μας παρέλαβε το Γ` Σώμα Στρατού και μας τοποθέτησε στην ΕΣΑ Βαρδαρίου. Εκεί στην αρχή μας πίεσαν εκβιάζοντάς μας να καταθέσουμε άσχετα με την αλήθεια και τη ζωή μας στο Μπούλκες.
Η ανάκριση γινότανε στο Γραφείο Α2, Γ` Σ. Στρατού. Στην ΕΣΑ ενώ μας περιόριζαν μέσα, μας έλεγαν να λέμε στον κόσμο ότι είμαστε ελεύθεροι. Παράλληλα μας έλεγαν αν δεν υπογράψουμε αυτά που μας λένε, δεν καθαρίζεται η θέση μας. Πρέπει να υπογράψετε, γιατί έτσι θα σώσουμε την Ελλάδα από τους Σλάβους.Ο Κύρου[αντιπρόσωπος της Κυβέρνησης στην Επιτροπή του ΟΗΕ στη Θεσσαλονίκη] μας μίλησε προτού αρχίσει τις εργασίες η Επιτροπή. Παιδιά εσείς θα σώσετε την Ελλάδα και θα έχετε ό,τι θέλετε από μας κλπ. Μας πλήρωναν, εκτός που τρώγαμε στην ΕΣΑ, το Γ` Σ. 10 χιλιάδες την ημέρα. Επίσης και εκτός του ημερομισθίου μας δίναν και συγκεντρωμένα χρήματα π.χ. εμένα μου δώσαν δυο φορές από 50 χιλιάδες.
Το Γιώργη Ζαφίρη (μάρτυρας του Κύρου) είδα να του δίνουν δυο φορές, μια φορά 100 χιλ. και άλλη μια φορά 150 χιλ. Εγώ δεν εξετάστηκα σαν μάρτυρας στον ΟΗΕ, αλλά υπάρχει η κατάθεσή μου που έγινε στο γραφείο Α2 Γ` Σ.Σ. όπως ήθελε ο Κύρου και μου την έφεραν ύστερα από τρεις μέρες στην ΕΣΑ και την υπόγραψα. Επίσης μου ζήτησαν και τους έκανα σχεδιάγραμμα του Μπούλκες.
Ανακαλώ και διαψεύδω και τους άλλους ομοίους μου που εξετάστηκαν σα μάρτυρες της ελληνικής κυβερνήσεως μπροστά στον ΟΗΕ και συγκεκριμένα οι Αννίβας, Ζαφίρης, Βαλταδώρος, Σοβαλίκης.Στό Μπούλκες δεν υπάρχουν σχολές στρατιωτικές, αλλά μονάχα σχολές γιά γράμματα και μαθήματα. Επίσης γίνονταν σουηδική γυμναστική. Όπλα δεν είχαμε ποτέ. Η δουλιά μας ήταν να δουλεύουμε τα κτήματα για να ζήσουμε. Γιά το ότι μας επισκεπτότανε ξένοι αξιωματικοί είναι ψέμμα. Μας επισκέφτηκε μόνο μιά επιτροπή από όλους τούς συμμάχους και έρχονταν και από τα γειτονικά χωριά, όταν κάναμε συναντήσεις ποδοσφαίρου.
Στίς 10-3-47 μας γράψανε στις εθνικόφρονες οργανώσεις πρώτον εμένα 2) το Χρήστο Βλάχο (αυτόν που πυροβόλησε τό Ζέβγο) 3) Παρτούλας Αθανάσιος 4) Χαρίσης Πολυμέρης 5) Λάζαρος Τσιαούσης 6) Γκιαουρίδης Χαράλαμπος 7) Ευστάθιος Μπαϊπουλτίδης. Την έγγραφή μας την έκανε ό δικηγόρος Καραγιάννης, πού φέρεται και σαν Πρόεδρος. Αμέσως φρόντισε να μας οπλίσει με περίστροφα, πιστόλια και χειροβομβίδες. Εμένα με δώσαν ένα γερμανικό πλακέ. Στο Χρήστο Βλάχο ένα Γκόλτς στο Λάζαρο Τσαούση Ναγκάν.
Τον οπλισμό μας τον έφερε ό Τάσος Τσάκωνας, που μένει στο συνοικισμό Νεαπόλεως, στο σπίτι του αδελφού του (ήταν ντυμένος πότε με πολιτικά και πότε μέ στρατιωτική στολή). Ό Τάσος ό Τσάκωνας είναι καί άρχηγός μας. Ό Τσάκωνας και ό Χρήστος Βλάχος πήγαν δυό φορές στό Γ” Σ.Σ. στίς 12 καί 13-3 γιά την παραλαβή του οπλισμού μας. Στίς 14-3 τό Γ” Σ.Σ. ενέκρινε, όπως μου είπε ό Τσάκωνας νά μας δώσει τον παραπάνω οπλισμό. Τα παραλάβαμε και μας τα έφερε ό Τσάκωνας και ο Βλάχος και μας τα μοίρασαν για να σκοτώσουμε το Ζέβγο, το δικηγόρο το Σακελαρόπουλο, το Δηλαβέρη και το γιατρό το Πασαλίδη.
Μας είπαν ο Τσάκωνας και ο Βλάχος να μη φοβόμαστε από τους χωροφυλάκους, γιατί ό,τι θα κάνουμε είναι εις γνώσιν της Ασφάλειας και του Σώματος. Ζητήσαμε χρήματα και μας είπε ο Τσάκωνας να μη στενοχωριόμαστε, αρκεί να τελειώσουμε με το καλό τη δουλιά, (δηλαδή τους σκοτωμούς) και θα μας έχουν επάνου στα χέρια. Οσο για τα χρήματα, θα μας δώσει ο γενικός διοικητής Ροδόπουλος, όσα θέλουμε.
Στην παρακολούθηση του Ζέβγου, που γινόταν με επικεφαλής μας τον Τσάκωνα και το Βλάχο και με μας, δηλαδή εμένα, ο Παρτούλας, Πολυμέρης, Τσιαούσης, Μπαϊπουλτίδης και Γκιαουρίδης, πήγαμε όλοι μαζί την Τετάρτη (σσ: προφανώς Τρίτη) 18/3/47 και παρακολουθήσαμε τον Ζέβγο, τον οποίο κανένας μας δεν εγνώριζε προσωπικά. Αλλά μας τον έδειξε τις προηγούμενες μέρες τμηματικά ο Μανώλης Κονιόρδος (βιομήχανος και της καταδιώξεως όπως έμαθα) που ερχόταν συχνά σε επαφή μαζί μας.
Διαταγή είχαμε το Ζέβγο να τον σκοτώσουμε νύχτα και κρυφά μέσα στο ξενοδοχείο. Εγώ πήρα μέρος μαζί τους από την Τρίτη το πρωί 18 του μηνός.Το βράδυ της ίδιας μέρας ώρα 8 μμ ο Ζέβγος πήγαινε για το ξενοδοχείο του. Δεν μπορέσαμε να του ρίξουμε κανείς από όλους γιατί είχε κόσμο. Την Τετάρτη το πρωί της 19 Μαρτίου πάλι άρχισε η παρακολούθηση από όλους μας μέχρι αργά τη νύχτα.
Ο Ζέβγος επάνω στο ξενοδοχείο μιλούσε με δημοσιογράφους, όπως μάθαμε από τον Τσάκωνα και Βλάχο και δεν μπορούσαμε να τελειώσουμε την αποστολή μας. Φύγαμε για ύπνο στην ΕΣΑ.
Την Πέμπτη το πρωί ήλθε ο Τσάκωνας ώρα 8.30 πμ και μας συγκέντρωσε και μας είπε να μείνουμε μέσα στην ΕΣΑ σε επιφυλακή. Ο Τσάκωνας πήρε τον Βλάχο και πήγαν στον υπουργό Ζέρβα. Οταν επέστρεψαν ήταν η ώρα 10.30 πμ. Με κάλεσαν ιδιαιτέρως εμένα και μου είπαν «τους βρήκαμε όλους μαζεμένους (Ζέρβα, κλπ) η δουλιά μας είναι εν τάξει. Είπαν να τον σκοτώσουμε ιδιαιτέρως το Ζέβγο, όπου τον βρούμε και όποια ώρα».
Αμέσως φύγαμε την ίδια ώρα ό Τσάκωνας, ό Βλάχος, εγώ ο Παρτούλας, Χαρίσης, Τσιαούσης, Γκιαουρίδης καί Μπαϊπουλτίδης. Πήγαμε και πιάσαμε το δρόμο της Αγίας Σοφίας από το σχολείο μέχρι που στρίβει ο δρόμος για το ξενοδοχείο (δεν ξέρω την Θεσσαλονίκη καλά γιατί δεν είμαι από δω). Ή ώρα θά ήταν 11 π.μ. Ύστερα από αρκετή ώρα, ίσως 12 π.μ. (δεν είχα ρολόι γιά νάμαι άκριβής) ό Ζέβγος βγήκε από το ξενοδοχείο και πήγε στα γραφεία του «Αγωνιστή». Εμείς τον παρακολουθήσαμε μέχρις εκεί. Έκατσε λίγη ώρα και ξαναβγήκε.
Όταν βγήκε, συνάντησε έναν άνθρωπο ηλικίας σχεδόν 40 – 45 χρονών, πού φορούσε παλτό γκρί σκούρο. Μίλησαν δυό λεπτά μαζί και χώρισαν.Ό Ζέβγος πήρε πάλι τό δρόμο τής Άγιας Σοφίας. Ό Χρήστος Βλάχος τον ακολούθησε κατά πόδας. Ο Ζέβγος πήγε στο εστιατόριο και κάθησε να φάει. Ό Βλάχος επέστρεψε καί ήρθε κοντά μου καί μοϋ είπε ότι έχει πλήθος και δέν μπόρεσα να τον χτυπήσω. Περιμέναμε. Ό Βλάχος πήγε και στάθηκε αντίκρυ στο εστιατόριο και παρακολουθούσε τό Ζέβγο.
Όταν βγήκε ό Βλάχος πήγε αμέσως πίσω του, έβγαλε το περίστροφο και τον πυροβόλησε από απόσταση δυό μέτρα. Με την πρώτη σφαίρα που δέχτηκε ο Ζέβγος γύρισε το κεφάλι του και κοίταξε προς τα πίσω. Ο Βλάχος συνέχισε, έρριξε άλλες τρεις σφαίρες στην πλάτη του Ζέβγου, ο οποίος μόλις προχώρησε δυο βήματα έπεσε στην άκρη του τοίχου. Εμείς αμέσως φύγαμε σκορπισμένοι κι ένας – ένας συγκεντρωθήκαμε στην ΕΣΑ. Εκεί μάθαμε ότι ο Βλάχος πιάστηκε από την αστυνομία. [Η Καίτη Ζεύγου το διαψεύδει, λέγοντας ότι αυτόπτης μάρτυρας την διαβεβαίωσε πως το δολοφόνο τον έπιασε ένας ναύτης όταν το πιστόλι κάπνιζε ακόμα.]
Έλειπε ο Τσάκωνας ο οποίος ήρθε κατά τις 5 μμ και είπε να ετοιμαστούν τα ρούχα του Βλάχου (τρεις κουβέρτες της ΕΣΑ, μια βραχεία, ένα κοστούμι, στρατιωτικά ρούχα κλπ) για να του τα πάμε.Από κει μας πήρε ο Τσάκωνας όλους πλην του Μπαϊπουλτίδη και πήγαμε στο Ε` τμήμα. Μόλις πήγαμε ένας ενωμοτάρχης ψηλός, μελαχρινός, γεμάτος, άνοιξε ένα παράθυρο που είναι προς το δρόμο της Εγνατίας και μας έδειξε το γραφείο του Σακελαρόπουλου, που φαινόταν πίσω απ” την κόκκινη εκκλησία η γωνία του.
Ο φόνος του Σακελαρόπουλου, θα γινόταν ως εξής: Θα μας ενίσχυε το Ε` τμήμα μ” ένα αυτόματο, το οποίο μου είπε ο Τσάκωνας θα το πάρεις εσύ. Ό Τσάκωνας θα έμπαινε μέσα στο Γραφείο και θα τον σκότωνε και μας είπε, εάν είναι άλλος μέσα θα τον σκοτώσω με σφαίρα και αν είναι μόνος, με μαχαίρι.
Ενώ όμως βρισκόμαστε στο Ε` τμήμα ήρθε κι ο βουλευτής Παπαδόπουλος του Κιλκίς (μου το πληροφόρησε ο Τσάκωνας), τον οποίο συνόδευε ένας άλλος. Κατόπιν από λίγα λεπτά της ώρας ήρθε ένας άλλος με στρατιωτική στολή και καλπάκι στο κεφάλι.Όλοι τους μπήκαν στο γραφείο του διοικητή. Ταυτόχρονα καλέσανε και τον Τσάκωνα μέσα και κλείσαν τήν πόρτα. Δεν ξέραμε τί λέγαν μέσα. Ακουσα μόνον ύστερα από 10 λεπτά της ώρας να ομιλεί ό Τσάκωνας στο τηλέφωνο. Δεν κατάλαβα τί έλεγε, αλλά διέκρινα τη φωνή του.
Μετά ό Τσάκωνας βγήκε έξω και μας είπε: πάμε παιδιά. Κατεβαίνοντας από το τμήμα στην είσοδό του ανταμώσαμε το δικηγόρο Καραγιάννη. Όλοι μαζί από κει περάσαμε τη γραμμή του τραμ και πήγαμε αντίκρυ στο πάρκο. Σχεδόν είχε σκοτεινιάσει. Εκεί ο Τσάκωνας μας είπε: «Παιδιά έχουμε διαταγή να αναβληθούν για δυο – τρεις μέρες οι εκτελέσεις». Ο Καραγιάννης από κει μας είπε δυο – δυο να φύγουμε και να πάμε στην ΕΣΑ και να μη βγούμε έξω.
Κατόπιν μας ήρθε ό Καραγιάννης και ό Τσάκωνας και πήραν τα ρούχα του Βλάχου (κουβέρτες κλπ.) από την ΕΣΑ και τα πήγαν στην Ασφάλεια όπου κρατιόταν ό Βλάχος.Δέχουμαι αυτά που λέω να τα καταθέσω και μπροστά σε οποιαδήποτε επιτροπή, αρκεί να υπάρχουν εγγυήσεις, πως δε θα πάθω τίποτε.Ολα αυτά τα καταγγέλλω μπροστά στον ελληνικό λαό για να μάθει την αλήθεια και δε δέχθηκα να γίνω εγκληματίας.Σας στέλνω και μια φωτογραφία μου, που είμαι με ένα της ΕΣΑ, απάνου στη μοτοσικλέτα.
Αυτά για την αλήθεια και ακρίβεια.
Με εκτίμησιν
Νικόλαος Σιδηρόπουλος»
Είχε διατελέσει υπουργός Γεωργίας στην πρώτη μετακατοχική κυβέρνηση Παπανδρέου. Υπουργός της Αριστεράς, χωρίς βέβαια καμία από τις σύγχρονες συμπαραδηλώσεις που φέρνει συνειρμικά ο όρος…
Ήταν ηγετικό στέλεχος του ΕΑΜ και του ΚΚΕ. Όταν τον σκότωσαν ήταν αναπληρωματικό μέλος του Π.Γ. της Κ.Ε. του ΚΚΕ.
Ήταν σύντροφος με την Καίτη Νισυρίου-Ζεύγου (ο γάμος τους νομιμοποιήθηκε αργότερα, το 1964). Έχοντας υπογράψει παλαιότερα (το 1933, από την Πάτρα) από κοινού ένα άρθρο στο Ριζοσπάστη με το ψευδώνυμο (Το) «Ζέβγος», διατήρησαν στην παρανομία το όνομα αυτό και έμειναν στην Ιστορία ως Γιάννης Ζέβγος και Καίτη Ζεύγου αντίστοιχα. Εκείνος το έγραφε με ‘β’, ενώ η Καίτη Ζεύγου με ‘υ’.
Αντί να γράψουμε δυο λόγια για τη ζωή του στελέχους αυτού του κομμουνιστικού κινήματος, ας διαβάσουμε καλύτερα τι γράφει ο ίδιος στο αυτοβιογραφικό σημείωμα που παρέδωσε στο Κόμμα στις 4/2/1946. Το βρήκαμε στο βιβλίο της Καίτης Ζεύγου: «Με τον Γιάννη Ζέβγο στο επαναστατικό κίνημα», εκδόσεις Ωκεανίδα, 1980, σελ. 17.
Το ΚΚΕ έκανε τότε καταγραφή του στελεχικού του δυναμικού και ζήτησε σύντομα βιογραφικά σημειώματα από όλα τα στελέχη του με βάση κάποιες ερωτήσεις. Μία από αυτές ήταν και το πού και πώς είχαν συλληφθεί.
Ο Γιάννης Ζέβγος μιλάει στο
Εθνικό Συμβούλιο στις Κορυσχάδες
|
«Γεννήθηκα στα 1897 στο χωριό Δόριζα της Τρίπολης. Οικογένεια γεωργοκτηνοτροφική.Τελείωσα το Γυμνάσιο στην Τρίπολη και πήγα όχτώ μήνες στο Διδασκαλείο της Αθήνας, έγινα δάσκαλος και σαν τέτοιος υπηρέτησα λίγο καιρό σε δυό χωριά της Αρκαδίας πριν το 1917.
Ή ζωή μου ως εδώ ήταν γεμάτη στερήσεις, ουσιαστικά δεν είχα βγει από το περιορισμένο περιβάλλον του χωριού, είχα αποχτήσει μηδαμινές ειδικές γνώσεις, ενώ ή υγεία μου είχε κλονιστεί αθεράπευτα.
Στα 1917 πήγα στρατιώτης. Στις αρχές του 1918 μπήκα στον ουλαμό εφέδρων αξιωματικών και μόλις τέλειωσα πήρα ένα χρόνο αναβολή για λόγους υγείας – φυματική κατάσταση – και το χρόνο αυτό τον έκανα στο ίδιο περιβάλλον του χωριού.Όντας στρατιώτης άκουσα για πρώτη φορά για Σοσιαλισμό και την Οχτωβριανή επανάσταση.
Δάσκαλος έμεινα στη Μακεδονία μέχρι το 1924 οπότε με καταδίωξαν και μέ μετέθεταν σε διάφορα χωριά. Παντού οργάνωνα ομίλους και διδασκαλικό συνδικαλιστικό κίνημα και το 1922 στάλθηκα αντιπρόσωπος του Συλλόγου Γιαννιτσών στο Συνέδριο της Διδασκαλικής ομοσπονδίας.
Σ αυτό το μεταξύ ξαναπήγα στρατιώτης στη Μικρά Ασία, όπου συνδέθηκα και δούλεψα κομματικά στο στρατό. Πιάστηκα, βασανίστηκα και στάλθηκα στις πρώτες γραμμές του μετώπου.Στο εξωτερικό πήρα μαρξιστική γενική μόρφωση.
Πιάστηκα στα 1925, όταν δούλευα στην Εργατική Βοήθεια και έκανα 5 μήνες εξορία.Πρέπει νάναι σίγουρο ότι με παρέδωσε τότε ό Μάθεσης, που τον είχα βοηθό και έμεινε στη θέση μου μετά την σύλληψη μου. Στα 1935 ξαναπιάστηκα και με άφησαν. Πιστεύω ότι τότε μ” έπιασαν τυχαία. Στα 1938 ή σύλληψή μου ήταν ένα κομμάτι των όλων συλλήψεων και δουλιά τοΰ Μάθεση, πού παρακολουθούσε τίς συνεδριάσεις της Κ. Ε.
Δραπέτευσα μιά φορά το Φλεβάρη 1943 κατεβαίνοντας με σχοινί από το Κρατικό Νοσοκομείο της Αθήνας, όπου είχα μεταφερθεί από την Ακροναυπλία, ύστερα από ενέργειες του Π.Γ. Στα 1926 γνώρισα την Καίτη Νισυρίου, που αργότερα παντρευτήκαμε. Ζω μαζί της και με την κόρη μου. Προσπάθησα από την πρώτη στιγμή πού έγινα μέλος του Κόμματος, να μη δώσω αφορμή να θιγεί ούτε με την ατομική, ούτε με την οικογενειακή μου ζωή, το κύρος του Κόμματος.
Γιάννης Ζέβγος
Επιστρέφουμε στην Πέμπτη 20 Μάρτη του 1947. Ο Γιάννης Ζέβγος έχει ανέβει στη Θεσσαλονίκη από τις αρχές Φλεβάρη του ’47, για να παρακολουθήσει το έργο μιας επιτροπής του ΟΗΕ που συγκέντρωνε στοιχεία για το όργιο των διώξεων που υφίσταντο οι αγωνιστές της αριστεράς στην Ελλάδα μετά από την γνωστή συμφωνία της Βάρκιζας (12 Φλεβάρη 1945).
Δολοφονήθηκε από τον κρεοπώλη Χρήστο Βλάχο από την Ξάνθη, ο οποίος συνελήφθη. Αρχικά στο ΒΗΜΑ (22/3/1947) γράφτηκε η παρακάτω ανακοίνωση από το γραφείο του πρωθυπουργού:
«Η Κυβέρνησις δεν πρόκειται να προβεί εις δηλώσεις. Μετά την σύλληψιν του δράστου του εγκλήματος, η υπόθεσις έχει περιέλθει εις την τακτικήν δικαιοσύνην, η οποία θα επιτελέσει το καθήκον της».
Στη συνέχεια, τα παπαγαλάκια της εποχής άρχισαν το γνωστό έργο τους. Καθώς ο δράστης ήταν "ανανήψας" πρώην κομμουνιστής, άρχισαν οι διαρροές:
-Ήθελε να εκδικηθεί για τα βασανιστήρια που είχε υποστεί στο Μπούλκες.
-Τον είχε βάλει ο Ζαχαριάδης.
-Επρόκειτο για “εκκαθάριση προσωπικών λογαριασμών’, φόνο ‘για λόγους τιμής’, διότι δήθεν ο Ζέβγος είχε συνάψει στο Μπούλκες σχέση με τη γυναίκα του δράστη. Το γεγονός ότι ο Ζέβγος δεν είχε πατήσει ποτέ το πόδι του στο Μπούλκες, δεν μέτρησε βέβαια καθόλου…
Αργότερα ξεκαθάρισε η υπόθεση με το γράμμα του συνεργάτη του Βλάχου Ν. Σιδηρόπουλου καθώς και με αντίστοιχη δήλωση του τρίτου συνεργάτη Γκιαουρίδη.
Ο φυσικός αυτουργός της δολοφονίας Χρήστος Βλάχος, καταδικάστηκε το 1948 σε δύο χρόνια φυλακή. Βγήκε νωρίτερα και φυγαδεύτηκε στην Αργεντινή.
Πολύ αργότερα, το 1981, εντοπίστηκε στο ψυχιατρείο της Λέρου, όπου ως τρόφιμος έδωσε συνέντευξη στην εφημερίδα ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ και παραδέχτηκε ότι το έγκλημα διαπράχθηκε στο πλαίσιο της ‘εθνικής του αποστολής’ να καθαρίσει την πατρίδα από τους κομμουνιστές και κατόπιν εντολής από τους ανωτέρους του.
Να σημειώσουμε πως δεν ήταν η πρώτη φορά που ο Γιάννης Ζέβγος δέχτηκε δολοφονική επίθεση. Ένα χρόνο πριν, τέλη Φλεβάρη του 1946, στη διάρκεια μιας περιοδείας σε Μεσσηνία, Λακωνία και Αρκαδία, τον κάλεσε στην Τρίπολη ο διοικητής της Χωροφυλακής και του είπε: Φαίνεται πως το καντήλι σου έχει ακόμα λάδι. Φύγε αμέσως, δεν μπορώ να εγγηθώ για τη ζωή σου.
Πράγματι, μια ομάδα παρακρατικών τραμπούκων του επιτέθηκαν στην Κόρινθο με πέτρες και τον τραυμάτισαν χωρίς να μπορέσουν να τον αποτελειώσουν. Από αυτήν την απόπειρα είναι και η διπλανή φωτογραφία του Ριζοσπάστη της εποχής. Με αυτά τα δυο αυλάκια αίμα στο πρόσωπο, τον είδε για πρώτη φορά η κόρη του.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η επιστολή του συνεργού του Βλάχου Νίκου Σιδηρόπουλου που δημοσίευσε ο Ριζοσπάστης στις 2 Απρίλη 1947:
«Ονομάζομαι Νικόλαος Σιδηρόπουλος, είμαι ηλικίας 33 ετών και από το χωριό Αλιστράτη των Σερρών, επάγγελμα καπνοπαραγωγός.
Επειδή γίνανε και γίνονται ορισμένα πράγματα ασυμβίβαστα με τη συνείδηση μου, παρακαλώ να δημοσιευτούν τα παρακάτω γραφόμενά μου.
Από τις 10-2-47, ήρθα στην Ελλάδα, φεύγοντας από τον τόπο της αυτοεξορίας μου «Μπούλκες» νοσταλγώντας την πατρίδα μου. Εδώ όμως μόλις ήλθα στη Θεσσαλονίκη μας παρέλαβε το Γ` Σώμα Στρατού και μας τοποθέτησε στην ΕΣΑ Βαρδαρίου. Εκεί στην αρχή μας πίεσαν εκβιάζοντάς μας να καταθέσουμε άσχετα με την αλήθεια και τη ζωή μας στο Μπούλκες.
Η ανάκριση γινότανε στο Γραφείο Α2, Γ` Σ. Στρατού. Στην ΕΣΑ ενώ μας περιόριζαν μέσα, μας έλεγαν να λέμε στον κόσμο ότι είμαστε ελεύθεροι. Παράλληλα μας έλεγαν αν δεν υπογράψουμε αυτά που μας λένε, δεν καθαρίζεται η θέση μας. Πρέπει να υπογράψετε, γιατί έτσι θα σώσουμε την Ελλάδα από τους Σλάβους.Ο Κύρου[αντιπρόσωπος της Κυβέρνησης στην Επιτροπή του ΟΗΕ στη Θεσσαλονίκη] μας μίλησε προτού αρχίσει τις εργασίες η Επιτροπή. Παιδιά εσείς θα σώσετε την Ελλάδα και θα έχετε ό,τι θέλετε από μας κλπ. Μας πλήρωναν, εκτός που τρώγαμε στην ΕΣΑ, το Γ` Σ. 10 χιλιάδες την ημέρα. Επίσης και εκτός του ημερομισθίου μας δίναν και συγκεντρωμένα χρήματα π.χ. εμένα μου δώσαν δυο φορές από 50 χιλιάδες.
Το Γιώργη Ζαφίρη (μάρτυρας του Κύρου) είδα να του δίνουν δυο φορές, μια φορά 100 χιλ. και άλλη μια φορά 150 χιλ. Εγώ δεν εξετάστηκα σαν μάρτυρας στον ΟΗΕ, αλλά υπάρχει η κατάθεσή μου που έγινε στο γραφείο Α2 Γ` Σ.Σ. όπως ήθελε ο Κύρου και μου την έφεραν ύστερα από τρεις μέρες στην ΕΣΑ και την υπόγραψα. Επίσης μου ζήτησαν και τους έκανα σχεδιάγραμμα του Μπούλκες.
Ανακαλώ και διαψεύδω και τους άλλους ομοίους μου που εξετάστηκαν σα μάρτυρες της ελληνικής κυβερνήσεως μπροστά στον ΟΗΕ και συγκεκριμένα οι Αννίβας, Ζαφίρης, Βαλταδώρος, Σοβαλίκης.Στό Μπούλκες δεν υπάρχουν σχολές στρατιωτικές, αλλά μονάχα σχολές γιά γράμματα και μαθήματα. Επίσης γίνονταν σουηδική γυμναστική. Όπλα δεν είχαμε ποτέ. Η δουλιά μας ήταν να δουλεύουμε τα κτήματα για να ζήσουμε. Γιά το ότι μας επισκεπτότανε ξένοι αξιωματικοί είναι ψέμμα. Μας επισκέφτηκε μόνο μιά επιτροπή από όλους τούς συμμάχους και έρχονταν και από τα γειτονικά χωριά, όταν κάναμε συναντήσεις ποδοσφαίρου.
Στίς 10-3-47 μας γράψανε στις εθνικόφρονες οργανώσεις πρώτον εμένα 2) το Χρήστο Βλάχο (αυτόν που πυροβόλησε τό Ζέβγο) 3) Παρτούλας Αθανάσιος 4) Χαρίσης Πολυμέρης 5) Λάζαρος Τσιαούσης 6) Γκιαουρίδης Χαράλαμπος 7) Ευστάθιος Μπαϊπουλτίδης. Την έγγραφή μας την έκανε ό δικηγόρος Καραγιάννης, πού φέρεται και σαν Πρόεδρος. Αμέσως φρόντισε να μας οπλίσει με περίστροφα, πιστόλια και χειροβομβίδες. Εμένα με δώσαν ένα γερμανικό πλακέ. Στο Χρήστο Βλάχο ένα Γκόλτς στο Λάζαρο Τσαούση Ναγκάν.
Τον οπλισμό μας τον έφερε ό Τάσος Τσάκωνας, που μένει στο συνοικισμό Νεαπόλεως, στο σπίτι του αδελφού του (ήταν ντυμένος πότε με πολιτικά και πότε μέ στρατιωτική στολή). Ό Τάσος ό Τσάκωνας είναι καί άρχηγός μας. Ό Τσάκωνας και ό Χρήστος Βλάχος πήγαν δυό φορές στό Γ” Σ.Σ. στίς 12 καί 13-3 γιά την παραλαβή του οπλισμού μας. Στίς 14-3 τό Γ” Σ.Σ. ενέκρινε, όπως μου είπε ό Τσάκωνας νά μας δώσει τον παραπάνω οπλισμό. Τα παραλάβαμε και μας τα έφερε ό Τσάκωνας και ο Βλάχος και μας τα μοίρασαν για να σκοτώσουμε το Ζέβγο, το δικηγόρο το Σακελαρόπουλο, το Δηλαβέρη και το γιατρό το Πασαλίδη.
Μας είπαν ο Τσάκωνας και ο Βλάχος να μη φοβόμαστε από τους χωροφυλάκους, γιατί ό,τι θα κάνουμε είναι εις γνώσιν της Ασφάλειας και του Σώματος. Ζητήσαμε χρήματα και μας είπε ο Τσάκωνας να μη στενοχωριόμαστε, αρκεί να τελειώσουμε με το καλό τη δουλιά, (δηλαδή τους σκοτωμούς) και θα μας έχουν επάνου στα χέρια. Οσο για τα χρήματα, θα μας δώσει ο γενικός διοικητής Ροδόπουλος, όσα θέλουμε.
Στην παρακολούθηση του Ζέβγου, που γινόταν με επικεφαλής μας τον Τσάκωνα και το Βλάχο και με μας, δηλαδή εμένα, ο Παρτούλας, Πολυμέρης, Τσιαούσης, Μπαϊπουλτίδης και Γκιαουρίδης, πήγαμε όλοι μαζί την Τετάρτη (σσ: προφανώς Τρίτη) 18/3/47 και παρακολουθήσαμε τον Ζέβγο, τον οποίο κανένας μας δεν εγνώριζε προσωπικά. Αλλά μας τον έδειξε τις προηγούμενες μέρες τμηματικά ο Μανώλης Κονιόρδος (βιομήχανος και της καταδιώξεως όπως έμαθα) που ερχόταν συχνά σε επαφή μαζί μας.
1916- Ο Γιάννης Ζέβγος διορίζεται δάσκαλος |
Διαταγή είχαμε το Ζέβγο να τον σκοτώσουμε νύχτα και κρυφά μέσα στο ξενοδοχείο. Εγώ πήρα μέρος μαζί τους από την Τρίτη το πρωί 18 του μηνός.Το βράδυ της ίδιας μέρας ώρα 8 μμ ο Ζέβγος πήγαινε για το ξενοδοχείο του. Δεν μπορέσαμε να του ρίξουμε κανείς από όλους γιατί είχε κόσμο. Την Τετάρτη το πρωί της 19 Μαρτίου πάλι άρχισε η παρακολούθηση από όλους μας μέχρι αργά τη νύχτα.
Ο Ζέβγος επάνω στο ξενοδοχείο μιλούσε με δημοσιογράφους, όπως μάθαμε από τον Τσάκωνα και Βλάχο και δεν μπορούσαμε να τελειώσουμε την αποστολή μας. Φύγαμε για ύπνο στην ΕΣΑ.
Την Πέμπτη το πρωί ήλθε ο Τσάκωνας ώρα 8.30 πμ και μας συγκέντρωσε και μας είπε να μείνουμε μέσα στην ΕΣΑ σε επιφυλακή. Ο Τσάκωνας πήρε τον Βλάχο και πήγαν στον υπουργό Ζέρβα. Οταν επέστρεψαν ήταν η ώρα 10.30 πμ. Με κάλεσαν ιδιαιτέρως εμένα και μου είπαν «τους βρήκαμε όλους μαζεμένους (Ζέρβα, κλπ) η δουλιά μας είναι εν τάξει. Είπαν να τον σκοτώσουμε ιδιαιτέρως το Ζέβγο, όπου τον βρούμε και όποια ώρα».
Αμέσως φύγαμε την ίδια ώρα ό Τσάκωνας, ό Βλάχος, εγώ ο Παρτούλας, Χαρίσης, Τσιαούσης, Γκιαουρίδης καί Μπαϊπουλτίδης. Πήγαμε και πιάσαμε το δρόμο της Αγίας Σοφίας από το σχολείο μέχρι που στρίβει ο δρόμος για το ξενοδοχείο (δεν ξέρω την Θεσσαλονίκη καλά γιατί δεν είμαι από δω). Ή ώρα θά ήταν 11 π.μ. Ύστερα από αρκετή ώρα, ίσως 12 π.μ. (δεν είχα ρολόι γιά νάμαι άκριβής) ό Ζέβγος βγήκε από το ξενοδοχείο και πήγε στα γραφεία του «Αγωνιστή». Εμείς τον παρακολουθήσαμε μέχρις εκεί. Έκατσε λίγη ώρα και ξαναβγήκε.
Όταν βγήκε, συνάντησε έναν άνθρωπο ηλικίας σχεδόν 40 – 45 χρονών, πού φορούσε παλτό γκρί σκούρο. Μίλησαν δυό λεπτά μαζί και χώρισαν.Ό Ζέβγος πήρε πάλι τό δρόμο τής Άγιας Σοφίας. Ό Χρήστος Βλάχος τον ακολούθησε κατά πόδας. Ο Ζέβγος πήγε στο εστιατόριο και κάθησε να φάει. Ό Βλάχος επέστρεψε καί ήρθε κοντά μου καί μοϋ είπε ότι έχει πλήθος και δέν μπόρεσα να τον χτυπήσω. Περιμέναμε. Ό Βλάχος πήγε και στάθηκε αντίκρυ στο εστιατόριο και παρακολουθούσε τό Ζέβγο.
Όταν βγήκε ό Βλάχος πήγε αμέσως πίσω του, έβγαλε το περίστροφο και τον πυροβόλησε από απόσταση δυό μέτρα. Με την πρώτη σφαίρα που δέχτηκε ο Ζέβγος γύρισε το κεφάλι του και κοίταξε προς τα πίσω. Ο Βλάχος συνέχισε, έρριξε άλλες τρεις σφαίρες στην πλάτη του Ζέβγου, ο οποίος μόλις προχώρησε δυο βήματα έπεσε στην άκρη του τοίχου. Εμείς αμέσως φύγαμε σκορπισμένοι κι ένας – ένας συγκεντρωθήκαμε στην ΕΣΑ. Εκεί μάθαμε ότι ο Βλάχος πιάστηκε από την αστυνομία. [Η Καίτη Ζεύγου το διαψεύδει, λέγοντας ότι αυτόπτης μάρτυρας την διαβεβαίωσε πως το δολοφόνο τον έπιασε ένας ναύτης όταν το πιστόλι κάπνιζε ακόμα.]
Το πατρικό σπίτι του Γ. Ζέβγου |
Ο φόνος του Σακελαρόπουλου, θα γινόταν ως εξής: Θα μας ενίσχυε το Ε` τμήμα μ” ένα αυτόματο, το οποίο μου είπε ο Τσάκωνας θα το πάρεις εσύ. Ό Τσάκωνας θα έμπαινε μέσα στο Γραφείο και θα τον σκότωνε και μας είπε, εάν είναι άλλος μέσα θα τον σκοτώσω με σφαίρα και αν είναι μόνος, με μαχαίρι.
Ενώ όμως βρισκόμαστε στο Ε` τμήμα ήρθε κι ο βουλευτής Παπαδόπουλος του Κιλκίς (μου το πληροφόρησε ο Τσάκωνας), τον οποίο συνόδευε ένας άλλος. Κατόπιν από λίγα λεπτά της ώρας ήρθε ένας άλλος με στρατιωτική στολή και καλπάκι στο κεφάλι.Όλοι τους μπήκαν στο γραφείο του διοικητή. Ταυτόχρονα καλέσανε και τον Τσάκωνα μέσα και κλείσαν τήν πόρτα. Δεν ξέραμε τί λέγαν μέσα. Ακουσα μόνον ύστερα από 10 λεπτά της ώρας να ομιλεί ό Τσάκωνας στο τηλέφωνο. Δεν κατάλαβα τί έλεγε, αλλά διέκρινα τη φωνή του.
Μετά ό Τσάκωνας βγήκε έξω και μας είπε: πάμε παιδιά. Κατεβαίνοντας από το τμήμα στην είσοδό του ανταμώσαμε το δικηγόρο Καραγιάννη. Όλοι μαζί από κει περάσαμε τη γραμμή του τραμ και πήγαμε αντίκρυ στο πάρκο. Σχεδόν είχε σκοτεινιάσει. Εκεί ο Τσάκωνας μας είπε: «Παιδιά έχουμε διαταγή να αναβληθούν για δυο – τρεις μέρες οι εκτελέσεις». Ο Καραγιάννης από κει μας είπε δυο – δυο να φύγουμε και να πάμε στην ΕΣΑ και να μη βγούμε έξω.
Κατόπιν μας ήρθε ό Καραγιάννης και ό Τσάκωνας και πήραν τα ρούχα του Βλάχου (κουβέρτες κλπ.) από την ΕΣΑ και τα πήγαν στην Ασφάλεια όπου κρατιόταν ό Βλάχος.Δέχουμαι αυτά που λέω να τα καταθέσω και μπροστά σε οποιαδήποτε επιτροπή, αρκεί να υπάρχουν εγγυήσεις, πως δε θα πάθω τίποτε.Ολα αυτά τα καταγγέλλω μπροστά στον ελληνικό λαό για να μάθει την αλήθεια και δε δέχθηκα να γίνω εγκληματίας.Σας στέλνω και μια φωτογραφία μου, που είμαι με ένα της ΕΣΑ, απάνου στη μοτοσικλέτα.
Αυτά για την αλήθεια και ακρίβεια.
Με εκτίμησιν
Νικόλαος Σιδηρόπουλος»
Πηγή: Βαθύ κόκκινο
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Tα σχόλια στο μπλοκ πρέπει να συνοδεύονται από ένα ψευδώνυμο, ενσωματωμένο στην αρχή ή το τέλος του κειμένου, άν δεν υπάρχει εγγραφή στον blogger ή άλλη διαδυκτιακή υπηρεσία (βλέπε όροι σχολιασμού στο πάνω μέρος της σελίδας).
Ανώνυμα και υβριστικά σχόλια μπορούν να διαγράφονται χωρίς άλλη προειδοποίηση.