Είναι γεγονός ότι η απεργία αποτελεί ένα όπλο στα χέρια των εργαζομένων,
το οποίο πραγματικά "πονάει" το κεφάλαιο και την αστική τάξη
γενικώτερα. Μπορεί να χάνουν οι απεργοί τα γλίσχρα μεροκάματά τους αλλά η
ζημιά που υφίσταται η κερδοφορία τού κεφαλαίου από κάθε μέρα απεργίας
είναι τεράστια. Γι' αυτό, η άρχουσα τάξη καταβάλλει άοκνες προσπάθειες
προκειμένου να περιστείλει -ή και να καταργήσει- το δικαίωμα των
εργαζομένων στην απεργία.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί ο περίφημος "Κανονισμός Μόντι ΙΙ", ο οποίος επιχειρούσε να βάλει σε ευρωενωσιακά καλούπια το δικαίωμα της απεργίας, ως "θεμελιώδες δικαίωμα άσκησης συλλογικής δράσης στο πλαίσιο των οικονομικών ελευθεριών και ιδιαίτερα της ελευθερίας εγκατάστασης και της ελευθερίας παροχής υπηρεσιών". Όπως είναι σαφές, εμπνευστής αυτού του κανονισμού ήταν ο σημερινός δοτός πρωθυπουργός τής Ιταλίας. Όμως, δυστυχώς γι' αυτόν και την κάστα του, η γενική και συντονισμένη αντίδραση των εργαζομένων σε όλη την Ευρώπη υποχρέωσε την ευρωπαίο επίτροπο απασχόλησης να αποσύρει τον εν λόγω κανονισμό πριν δυο μήνες περίπου.
Βέβαια, αυτή η απόσυρση δεν σημαίνει και την οριστική νίκη των εργαζομένων. Το κεφάλαιο γνωρίζει πώς να αναδιπλώνεται στα δύσκολα και πώς να αντεπιτίθεται όταν βρει την ευκαιρία. Αυτό που τελικά δεν πέρασε σε κεντρικό επίπεδο, είναι σίγουρο πως θα επιχειρηθεί να περάσει σε επίπεδο εθνικών νομοθεσιών, από κάθε κράτος χωριστά. Συνεπώς, αξίζει να μάθουμε δυο πράγματα παραπάνω για τον συγκεκριμένο κανονισμό, προκειμένου να οξυνθούν τα αισθητήριά μας και να είμαστε καλυτερα προετοιμασμένοι για την αντεπίθεση που προαναφέραμε. Και, πρώτα-πρώτα, ας δούμε με ποια αφορμή αποφάσισε ο Μόντι να εισηγηθεί έναν τέτοιο κανονισμό.
Στις 11/12/2007, το ευρωπαϊκό δικαστήριο εξέδωσε την απόφαση C-438/05, με την οποία έκρινε παράνομη την απεργία τής Φινλανδικής Ομοσπονδίας Ναυτεργατών και της Διεθνούς Ομοσπονδίας Εργαζομένων στις Μεταφορές, μετά από προσφυγή τής εταιρείας Viking Line. Οι απεργοί απαιτούσαν να παραμείνει υπό φινλανδική σημαία το πλοίο "Rosella" τής εταιρείας, το οποίο έκανε το δρομολόγιο Ελσίνκι-Ταλλίν. Αντίθετα, η εταιρεία ήθελε να σηκώσει εσθονική σημαία, προκειμένου να υπαγάγει τους ναυτεργάτες της στην εσθονική συλλογική σύμβαση εργασίας, η οποία προέβλεπε πολύ χαμηλότερα μεροκάματα και πολύ λιγώτερα δικαιώματα.
Μια βδομάδα αργότερα, στις 18/12/2007, με την απόφαση C-341/05, το ευρωπαϊκό δικαστήριο έκρινε παράνομη και την απεργία τής Σουηδικής Ομοσπονδίας Οικοδόμων, μετά από προσφυγή τής λετονικής εταιρείας Laval. Η εταιρεία (μέσω μιας ντόπιας θυγατρικής της) είχε αναλάβει να χτίσει ένα σχολείο και είχε κουβαλήσει λετονούς εργάτες, τους οποίους πλήρωνε σύμφωνα με την λετονική σύμβαση εργασίας. Οι σουηδοί οικοδόμοι ζητούσαν να εφαρμοσθεί σε όλους τους εργαζόμενους η -πολύ καλύτερη γι' αυτούς- σουηδική σύμβαση εργασίας, ώστε να μην έχει πλέον λόγους η εταιρεία να φέρνει εργάτες από την Λετονία.
Και οι δυο παραπάνω δικαστικές αποφάσεις έκριναν παράνομες τις απεργίες επειδή παραβίαζαν το ευρωπαϊκό δίκαιο και τα "θεμελιώδη δικαιώματα" που κατοχυρώνονται από την Συνθήκη του Μάαστριχτ. Συγκεκριμένα, το δικαστήριο κάνει λόγο για παραβίαση του δικαιώματος της ελεύθερης εγκατάστασης των επιχειρήσεων (άρθρο 43 της Συνθήκης) και του δικαιώματος της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών και κυκλοφορίας των εργαζομένων (άρθρο 49 της Συνθήκης, για την εφαρμογή του οποίου εκδόθηκε η οδηγία 96/71).
Το ίδιο δικαστήριο, με άλλη απόφασή του (υπόθεση C-346/06) κρίνει ότι "η οδηγία 96/71, ερμηνευόμενη υπό το πρίσμα του άρθρου 49 ΕΚ, απαγορεύει, σε περιπτώσεις όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, νομοθετικό μέτρο, λαμβανόμενο από αρχή κράτους μέλους, το οποίο επιβάλλει στην αναθέτουσα αρχή να συνάπτει συμβάσεις έργων μόνο με επιχειρήσεις οι οποίες, κατά την υποβολή προσφοράς, αναλαμβάνουν γραπτώς την υποχρέωση να καταβάλλουν στους εργαζομένους τους ως αντάλλαγμα για την εκτέλεση των έργων αυτών τουλάχιστον την αμοιβή που προβλέπει συλλογική σύμβαση ισχύουσα στον τόπο εκπληρώσεως της παροχής αυτής".
Ο Μόντι, λοιπόν, έχοντας όλα αυτά υπ' όψιν, σκέφτηκε ότι οι εργαζόμενοι το έχουν παρακάνει με τις απεργίες επειδή, προφανώς, δεν γνωρίζουν τα όσα προβλέπει η ευρωπαϊκή νομοθεσία. Έτσι αποφάσισε να προτείνει έναν κανονισμό ο οποίος θα κωδικοποιούσε τους κανόνες υπό τους οποίους θα μπορούσε να γίνεται αποδεκτή μια απεργία στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Μάλιστα δε, μιας κι ανέλαβε τέτοιο μεγάλο έργο, σκέφτηκε επίσης ότι δεν θα ήταν κακό να σφίξει λίγο περισσότερο τα λουριά στους επίδοξους απεργούς. Όταν τελείωσε την δουλειά του, την υπέβαλε προς έγκριση και ανεχώρησε για να αναλάβει το πρωθυπουργηλίκι της χώρας του.
Μιλούσαμε για τον "Κανονισμό Μόντι ΙΙ" και, μάλιστα, είχαμε δώσει και την σχετική διασύνδεση για να τον διαβάσει όποιος θέλει. Σήμερα, λοιπόν, ας επιχειρήσουμε μια κατ' άρθρο παρουσίασή του.
Άρθρο 1: Αντικείμενο του Κανονισμού είναι ο καθορισμός γενικών αρχών και κανόνων που πρέπει να διέπουν το "θεμελιώδες δικαίωμα της άσκησης συλλογικής δράσης στο πλαίσιο των οικονομικών ελευθεριών και ιδιαίτερα της ελευθερίας εγκατάστασης και της ελευθερίας παροχής υπηρεσιών". Στην παράγραφο 2 ορίζεται ότι ο κανονισμός δεν πρέπει να ερμηνευτεί ότι επηρεάζει την εθνική νομοθεσία των κρατών μελών σχετικά με το δικαίωμα της απεργίας, τις συλλογικές διαπραγματεύσεις και τις συμβάσεις εργασίας, κάτι που όμως αποτελεί χυδαίο ψέμα και παραπλάνηση, αφού ο ίδιος ο Κανονισμός εξαρτά το δικαίωμα της απεργίας και των συλλογικών διαπραγματεύσεων από την οικονομική ελευθερία τής εργοδοσίας.
Άρθρο 2: Εδώ μπαίνουν οι γενικές αρχές για την άσκηση του δικαιώματος της απεργίας. Συγκεκριμένα, ορίζεται ότι το δικαίωμα της απεργίας -και γενικά της συλλογικής δράσης των εργατικών συνδικάτων- πρέπει να σέβεται τις οικονομικές ελευθερίες κίνησης του κεφαλαίου που κατοχυρώνονται από τις συνθήκες της Ε.Ε. Ορίζεται επίσης ότι η κάθε απεργία πρέπει να είναι "σύμφωνη με την αρχή της αναλογικότητας". Βέβαια, δηλώνεται και το αντίθετο, ότι τάχα και οι ελευθερίες του κεφαλαίου πρέπει επίσης να σέβονται το δικαίωμα δράσης των συνδικάτων, κάτι το οποίο δεν έχει καμία πρακτική αξία για την εργατική τάξη, γιατί ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής, η ιδιοκτησία των καπιταλιστών στα μέσα παραγωγής, η ελευθερία κίνησης του κεφαλαίου και η εκμετάλλευση της εργατικής δύναμης είναι κατοχυρωμένα στα αστικά εθνικά συντάγματα και τις ενοποιημένες συνθήκες της Ε.Ε., ως υπέρτατη και απαραβίαστη αρχή της κυριαρχίας του κεφαλαίου. Ακόμη, "το δικαίωμα της απεργίας τίθεται υπό εξέταση, ώστε να συμβιβάζεται με το δικαίωμα της ελεύθερης κίνησης εγκατάστασης και παροχής υπηρεσιών του κεφαλαίου σε κάθε κράτος μέλος της Ε.Ε.". Η απαγόρευση του δικαιώματος της απεργίας επιδιώκεται να επιβληθεί σε κάθε κράτος μέλος της Ε.Ε., ώστε να μη πλήττεται η ελευθερία εγκατάστασης και παροχής υπηρεσιών του κεφαλαίου τόσο σε εθνικό όσο και σε διακρατικό επίπεδο. Δηλαδή, όπως έγινε με την απαγόρευση των απεργιών που είδαμε στο χτεσινό σημείωμα.
Άρθρο 3: Ορίζεται ότι τα εθνικά δικαστήρια του κράτους μέλους όπου διεξάγεται η απεργία θα κρίνουν εάν η απεργία συμβιβάζεται με την ελευθερία του κεφαλαίου, σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία και τη νομοθεσία της Ε.Ε. υπό την αίρεση ότι το ευρωπαϊκό δικαστήριο της Ε.Ε. θα έχει τον τελικό λόγο. Έτσι, η Ε.Ε. δημιουργεί το αντιδραστικό νομοθετικό πλαίσιο, το οποίο πρέπει να εφαρμόζουν τα εθνικά δικαστήρια, με βάση τη γενική αρχή του άρθρου 2 (η απεργία δεν πρέπει να θίγει τα δικαιώματα της οικονομικής ελευθερίας του κεφαλαίου), ακόμη κι αν αυτό δεν προβλέπεται στην εθνική τους εργατική νομοθεσία. Από την άλλη, κατοχυρώνει την αρμοδιότητα του ευρωδικαστηρίου να αποφασίζει και να επιβάλλει την ευρωενωσιακή νομοθεσία, δηλαδή τον κανόνα απαγόρευσης των απεργιών στα κράτη-μέλη της Ε.Ε.
Άρθρο 4: Δίνεται η δυνατότητα στα κράτη-μέλη να δημιουργούν εξωδικαστικούς μηχανισμούς διαιτησίας ή μεσολάβησης κλπ, ενώ ταυτόχρονα δίνεται η δυνατότητα συμφωνίας σε επίπεδο Ε.Ε. των ξεπουλημένων ευρωπαϊκών συνδικάτων με τους καπιταλιστές να δημιουργούν τέτοιους μηχανισμούς μεσολάβησης, διαιτησίας κλπ, δηλαδή μηχανισμούς με τους οποίους θα σφαγιάζεται το απεργιακό δικαίωμα με όχημα τον "κοινωνικό εταιρισμό", για την υποταγή της εργατικής τάξης στο κεφάλαιο.
Άρθρο 5: Υποχρεώνονται τα κράτη-μέλη να ενημερώνουν τόσο τα άλλα κράτη-μέλη, των οποίων οι επιχειρήσεις τους θίγονται από μία απεργιακή κινητοποίηση, όσο και την Κομμισσιόν για τα μέτρα που παίρνουν ή που σκοπεύουν να πάρουν ώστε να σταματήσουν οποιαδήποτε απεργία θίγει τις οικονομικές ελευθερίες του κεφαλαίου. Ταυτόχρονα δίνεται το δικαίωμα στην Κομμισσιόν να προτείνει επιπρόσθετα μέτρα εάν δεν ικανοποιείται το κεφάλαιο από τα μέτρα του συγκεκριμένου κράτους-μέλους ενάντια στην απεργία.
Επιτρέψτε μου, να επαναλάβω το σημαντικώτερο:
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί ο περίφημος "Κανονισμός Μόντι ΙΙ", ο οποίος επιχειρούσε να βάλει σε ευρωενωσιακά καλούπια το δικαίωμα της απεργίας, ως "θεμελιώδες δικαίωμα άσκησης συλλογικής δράσης στο πλαίσιο των οικονομικών ελευθεριών και ιδιαίτερα της ελευθερίας εγκατάστασης και της ελευθερίας παροχής υπηρεσιών". Όπως είναι σαφές, εμπνευστής αυτού του κανονισμού ήταν ο σημερινός δοτός πρωθυπουργός τής Ιταλίας. Όμως, δυστυχώς γι' αυτόν και την κάστα του, η γενική και συντονισμένη αντίδραση των εργαζομένων σε όλη την Ευρώπη υποχρέωσε την ευρωπαίο επίτροπο απασχόλησης να αποσύρει τον εν λόγω κανονισμό πριν δυο μήνες περίπου.
Βέβαια, αυτή η απόσυρση δεν σημαίνει και την οριστική νίκη των εργαζομένων. Το κεφάλαιο γνωρίζει πώς να αναδιπλώνεται στα δύσκολα και πώς να αντεπιτίθεται όταν βρει την ευκαιρία. Αυτό που τελικά δεν πέρασε σε κεντρικό επίπεδο, είναι σίγουρο πως θα επιχειρηθεί να περάσει σε επίπεδο εθνικών νομοθεσιών, από κάθε κράτος χωριστά. Συνεπώς, αξίζει να μάθουμε δυο πράγματα παραπάνω για τον συγκεκριμένο κανονισμό, προκειμένου να οξυνθούν τα αισθητήριά μας και να είμαστε καλυτερα προετοιμασμένοι για την αντεπίθεση που προαναφέραμε. Και, πρώτα-πρώτα, ας δούμε με ποια αφορμή αποφάσισε ο Μόντι να εισηγηθεί έναν τέτοιο κανονισμό.
Στις 11/12/2007, το ευρωπαϊκό δικαστήριο εξέδωσε την απόφαση C-438/05, με την οποία έκρινε παράνομη την απεργία τής Φινλανδικής Ομοσπονδίας Ναυτεργατών και της Διεθνούς Ομοσπονδίας Εργαζομένων στις Μεταφορές, μετά από προσφυγή τής εταιρείας Viking Line. Οι απεργοί απαιτούσαν να παραμείνει υπό φινλανδική σημαία το πλοίο "Rosella" τής εταιρείας, το οποίο έκανε το δρομολόγιο Ελσίνκι-Ταλλίν. Αντίθετα, η εταιρεία ήθελε να σηκώσει εσθονική σημαία, προκειμένου να υπαγάγει τους ναυτεργάτες της στην εσθονική συλλογική σύμβαση εργασίας, η οποία προέβλεπε πολύ χαμηλότερα μεροκάματα και πολύ λιγώτερα δικαιώματα.
Μια βδομάδα αργότερα, στις 18/12/2007, με την απόφαση C-341/05, το ευρωπαϊκό δικαστήριο έκρινε παράνομη και την απεργία τής Σουηδικής Ομοσπονδίας Οικοδόμων, μετά από προσφυγή τής λετονικής εταιρείας Laval. Η εταιρεία (μέσω μιας ντόπιας θυγατρικής της) είχε αναλάβει να χτίσει ένα σχολείο και είχε κουβαλήσει λετονούς εργάτες, τους οποίους πλήρωνε σύμφωνα με την λετονική σύμβαση εργασίας. Οι σουηδοί οικοδόμοι ζητούσαν να εφαρμοσθεί σε όλους τους εργαζόμενους η -πολύ καλύτερη γι' αυτούς- σουηδική σύμβαση εργασίας, ώστε να μην έχει πλέον λόγους η εταιρεία να φέρνει εργάτες από την Λετονία.
Και οι δυο παραπάνω δικαστικές αποφάσεις έκριναν παράνομες τις απεργίες επειδή παραβίαζαν το ευρωπαϊκό δίκαιο και τα "θεμελιώδη δικαιώματα" που κατοχυρώνονται από την Συνθήκη του Μάαστριχτ. Συγκεκριμένα, το δικαστήριο κάνει λόγο για παραβίαση του δικαιώματος της ελεύθερης εγκατάστασης των επιχειρήσεων (άρθρο 43 της Συνθήκης) και του δικαιώματος της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών και κυκλοφορίας των εργαζομένων (άρθρο 49 της Συνθήκης, για την εφαρμογή του οποίου εκδόθηκε η οδηγία 96/71).
Το ίδιο δικαστήριο, με άλλη απόφασή του (υπόθεση C-346/06) κρίνει ότι "η οδηγία 96/71, ερμηνευόμενη υπό το πρίσμα του άρθρου 49 ΕΚ, απαγορεύει, σε περιπτώσεις όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, νομοθετικό μέτρο, λαμβανόμενο από αρχή κράτους μέλους, το οποίο επιβάλλει στην αναθέτουσα αρχή να συνάπτει συμβάσεις έργων μόνο με επιχειρήσεις οι οποίες, κατά την υποβολή προσφοράς, αναλαμβάνουν γραπτώς την υποχρέωση να καταβάλλουν στους εργαζομένους τους ως αντάλλαγμα για την εκτέλεση των έργων αυτών τουλάχιστον την αμοιβή που προβλέπει συλλογική σύμβαση ισχύουσα στον τόπο εκπληρώσεως της παροχής αυτής".
Ο Μόντι, λοιπόν, έχοντας όλα αυτά υπ' όψιν, σκέφτηκε ότι οι εργαζόμενοι το έχουν παρακάνει με τις απεργίες επειδή, προφανώς, δεν γνωρίζουν τα όσα προβλέπει η ευρωπαϊκή νομοθεσία. Έτσι αποφάσισε να προτείνει έναν κανονισμό ο οποίος θα κωδικοποιούσε τους κανόνες υπό τους οποίους θα μπορούσε να γίνεται αποδεκτή μια απεργία στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Μάλιστα δε, μιας κι ανέλαβε τέτοιο μεγάλο έργο, σκέφτηκε επίσης ότι δεν θα ήταν κακό να σφίξει λίγο περισσότερο τα λουριά στους επίδοξους απεργούς. Όταν τελείωσε την δουλειά του, την υπέβαλε προς έγκριση και ανεχώρησε για να αναλάβει το πρωθυπουργηλίκι της χώρας του.
Μιλούσαμε για τον "Κανονισμό Μόντι ΙΙ" και, μάλιστα, είχαμε δώσει και την σχετική διασύνδεση για να τον διαβάσει όποιος θέλει. Σήμερα, λοιπόν, ας επιχειρήσουμε μια κατ' άρθρο παρουσίασή του.
Άρθρο 1: Αντικείμενο του Κανονισμού είναι ο καθορισμός γενικών αρχών και κανόνων που πρέπει να διέπουν το "θεμελιώδες δικαίωμα της άσκησης συλλογικής δράσης στο πλαίσιο των οικονομικών ελευθεριών και ιδιαίτερα της ελευθερίας εγκατάστασης και της ελευθερίας παροχής υπηρεσιών". Στην παράγραφο 2 ορίζεται ότι ο κανονισμός δεν πρέπει να ερμηνευτεί ότι επηρεάζει την εθνική νομοθεσία των κρατών μελών σχετικά με το δικαίωμα της απεργίας, τις συλλογικές διαπραγματεύσεις και τις συμβάσεις εργασίας, κάτι που όμως αποτελεί χυδαίο ψέμα και παραπλάνηση, αφού ο ίδιος ο Κανονισμός εξαρτά το δικαίωμα της απεργίας και των συλλογικών διαπραγματεύσεων από την οικονομική ελευθερία τής εργοδοσίας.
Άρθρο 2: Εδώ μπαίνουν οι γενικές αρχές για την άσκηση του δικαιώματος της απεργίας. Συγκεκριμένα, ορίζεται ότι το δικαίωμα της απεργίας -και γενικά της συλλογικής δράσης των εργατικών συνδικάτων- πρέπει να σέβεται τις οικονομικές ελευθερίες κίνησης του κεφαλαίου που κατοχυρώνονται από τις συνθήκες της Ε.Ε. Ορίζεται επίσης ότι η κάθε απεργία πρέπει να είναι "σύμφωνη με την αρχή της αναλογικότητας". Βέβαια, δηλώνεται και το αντίθετο, ότι τάχα και οι ελευθερίες του κεφαλαίου πρέπει επίσης να σέβονται το δικαίωμα δράσης των συνδικάτων, κάτι το οποίο δεν έχει καμία πρακτική αξία για την εργατική τάξη, γιατί ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής, η ιδιοκτησία των καπιταλιστών στα μέσα παραγωγής, η ελευθερία κίνησης του κεφαλαίου και η εκμετάλλευση της εργατικής δύναμης είναι κατοχυρωμένα στα αστικά εθνικά συντάγματα και τις ενοποιημένες συνθήκες της Ε.Ε., ως υπέρτατη και απαραβίαστη αρχή της κυριαρχίας του κεφαλαίου. Ακόμη, "το δικαίωμα της απεργίας τίθεται υπό εξέταση, ώστε να συμβιβάζεται με το δικαίωμα της ελεύθερης κίνησης εγκατάστασης και παροχής υπηρεσιών του κεφαλαίου σε κάθε κράτος μέλος της Ε.Ε.". Η απαγόρευση του δικαιώματος της απεργίας επιδιώκεται να επιβληθεί σε κάθε κράτος μέλος της Ε.Ε., ώστε να μη πλήττεται η ελευθερία εγκατάστασης και παροχής υπηρεσιών του κεφαλαίου τόσο σε εθνικό όσο και σε διακρατικό επίπεδο. Δηλαδή, όπως έγινε με την απαγόρευση των απεργιών που είδαμε στο χτεσινό σημείωμα.
Άρθρο 3: Ορίζεται ότι τα εθνικά δικαστήρια του κράτους μέλους όπου διεξάγεται η απεργία θα κρίνουν εάν η απεργία συμβιβάζεται με την ελευθερία του κεφαλαίου, σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία και τη νομοθεσία της Ε.Ε. υπό την αίρεση ότι το ευρωπαϊκό δικαστήριο της Ε.Ε. θα έχει τον τελικό λόγο. Έτσι, η Ε.Ε. δημιουργεί το αντιδραστικό νομοθετικό πλαίσιο, το οποίο πρέπει να εφαρμόζουν τα εθνικά δικαστήρια, με βάση τη γενική αρχή του άρθρου 2 (η απεργία δεν πρέπει να θίγει τα δικαιώματα της οικονομικής ελευθερίας του κεφαλαίου), ακόμη κι αν αυτό δεν προβλέπεται στην εθνική τους εργατική νομοθεσία. Από την άλλη, κατοχυρώνει την αρμοδιότητα του ευρωδικαστηρίου να αποφασίζει και να επιβάλλει την ευρωενωσιακή νομοθεσία, δηλαδή τον κανόνα απαγόρευσης των απεργιών στα κράτη-μέλη της Ε.Ε.
Άρθρο 4: Δίνεται η δυνατότητα στα κράτη-μέλη να δημιουργούν εξωδικαστικούς μηχανισμούς διαιτησίας ή μεσολάβησης κλπ, ενώ ταυτόχρονα δίνεται η δυνατότητα συμφωνίας σε επίπεδο Ε.Ε. των ξεπουλημένων ευρωπαϊκών συνδικάτων με τους καπιταλιστές να δημιουργούν τέτοιους μηχανισμούς μεσολάβησης, διαιτησίας κλπ, δηλαδή μηχανισμούς με τους οποίους θα σφαγιάζεται το απεργιακό δικαίωμα με όχημα τον "κοινωνικό εταιρισμό", για την υποταγή της εργατικής τάξης στο κεφάλαιο.
Άρθρο 5: Υποχρεώνονται τα κράτη-μέλη να ενημερώνουν τόσο τα άλλα κράτη-μέλη, των οποίων οι επιχειρήσεις τους θίγονται από μία απεργιακή κινητοποίηση, όσο και την Κομμισσιόν για τα μέτρα που παίρνουν ή που σκοπεύουν να πάρουν ώστε να σταματήσουν οποιαδήποτε απεργία θίγει τις οικονομικές ελευθερίες του κεφαλαίου. Ταυτόχρονα δίνεται το δικαίωμα στην Κομμισσιόν να προτείνει επιπρόσθετα μέτρα εάν δεν ικανοποιείται το κεφάλαιο από τα μέτρα του συγκεκριμένου κράτους-μέλους ενάντια στην απεργία.
Επιτρέψτε μου, να επαναλάβω το σημαντικώτερο:
Αν εφαρμοζόταν ο "Κανονισμός Μόντι ΙΙ", δεν θα υπήρχε λόγος να σκάμε για την κατάργηση των συλλογικών συμβάσεων. Αρκεί η κάθε εταιρεία να βρει σε ποια χώρα τής Ε.Ε. υπάρχουν τα χαμηλότερα μεροκάματα και να μεταφέρει εκεί την έδρα της. Αυτομάτως, αποκτά το δικαίωμα να υπαγάγει τους εργαζομένους της στους όρους εργασίας που προβλέπονται στην συγκεκριμένη χώρα, έστω κι αν μιλάμε για έλληνες εργαζομένους σε εργοστάσιο της Ελλάδας. Οπότε, δεν πα' να προβλέπει η ελληνική σύμβαση όσο υψηλό μεροκάματο γουστάρει...Αυτό το μυαλό κουμαντάρει ο "σωτήρας" τής Ιταλίας. Για τέτοιο κεφάλι μιλάμε. Ή για τέτοιον κεφάλα... Ευτυχώς, με την συντονισμένη αντίδραση των ταξικών ευρωπαϊκών συνδικάτων, δεν του πέρασε το κόλπο. Προς το παρόν, βέβαια. Πάντως, ας έχουμε τα μάτια ανοιχτά και το μυαλό μας σε εγρήγορση. Γιατί αν απέτυχε το σχέδιο Μόντι σε ευρωπαϊκό επίπεδο, υπάρχουν πάντοτε κάποιοι Στουρνάρες και κάποιοι Βρούτσηδες που δεν θα "χαλιόντουσαν" αν το πέρναγαν σε εθνικό επίπεδο...
Πηγή: Cogito ergo sum (1 + 2)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Tα σχόλια στο μπλοκ πρέπει να συνοδεύονται από ένα ψευδώνυμο, ενσωματωμένο στην αρχή ή το τέλος του κειμένου, άν δεν υπάρχει εγγραφή στον blogger ή άλλη διαδυκτιακή υπηρεσία (βλέπε όροι σχολιασμού στο πάνω μέρος της σελίδας).
Ανώνυμα και υβριστικά σχόλια μπορούν να διαγράφονται χωρίς άλλη προειδοποίηση.