Με αφορμή την είδηση που αλιεύσαμε στο «βαθύ κόκκινο» και κάποιες κατ’ιδίαν συζητήσεις που ακολούθησαν για το εάν και κατά πόσο θα μπορούσαν ενέργειες σαν αυτή των εργαζόμενων της «applebee's» να αποτελέσουν, εκτός από αναγκαία αυτοάμυνα των εργαζόμενων (στην οποία ο fadomduck τους εύχεται κάθε επιτυχία) απέναντι στην ανεργία, και πολιτικό πρόταγμα για την κατάληψη των μέσων παραγωγής από την εργατική τάξη. Αρχικά λοιπόν αναδημοσιεύουμε ένα παλιότερο κείμενο της «κόντρας» σε σχέση με την εμπειρία της Ζανόν στην Αργεντινή. Θα ακολουθήσει συνέχεια...
Το ξέσπασμα της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης –της μεγαλύτερης στην μεταπολεμική ιστορία του παγκόσμιου καπιταλισμού– έθεσε και εξακολουθεί να θέτει ένα καίριο ερώτημα. Αν ο καπιταλισμός «τρώει τις σάρκες» των παραγωγών του πλούτου και γυρίζει την ανθρωπότητα σε εποχές ανείπωτης βαρβαρότητας, ενώ αυτό που εμφανιζόταν σαν σοσιαλισμός έχει καταρρεύσει προ πολλού, ποιο μπορεί να είναι το μέλλον της εργαζόμενης ανθρωπότητας; Το παραπάνω ερώτημα ανοίγει τον ασκό του Αιόλου για να βγουν ακόμα περισσότερα στην επιφάνεια. Ποιο το σύγχρονο όραμα που θα δώσει επιτέλους τέλος στην εποχή που η ανθρώπινη πρόοδος εμφανίζεται να περνά μονάχα μέσα από τη δυστυχία αυτών που την παράγουν; Μπορούμε τελικά να δουλέψουμε χωρίς αφεντικά που να καρπώνονται την υπεραξία μας; Κι αν ναι, πώς θα γίνει αυτό;
Οι απαντήσεις σε όλα αυτά τα ερωτήματα ποικίλουν και ο τρόπος απάντησης εξαρτάται από τη θέση που έχει ο καθένας στην παραγωγή, σε συνδυασμό με τις ιδεολογικές και κοινωνικές του αφετηρίες. Κι ενώ πριν μερικές δεκαετίες τα επαναστατικά κινήματα έθεταν επί τάπητος το ζήτημα της συνολικής ανατροπής των κοινωνικών και οικονομικών δομών ολόκληρου του κοινωνικού συστήματος, σήμερα ανθίζουν οι «εναλλακτικές μορφές αντίστασης», από αυτή της δημιουργίας ενός «καπιταλισμού με ανθρώπινο πρόσωπο», μέχρι αυτές της άμεσης οικοδόμησης εναλλακτικών τρόπων παραγωγής, είτε με «δημιουργικές αντιστάσεις», που συνήθως δεν ξεφεύγουν από το επίπεδο της… συλλογικής κουζίνας, είτε με εκκλήσεις για άμεση εφαρμογή του εργατικού ελέγχου στην παραγωγή, που εν ανυπαρξία μιας σειράς παραγόντων –στους οποίους θα αναφερθούμε σε επόμενο άρθρο– μετατρέπονται σε γραφικά ευχολόγια χωρίς καμία πρακτική αξία (στην καλύτερη περίπτωση) ή σε επικίνδυνες παγίδες εκτόνωσης της εργατικής οργής και ενσωμάτωσής της στο υπάρχον σύστημα (στη χειρότερη των περιπτώσεων).
Προκειμένου, μάλιστα, να στηριχτούν οι διάφορες θεωρίες, οι εμπνευστές τους επικαλούνται υπαρκτά παραδείγματα που η ταξική πάλη των εργατών πέτυχε κάποιες μερικές νίκες, όπως στην περίπτωση της αργεντίνικης Ζανόν. Νίκες που, όμως, απέχουν πολύ από το να θεωρηθούν τελεσίδικες και πολύ περισσότερο «προτάγματα» για μια μελλοντική κοινωνία στη θέση της υπάρχουσας.
Προκειμένου, μάλιστα, να στηριχτούν οι διάφορες θεωρίες, οι εμπνευστές τους επικαλούνται υπαρκτά παραδείγματα που η ταξική πάλη των εργατών πέτυχε κάποιες μερικές νίκες, όπως στην περίπτωση της αργεντίνικης Ζανόν. Νίκες που, όμως, απέχουν πολύ από το να θεωρηθούν τελεσίδικες και πολύ περισσότερο «προτάγματα» για μια μελλοντική κοινωνία στη θέση της υπάρχουσας.
Σ’ αυτή τη σειρά άρθρων θα προσπαθήσουμε να εξιχνιάσουμε την περίπτωση της εφαρμογής της εργατικής αυτοδιαχείρισης, που συντελέστηκε εδώ και εννέα περίπου χρόνια στο εργοστάσιο κεραμοποιίας Ζανόν στην Αργεντινή. Κι αυτό γιατί το παράδειγμα της Ζανόν δίνει αρκετά χρήσιμα –θετικά και αρνητικά– διδάγματα σε όσους ενδιαφέρονται για το μέλλον του εργατικού κινήματος και της αντίστασής του στην καπιταλιστική βαρβαρότητα.
Σύντομη ιστορική αναδρομή
Η κεραμοποιία Ζανόν ιδρύθηκε το 1979 στο Νεουκέν της Αργεντινής από τον ιταλό επιχειρηματία Λουί Ζανόν. Ηταν η εποχή που η Αργεντινή διοικούνταν από μία στυγνή στρατιωτική χούντα (1976-1983), που έδωσε γη και ύδωρ στους καπιταλιστές για να κάνουν «μεγάλα έργα». Ετσι, ο Ζανόν έχτισε το εργοστάσιό του σε δημόσια έκταση με γενναία κρατική επιχορήγηση που ποτέ δεν επέστρεψε. Μέσα στην επόμενη εικοσαετία, η Ζανόν έγινε ένα από τα πιο παραγωγικά εργοστάσια κεραμοποιίας στην Λατινική Αμερική, καλύπτοντας μια έκταση 80 στρεμμάτων και πουλώντας κεραμικά και πορσελάνες σε όλη την Αργεντινή και στο εξωτερικό. Οταν έπεσε η δικτατορία, η Ζανόν ήταν ήδη ένα μεγάλο εργοστάσιο. Δέκα χρόνια αργότερα (το 1994) η παραγωγή είχε φτάσει το 1 εκατομμύριο τετραγωνικά μέτρα πλακάκια το μήνα, αποφέροντας τεράστια κέρδη στον Ζανόν, που κατά ορισμένες εκτιμήσεις έφτασαν τα 77 εκατ. δολάρια το χρόνο[1].
Ομως αυτή η «ένδοξη» πορεία του εργοστασίου δε μπορούσε παρά να χαραχτεί με ποτάμια ιδρώτα και αίματος των εργατών της, και καταλήστευση ταυτόχρονα των πρώτων υλών (πηλός) των εδαφών των αυτοχθόνων (Μαπούτσε). Η «χρυσή εποχή» της κερδοφορίας συνοδευόταν από σωρεία εργατικών «ατυχημάτων», τα οποία έφταναν τα 30 το μήνα, ενώ ένας εργάτης σκοτωνόταν κατά μέσο όρο κάθε χρόνο στο βωμό του ασύδοτου κέρδους[2].
Προνομιούχοι… σκλάβοι
Παρολααυτά, οι εργάτες της Ζανόν ανήκαν στους πιο καλοπληρωμένους σε εθνική κλίμακα. Θεωρούσαν τους εαυτούς τους «μεσαία τάξη». Να πως περιγράφει το τρόπο σκέψης τους, η Ντέλια, μια εργάτρια που δούλευε επί 20 χρόνια στο εργοστάσιο, σε συνέντευξη που έδωσε μαζί με άλλους εργάτες σε δημοσιογράφο που επισκέφτηκε την πρώην Ζανόν το 2003[3]: «Επρεπε να αγγίξουν το πορτοφόλι της μεσαίας τάξης. Οταν βλέπουν έναν αποκλεισμό δρόμου σήμερα καταλαβαίνουν (σ.σ. οι εργάτες), επειδή τώρα επηρεάζονται από την κρίση εξίσου. Δυστυχώς, έπρεπε να συμβεί σε μας πρώτα για να καταλάβουμε. Πρωτύτερα είχαμε τραπεζικούς λογαριασμούς και πιστωτικές κάρτες…Εβλεπα τον εαυτό μου στη μεσαία τάξη ή τουλάχιστον ήθελα να ανήκω εκεί. Εστελνα την κόρη μου σε ιδιωτικό σχολείο και πλήρωνα γι’ αυτό…Δεν ενδιαφερόμουν για τον αγώνα για καλύτερη εκπαίδευση. Πλήρωνα γι’ αυτή».
Αυτό το «προνόμιο», όμως, οι εργάτες το πλήρωναν ακριβά, όπως επισημαίνει στην ίδια συνέντευξη ο Ραούλ Γκοντόι, ο γραμματέας του σωματείου της Ζανόν, που δουλεύει στο εργοστάσιο από το 1993: «Ξεκινήσαμε να δουλεύουμε εδώ με τέσσερις συνεχόμενες συμβάσεις, κάθε μία περιορίζονταν στους έξι μήνες. Αν αρνιόσουν τις υπερωρίες, σε απολύανε. Αν είχες ένα ατύχημα ή αρρώσταινες, επίσης σε απολύανε. Το εργοστάσιο ιδρύθηκε κατά τη διάρκεια της δικτατορίας και στο εσωτερικό επικρατού-σε ένα δεσποτικό καθεστώς…Ενα σωματείο αστυνομικού τύπου, φιλικό (σ.σ. στους καπιταλιστές) είχε τον έλεγχο. Ομως, βλέποντας απ’ έξω, ήταν προνόμιο να εργάζεσαι σ’ αυτό το εργοστάσιο. Οι πρώτοι έξι μήνες σε αυτή τη δουλειά ήταν οι χειρότεροι ολόκληρης της εργασιακής ζωής μου και ξεκίνησα να δουλεύω από τα 11… Μας έβαζαν να δουλεύουμε διπλοβάρδιες, 16άωρα, από τις 6 το πρωί μέχρι τις 10 το βράδυ. Για έξι μήνες δεν είχα πρακτικά καμία μέρα ρεπό»[3].
Υπόγεια δουλειά
Ο συνδικαλισμός ήταν σχεδόν ανύπαρκτος στο εργοστάσιο για πολλά χρόνια. Πώς θα μπορούσε να είναι διαφορετικά, όταν το συνδικάτο ελεγχόταν από μια συνδικαλιστική μαφία υποταγμένη πλέρια στο αφεντικό και οι εργάτες είχαν καταντήσει εξαρτήματα των μηχανών; Ορισμένοι μάλιστα το αποδέχονταν αυτό στο βωμό του «μπόνους παραγωγικότητας», όπως επισημαίνει ο Ραούλ Γκοντόι: «Στο εργοστάσιο οι συνάδελφοί σου σε πίεζαν να δουλεύεις περισσότερο επειδή ποθούσαν το μπόνους παραγωγικότητας. Οι πιο παλιοί συνάδελφοί σου σου έλεγαν: "η παραγωγή προχωρά αργά επειδή αυτός ο τύπος δεν δουλεύει καλά". Αυτή ήταν μια εξαιρετική πίεση»[3].
Αυτοί οι εξοντωτικοί ρυθμοί και οι καθημερινές ταπεινώσεις γεννούν αργά και σταδιακά ένα συνδικαλιστικό κίνημα έξω από τη μαφία του «επίσημου» συνδικάτου. Γι’ αυτό χρειάστηκε «υπόγεια δουλειά» που κατά τον Ραούλ «ήταν το πιο επαναστατικό πράγμα που έχω κάνει ποτέ μου». Προκειμένου να βρεθούν οι εργάτες έξω από το εργοστάσιο, οι πιο πρωτοπόροι οργάνωσαν ποδοσφαιρικούς αγώνες τις Κυριακές. Με αυτόν τον τρόπο δόθηκε η δυνατότητα να συναντιούνται οι εργάτες απ’ όλα τα τμήματα του εργοστασίου και να συζητούν έξω από το εργοστάσιο. Αυτό κράτησε έναν ολόκληρο χρόνο. Εντωμεταξύ, οι αγώνες των δασκάλων και των ανέργων άρχισαν να επηρεάζουν τις συνειδήσεις των εργατών. Οι πιο πρωτοπόροι από αυτούς έκαναν μεγάλες προσπάθειες για να διεκδικήσουν έναν χώρο για την διεξαγωγή συνελεύσεων. «Ηταν δύσκολη δουλειά να το πετύχεις αυτό», λέει ο Ραούλ Γκοντόι. «Η διοίκηση μας απειλού-σε, υπήρξαν νομικές διώξεις. Οι συνελεύσεις απαγορεύονταν, επιτρέπονταν μόνο στα γραφεία του σωματείου έξω από το εργοστάσιο και εκτός εργάσιμου χρόνου. Νομικά αυτό ήταν αμφισβητήσιμο. Ο,τι πετύχαμε το πετύχαμε κυρίως επειδή σπάσαμε τους κανόνες. Ηταν ένας μεγάλος αγώνας να δυναμώσουμε τις συνελεύσεις. Πρώτα ξεκινήσαμε να χρησιμοποιούμε το μισάωρο διάλειμμα για φαγητό στην καντίνα για να μιλήσουμε στους εργάτες. Κάθε βάρδια είχε μισή ώρα και εμείς χρησιμοποιούσαμε αυτό το χρόνο. Ο κόσμος δεν είχε διάλειμμα ταυτόχρονα, ενώ κάποιοι έτρωγαν, οι υπόλοιποι επέβλεπαν τις μηχανές. Οταν γίναμε πιο δυνατοί, ζητήσαμε κοινά διαλείμματα. Αυτό ήταν μια αναπάντεχη πρόκληση για την εταιρία και μας υπέβαλαν μηνύσεις γι’ αυτό. Η επιβολή κοινού διαλείμματος ήταν το πρώτο μας κατόρθωμα. Αυτό δεν ακούγεται τώρα τόσο μεγάλο, αλλά ήταν μια τεράστια επιτυχία. Μετά είχαμε συνελεύσεις της μίας ώρας ή όσο χρειαζόταν για την ατζέντα μας. Αυτές οι συνελεύσεις ήταν μέρος του αγώνα».
Η ζύμωση, επομένως, των πιο πρωτοπόρων εργατών στους υπόλοιπους υπήρξε καθοριστικός παράγοντας για ν’ αρχίσουν ν’ αλλάζουν οι συνειδήσεις. Ζύμωση που γινόταν «υπόγεια», για μεγάλο χρονικό διάστημα, πριν αρχίσουν να κινητοποιούνται οι εργάτες.
Η πρώτη απεργία
Η χρήση συμβασιούχων εργατών από την εταιρία, οι εξοντωτικοί ρυθμοί δουλειάς και οι καθημερινές ταπεινώσεις από τους προϊσταμένους άρχισαν να δημιουργούν δυσαρέσκεια μέσα στο εργοστάσιο. Ωσπου μια μέρα, τον Ιούλη του 2000, ένας 22χρονος εργάτης πεθαίνει την ώρα της δουλειάς από καρδιακή προσβολή. Στο εργοστάσιο δεν υπήρχε αναπνευστήρας οξυγόνου και ο γιατρός την κοπάνησε μετά από δυο ώρες, αφήνοντας έναν «υπεύθυνο» που δεν ήξερε την τύφλα του. Ο Ντανιέλ Φέρας πέθανε πριν φτάσει το ασθενοφόρο στο εργοστάσιο. Ο θάνατος του Ντανιέλ ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι. Μια εταιρία με τέτοια κέρδη να μη διαθέτει πρώτες βοήθειες, ενώ όταν οι εργάτες αρρώσταιναν, η εταιρία ξόδευε λεφτά για να στείλει γιατρό και να τσεκάρει αν λένε αλήθεια!
Αυτό εξόργισε τους εργάτες που κατέβηκαν αμέσως σε απεργία. Ηταν η πρώτη τους απεργία που κράτησε εννέα μέρες, αναγκάζοντας την εταιρία να δώσει λεφτά για να φτιαχτεί υποδομή πρώτων βοηθειών.
Στο δρόμο προς τη χρεοκοπία
Μετά την απεργία η διοίκηση βάζει μπρος τις διαδικασίες χρεοκοπίας. Οι καθυστερήσεις στις πληρωμές των εργατών πληθαίνουν. Ετσι, οι εργάτες ξαναρχίζουν τις απεργίες που κορυφώνονται τον Μάρτη του 2001, διεκδικώντας τα δεδουλευμένα. Η απεργία κρατά 34 μέρες και οι εργάτες στρατοπεδεύουν σε σκηνές έξω από το εργοστάσιο και ζουν από τα τρόφιμα που τους δίνει ο κόσμος. Οι εργάτες προχωρούν σε αποκλεισμούς δρόμων και κόβουν την κυκλοφορία στην γέφυρα του Νεουκέν. Τότε, η τοπική κυβέρνηση μαζί με την εργοδοσία ανακοινώνουν ότι οι μισθοί θα πληρωθούν. Οι εργάτες επιστρέφουν στη δουλειά αλλά δεν αργεί ο καιρός που οι καπιταλιστές της Ζανόν θα ξαναρχίσουν τα ίδια.
Να πως περιγράφει την κατάσταση ένας εργοδηγός (ο ένας από τους δύο που συντάχτηκαν με τον αγώνα των εργατών, σε σύνολο 82 εργοδηγών), ο Κάρλος «Μανότας», στη συνέντευξη των εργατών που αναφέραμε προηγούμενα[3]: «Τον Ιούνη και τον Ιούλη η εταιρία ξαναρχίζει να μιλά για το πόσο άσχημα πάνε οι πωλήσεις. Ξέραμε ότι η εταιρία πουλού-σε 500.000 τετραγωνικά μέτρα το μήνα και ότι έβγαζε εκατομμύρια σε αμερικάνικα δολάρια. Ομως επέμεναν ότι δεν είχαν λεφτά. Αποφασίσαμε σε μία συνέλευση ότι αν οι μισθοί δεν πληρώνονταν την καθορισμένη μέρα θα ξαναρχίζαμε την απεργία. Κι αυτό συνέβη την 1η του Οκτώβρη (2001) όταν δεν υπήρχαν λεφτά. Σταματήσαμε την παραγωγή και σκεφτήκαμε: την τελευταία φορά μας πήρε 34 μέρες, αυτή τη φορά μπορεί να πάρει δύο μήνες. Επαναλάβαμε τις ίδιες δράσεις όπως στην απεργία των 34 ημερών. Μαζεύοντας φαγητό, δημοσιοποιώντας τη σύγκρουση, ορισμένοι πήγαν και στο Μπουένος Αιρες».
Δυο μήνες μετά, στα τέλη του Νοέμβρη, ο Ζανόν στέλνει επιστολές απόλυσης σε όλους (και τους 380) εργάτες! Στις 30 Νοέμβρη του 2001, οι εργάτες οργανώνουν συγκέντρωση έξω από το κτίριο της τοπικής κυβέρνησης και καίνε τις επιστολές. Οι εργάτες συγκρούονται με την αστυνομία που συλλαμβάνει 19, όμως αναγκάζεται να τους απελευθερώσει την ίδια μέρα για να γλυτώσει τα χειρότερα, αφού το ίδιο απόγευμα 3.000 άνθρωποι κατεβαίνουν στους δρόμους του Νεουκέν διαδηλώνοντας ενάντια στις συλλήψεις. Αυτό ήταν και το τέλος της «χρυσής εποχής» της κεραμοποιίας Ζανόν, η οποία κλείνει οριστικά έχοντας συσσωρεύσει χρέη πάνω από 75 εκατ. δολάρια, τα 20 εκατ. από τα οποία οφείλονταν στην Παγκόσμια Τράπεζα[4]. Ταυτόχρονα, οι εργάτες μένουν χωρίς δουλειά και χωρίς λεφτά αφού για πολλούς μήνες ήταν απλήρωτοι.
Η παγίδα του κράτους
Οσα διαδραματίζονται στην Ζανόν είναι άρρηκτα δεμένα με τη γενικότερη κατάσταση που επικρατεί στην Αργεντινή. Δεν είναι «κεραυνός εν αιθρία», που ρίχνουν ετσιθελικά κάποιοι πρωτοπόροι. Ο,τι έγινε έγινε σε εκείνη ακριβώς την περίοδο που έλαβαν χώρα κάποιες από τις πιο έντονες ταξικές συγκρούσεις στην ιστορία της χώρας. Συγκρούσεις που αγκάλιασαν ολόκληρη την Αργεντινή και οδήγησαν στην πτώση πέντε προέδρων μέσα σε δυο βδομάδες (τέλη 2001-αρχές 2002). Γι’ αυτό και το κράτος παρεμβαίνει για να τιθασεύσει τις αντιδράσεις.
Αυτό γίνεται με μία εκ πρώτης όψεως ασυνήθιστη δικαστική απόφαση που λαμβάνεται αμέσως μετά το λοκ-άουτ. Σ’ αυτή την απόφαση «ο εργοδότης καταδικάστηκε για παράνομο λοκ-άουτ και το 40% του στοκ παραδόθηκε στους εργάτες σαν αποζημίωση για τους απλήρωτους μισθούς»[3]. Η παράδοση του στοκ των εμπορευμάτων στους εργάτες μπορεί να ακούγεται πολύ «επαναστατικό» μέτρο, όμως αν το σκεφτεί κανείς καλύτερα, θα δει ότι δεν ήταν και τόσο. Αντί το δικαστήριο να εκποιήσει την περιουσία του Ζανόν και να πληρώσει τους εργάτες, τους έδωσε το εμπόρευμα σε μία περίοδο που ο κόσμος δεν είχε λεφτά (το κράτος είχε ήδη κηρύξει χρεοκοπία) και τους άφησε να κολυμπήσουν στο πέλαγος της καπιταλιστικής αγοράς.
Οι εργάτες δυστυχώς δέχτηκαν. Το Δεκέμβρη, οι εργάτες ξεκινούν να πουλάνε το στοκ που τους παραχώρησε το δικαστήριο σαν αποζημίωση για τους απλήρωτους μισθούς, όμως πόσα να πάρεις όταν ο κόσμος δεν έχει λεφτά να ξοδέψει; Βλέποντας τη δύσκολη κατάσταση που βιώνουν οι εργάτες (οι οποίοι ζουν με όσα λεφτά κατορθώνουν να μαζέψουν με τις πωλήσεις του στοκ και με τα τρόφιμα που τους δίνει ο κόσμος), οι καπιταλιστές πρώην ιδιοκτήτες της Ζανόν προτείνουν ένα σχέδιο «ανασυγκρότησης» της εταιρίας το Γενάρη του 2002. Σύμφωνα με το σχέδιο αυτό, η εταιρία θα άνοιγε άμεσα, με την προϋπόθεση να περιοριστεί το προσωπικό στους 62! Δηλαδή, θα παρέμενε στη δουλειά περίπου το ένα δέκατο αυτών που δούλευαν στην εταιρία τον Ιούλη του 2002, όταν πέθανε ο Ντανιέλ Φέρας (600 άτομα περίπου, όπως αναφέρει η μητέρα του στη συνέντευξη των εργατών που αναφέραμε παραπάνω[3]). Οι εργάτες απορρίπτουν την πρόταση και σε γενική συνέλευση που πραγματοποιούν στις 27 Φλεβάρη του 2002, 270 εργάτες (262 άντρες και 8 γυναίκες) αποφασίζουν να βάλουν την παραγωγή σε κίνηση. Θα μπουν έτσι άθελά τους στη διαχείριση ενός εργοστασίου, μέσα σε ένα εντελώς αφιλόξενο περιβάλλον.
Κώστας Βάρλας
Στο επόμενο: Η γέννηση της FASINPAT (Fabrica Sin Patrones: Εργοστάσιο χωρίς αφεντικά). Εργατική αυτοδιαχείριση χωρίς κρατική στήριξη σε εχθρικό περιβάλλον. Ποια τα αποτελέσματα;
Παραπομπές
1. «Ζανόν: Ενα σύντομο ιστορικό», άρθρο ανθρώπου που επισκέφτηκε το εργοστάσιο. Δημοσιεύτηκε στις 17 Μάη του 2010 στο http://www.instabordination.com/?cat=6.
2.«Κατασκευάζοντας μαχητές», άρθρο του Daniel Morduchowicz στο ZNET, 8/5/2005, http://www.zcommunications.org/manufacturing-militants-by-daniel-morduchowicz.pdf.
3. «Κατάληψη Ζανόν – Συνέντευξη με τους εργάτες». Δημοσιεύτηκε στα ισπανικά το Δεκέμβρη του 2003 στο γερμανικό περιοδικό Wildcat και μεταφράστηκε στα Αγγλικά τον Ιούλη του 2006. Αναδημοσιεύεται στο διαδικτυακό τόπο Libcom, http://libcom.org/library/zanon-factory-occupation-interview-with-workers. Το κείμενο της συνέντευξης περιλαμβάνεται σε μπροσούρα του Wildcat με τίτλο: «Ζανόν – Ενα εργοστάσιο στα χέρια των εργατών, Αργεντινή» (βλ. www.wildcat-www.de/wildcat/68/zanon-english.pdf).
4. «Αργεντίνικο εργοστάσιο κερδίζει νομική μάχη: Η FACINPAT-ZANON ανήκει στο λαό» (άρθρο της Marie Trigona στο http://upsidedownworld.org/main/content/view/2052/32/), 14/8/2009.Στο προηγούμενο μέρος του αφιερώματος στην αργεντίνικη κεραμοποιεία Ζανόν, που στις αρχές της δεκαετίας πέρασε στα χέρια των εργατών, αναφερθήκαμε στους εργατι- κούς αγώνες μέχρι το λοκ-άουτ των καπιταλιστών που οδήγησε και στο κλείσιμο της εταιρίας. Αγώνες που ήταν άρρηκτα δεμένοι με την κατάσταση που επικρατούσε εκείνη την περίοδο στην Αργεντινή. Μια περίοδο που οι «από κάτω» δε μπορούσαν να κυβερνηθούν όπως πριν και οι «από πάνω» δε μπορούσαν να κυβερνήσουν όπως πριν. Γι’ αυτό και η αστική Δικαιοσύνη εξέδωσε μια «περίεργη» απόφαση. Να δώσει το 40% του στοκ στους εργάτες ως αποζημίωση για τους απλήρωτους μισθούς τους. Αντί δηλαδή το δικαστήριο να εκποιήσει την περιουσία του Ζανόν και να πληρώσει τους εργάτες, τους έδωσε το εμπόρευμα, σε μία περίοδο που ο κόσμος δεν είχε λεφτά (το κράτος είχε ήδη κηρύξει χρεοκοπία), αφήνοντάς τους να κολυμπήσουν στο πέλαγος της καπιταλιστικής αγοράς. Μετά από τρεις μήνες, στη γενική συνέλευση της 27ης Φλεβάρη 2002, 270 εργάτες (262 άντρες και 8 γυναίκες) αποφάσισαν να βάλουν την παραγωγή σε κίνηση.
Η γέννηση της FaSinPat
Αυτό ήταν το κύκνειο άσμα της κεραμοποιείας Zanon. Γεννιέται έτσι η FaSinPat (Fabrica Sin Patrones: Εργοστάσιο χωρίς αφεντικά). Το νέο εργοστάσιο ξεκινά τη λειτουργία του σε ένα εντελώς εχθρικό περιβάλλον. Για πολλά χρόνια δεν έχει νομική βάση και λειτουργεί σε ημιπαράνομο καθεστώς, γι’ αυτό και απαγορεύεται να πουλάει τα προϊόντα του στη χοντρική. Τα κεραμικά πωλούνται μόνο έξω από την πύλη του εργοστασίου και ο κίνδυνος έξωσης κρέμεται σαν Δαμόκλειος σπάθη πάνω από τα κεφάλια των εργατών.
Τέσσερις προσπάθειες εκκένωσης του εργοστάσιου επιχειρήθηκαν στα επτά χρόνια μέχρι την οριστική του απαλλοτρίωση και τη δικαστική απόφαση για το πέρασμα της ιδιοκτησίας στην κολεκτίβα. Στην τελευταία απόπειρα, που έγινε τον Απρίλη του 2003, μαζεύτηκαν πάνω από 3.000 άτομα έξω από το εργοστάσιο και απέτρεψαν την έφοδο της αστυνομίας. Ο τοπικός κυβερνήτης αποφάσισε να μη στείλει την αστυνομία βλέποντας ότι οι εργάτες ήταν αποφασισμένοι να υπερασπίσουν το εργοστάσιο[1]. Ετσι, η Fasinpat συνέχισε να λειτουργεί χωρίς την παραμικρή κρατική στήριξη, σε αντίθεση με την Ζανόν που πριμοδοτήθηκε χοντρά από το κράτος.
Αναφέρει ο Χόρχε Λουΐς Βερμούδες, εργάτης από τη Fasinpat, που επισκέφτηκε τη χώρα μας προσκεκλημένος στο 15ο Αντιρατσιστικό Φεστιβάλ που έγινε τον περασμένο Ιούλη:
«Ο ιδιοκτήτης της Ζανόν, για παράδειγμα, πριν την εργατική αυτοδιαχείριση είχε επιδότηση στην ηλεκτρική ενέργεια και το φυσικό αέριο, που έφτανε το 70% της αξίας, πλήρωνε δηλαδή το 30%, είχε φοροαπαλλαγές, μειώσεις στο ΦΠΑ, διαπραγματευόταν με το κράτος πιστώσεις για να πληρώσει τους εργαζόμενους προφασιζόμενος μονίμως κρίση στις πωλήσεις, η οποία δεν υπήρχε, και το κράτος έδινε δάνεια τα οποία ουδέποτε εξοφλήθηκαν. Από τη στιγμή που το εργοστάσιο πέρασε υπό εργατικό έλεγχο το κράτος δεν έχει πάρει ούτε ένα τετραγωνικό μέτρο κεραμικών για τα δημόσια έργα, δεν έχουμε καμία επιδότηση στο ηλεκτρικό και το φυσικό αέριο και, όταν χρειαζόμαστε κάποιο δάνειο για ανανέωση του τεχνικού εξοπλισμού, φυσικά δεν το δίνουν»[2].
«Ο ιδιοκτήτης της Ζανόν, για παράδειγμα, πριν την εργατική αυτοδιαχείριση είχε επιδότηση στην ηλεκτρική ενέργεια και το φυσικό αέριο, που έφτανε το 70% της αξίας, πλήρωνε δηλαδή το 30%, είχε φοροαπαλλαγές, μειώσεις στο ΦΠΑ, διαπραγματευόταν με το κράτος πιστώσεις για να πληρώσει τους εργαζόμενους προφασιζόμενος μονίμως κρίση στις πωλήσεις, η οποία δεν υπήρχε, και το κράτος έδινε δάνεια τα οποία ουδέποτε εξοφλήθηκαν. Από τη στιγμή που το εργοστάσιο πέρασε υπό εργατικό έλεγχο το κράτος δεν έχει πάρει ούτε ένα τετραγωνικό μέτρο κεραμικών για τα δημόσια έργα, δεν έχουμε καμία επιδότηση στο ηλεκτρικό και το φυσικό αέριο και, όταν χρειαζόμαστε κάποιο δάνειο για ανανέωση του τεχνικού εξοπλισμού, φυσικά δεν το δίνουν»[2].
Οι μόνοι που βοήθησαν την Fasinpat ήταν οι Μαπούτσε. Οι αυτόχθονες που είχαν καταληστευθεί από τον Ζανόν, ο οποίος λεηλατούσε τις πρώτες ύλες (πηλός) από τη γη τους, χωρίς να πληρώσει δεκάρα. Οι Μαπούτσε ήταν οι πρώτοι που σύναψαν συμφωνίες συνεργασίας με τη Fasinpat.
Υπολειτουργία
Με την κατάληψη του εργοστάσιου την κοπάνησαν σχεδόν όλοι οι μηχανικοί και εργοδηγοί. Από τους 82 εργοδηγούς που δούλευαν στο εργοστάσιο μόλις δύο είχαν συνταχθεί με τον αγώνα των εργατών, ο ένας εκ των οποίων ήταν ο Κάρλος «Μανότας», που –όπως αναφέραμε στο πρώτο μέρος αυτού του αφιερώματος– εκλέχτηκε «κύριος συντονιστής του εργοστασίου» (διευθυντής δηλαδή). Αν στα παραπάνω συνυπολογίσετε ότι η πλειοψηφία των εργατών στερούνταν βασικής μόρφωσης (πάνω από τους μισούς δεν είχαν καν απολυτήρια γυμνασίου[4])) θα έχετε μια καλύτερη εικόνα για τα τεράστια προβλήματα που είχαν να αντιμετωπίσουν οι εργάτες προκειμένου να λειτουργήσουν σωστά το εργοστάσιο.
Επόμενο ήταν το νέο εργοστάσιο να ξεκινήσει με μια πολύ μικρή παραγωγή, μόλις 20.000 τετραγωνικά το μήνα. Η παραγωγή αυτή αντιστοιχού-σε μόλις στο 4% της παραγωγής πριν κλείσει η εταιρία (η οποία σύμφωνα με τον Κάρλος «Μανότας»[1], ήταν 500.000 τετραγωνικά) και στο 2% της μέγιστης παραγωγικής ικανότητας του εργοστασίου (1 εκατομμύριο τετραγωνικά, όσα δηλαδή και το 1994)[3]. Παρολαυτά, χάρη στην αυτοθυσία των εργατών, το εργοστάσιο κατόρθωσε όχι μόνο να λειτουργήσει αλλά και να αυξήσει αρκετά γρήγορα την παραγωγή του από τα 20 στα 100 χιλιάδες τετραγωνικά μέτρα πλακάκια το μήνα, μέχρι το Δεκέμβρη του 2003. Δηλαδή, να πενταπλασιάσει την παραγωγή μέσα σε σχεδόν δύο χρόνια.
Τα επόμενα χρόνια η παραγωγή αυξήθηκε κι άλλο, φτάνοντας τα 300.000 τετραγωνικά το 2006[5] και τα 400.000 το 2008, χωρίς όμως ποτέ να φτάσει τα επίπεδα της παραγωγής πριν την κατάληψη του εργοστάσιου από τους εργάτες, ενώ τα πράγματα έγιναν χειρότερα με την κρίση, όπως θα δούμε στο επόμενο φύλλο. Μέχρι το 2003 το εργοστάσιο λειτουργούσε μόλις στο 10% της ικανότητάς του, όπως παραδέχεται ο γραμματέας του σωματείου Ραούλ Γκοντόι[1].
Εργατική δημοκρατία
Το πέρασμα του εργοστάσιου υπό εργατική διοίκηση άλλαξε σημαντικά τις συνθήκες δουλειάς. Το παλιό δεσποτικό καθεστώς αντικαταστάθηκε με ένα πολύ πιο δημοκρατικό. Το εργοστάσιο χωρίστηκε σε πέντε διαφορετικά τμήματα:
κονιορτοποίηση, συμπιεστήριο, κλίβανος, έλεγχος ποιότητας, πωλήσεις. Για κάθε τμήμα εκλέχθηκε από ένας συντονιστής και για όλο το εργοστάσιο ένας γενικός συντονιστής. Οι αποφάσεις για τα ζητήματα που αφορούν το εργοστάσιο παίρνονται από τις γενικές συνελεύσεις. Να πως τις περιγράφει ο γενικός συντονιστής του εργοστασίου, Κάρλος «Μανότας»:
κονιορτοποίηση, συμπιεστήριο, κλίβανος, έλεγχος ποιότητας, πωλήσεις. Για κάθε τμήμα εκλέχθηκε από ένας συντονιστής και για όλο το εργοστάσιο ένας γενικός συντονιστής. Οι αποφάσεις για τα ζητήματα που αφορούν το εργοστάσιο παίρνονται από τις γενικές συνελεύσεις. Να πως τις περιγράφει ο γενικός συντονιστής του εργοστασίου, Κάρλος «Μανότας»:
«Στις συνελεύσεις όλοι έχουμε το δικαίωμα να πούμε την άποψή μας και να ψηφίσουμε – όχι σε μυστική ψηφοφορία, όπως κάνει η κυρίαρχη τάξη και μετά τον ψήφο δεν θέλει να θυμάται τίποτε. Εδώ τίποτα δεν ξεχνιέται. Η συνέλευση ψηφίζει και η πλειοψηφία αποφασίζει. Εχω χάσει ψηφοφορίες σε συνελεύσεις. Πρέπει να εφαρμόσεις την απόφαση, ανεξάρτητα αν χάνεις ή κερδίζεις, το σημαντικό πράγμα είναι ότι αποφασίζουμε μαζί. Αυτός είναι ο τρόπος που δουλεύουμε. Υπάρχουν και οι ημέρες συζήτησης. Οι συνελεύσεις είναι σημαντικές, όμως ορισμένες φορές δεν μπορεί να επιτευχθεί η ροή της επικοινωνίας. Κατά τη διάρκεια των ημερών συζήτησης, εμείς οι 270 άνθρωποι χωριζόμαστε σε πέντε ομάδες. Συζητάμε όλα τα θέματα, όπως στη συνάντηση των συντονιστών: και πολιτικά και για την παραγωγή. Αυτό μας βοήθησε να αποκτήσουμε συνείδηση».[1]
Φυσικά τα πράγματα δεν είναι τόσο ρόδινα όπως θα δούμε παρακάτω, γιατί ποτέ οι καλές προθέσεις δεν είναι αρκετές, όταν έχουν να αναμετρηθούν με τους οικονομικούς νόμους. Πάντως οι συνθήκες δουλειάς βελτιώθηκαν σημαντικά, πράγμα που φαίνεται και από τα ατυχήματα που μειώθηκαν κατά 90%, χωρίς να σημειωθεί κανένα θανατηφόρο (σε αντίθεση με την περίοδο λειτουργίας κάτω από την στυγνή μπότα του Ζανόν, που κάθε χρόνο σκοτωνόταν ένας εργάτης, ενώ κάθε μήνα τραυματίζονταν 25-30 εργάτες κατά μέσο όρο)[1],[3].
Εξίσωση μισθών
Ταυτόχρονα με την αλλαγή της διοί-κησης της παραγωγής, άλλαξε και ο τρόπος καθορισμού των μισθών. Η απόφαση της Γενικής Συνέλευσης των εργατών στις 27 Φλεβάρη 2002, εκτός από την κατάληψη του εργοστάσιου καθόρισε και το ύψος των μισθών: «Καθένας στη Ζανόν παίρνει 800 πέσος (περίπου 270 αμερικάνικα δολάρια) – οι εργάτες παραγωγής, οι εργάτες στο εργαστήριο, οι άνθρωποι σε πληρωμένη άδεια, η γραμματέας του σωματείου, οι γυναίκες στην κουζίνα, οι σύντροφοι από την οργάνωση ανέργων MTD που εν τω μεταξύ δουλεύουν στο εργοστάσιο, ο θυρωρός, ακόμα και ο δικηγόρος»[1].
Ο αρχικός μισθός που καθορίστηκε ήταν 700 πέσος, αλλά σε λιγότερο από δύο χρόνια (μέχρι το τέλος του 2003) δόθηκε μεγάλη αύξηση (100 πέσος)[1]. Ομως, κι αυτά τα λεφτά δεν ήταν ικανά για να ζήσει κανείς, όπως αναφέρει ο δημοσιογράφος που πήρε τη συνέντευξη από τους εργάτες της Fasinpat : «Οι εργάτες της Ζανόν συμφώνησαν σε ένα στάνταρντ μισθό των 800 πέσος. Εάν η παραγωγή αποδώσει περισσότερα, τα λεφτά δεν ξοδεύονται για αυξήσεις μισθών αλλά για αύξηση του αριθμού των εργατών. Στην Αργεντινή σήμερα (σ.σ. Δεκέμβρης 2003) 800 πέσος είναι συγκριτικά ένας καλός μισθός, αλλά εξακολουθούν να είναι πολύ λίγα για να ζήσεις. Επομένως, μερικοί σύντροφοι σκέφτονται ότι μια αύξηση στο μισθό θα έπρεπε να αποτελεί προτεραιότητα αντί μιας τόσο μεγάλης αλληλεγγύης. Μέχρι σήμερα κανένας δεν έφερε αυτό το ζήτημα στη συνέλευση, γι’ αυτό και η παλιά απόφαση εξακολουθεί να είναι ενεργή»[1].
Αποτελεί απορίας άξιο γιατί κανείς δεν έθεσε ένα τόσο σημαντικό ζήτημα στις συνελεύσεις –όπως το μισθολογικό– τη στιγμή που σ’ αυτές υποτίθεται ότι αποφασίζονται τα πάντα και παρά το γεγονός ότι υπήρξαν εργάτες που δε συμφωνούσαν με την καθήλωση των μισθών (κυρίως οι παλιότεροι εργάτες)[1]. Ισως γιατί οι εργάτες πείστηκαν ότι για να μπορέσει να ορθοποδήσει το εργοστάσιο θα πρέπει να προσληφθούν περισσότεροι, ίσως γιατί στην «πιάτσα» οι μισθοί δεν είναι πολύ καλύτεροι, παρά το γεγονός ότι εκείνη την περίοδο (2003) είχε αρχίσει η «ανάκαμψη» και ήταν φυσικό να δίνονται κάποιες αυξήσεις στους μισθούς.
Μισθοί στα όρια της επιβίωσης
Σύμφωνα με ένα site που δίνει πληροφορίες για τις συνθήκες εργασίας στην Αργεντινή[6], ο ελάχιστος μισθός στη χώρα ήταν 350 πέσος το μήνα μέχρι το Σεπτέμβρη του 2005, οπότε και αυξήθηκε στα 450. Ο μέσος μισθός ενός εργάτη με δίπλωμα λυκείου ήταν 539 πέσος, ενώ κάποιος που δεν είχε τελειώσει το σχολείο έπαιρνε 388 πέσος. Επομένως, τα 800 πέσος των εργατών της Ζανόν φαίνεται να είναι ένας «καλός μισθός». Ομως το νούμερο αυτό δεν θα πρέπει να σας ξεγελά.
Γιατί, όπως μας πληροφορεί άρθρο μιας τροτσκιστικής εφημερίδας που έκανε σφοδρή κριτική στο νόμο της απαλλοτρίωσης της Ζανόν (για τον οποίο θα μιλήσουμε στο επόμενο φύλλο), της Democracia Obrera, με τίτλο «Αργεντινή:
Η κατάληψη της Ζανόν πουλήθηκε από τους ρεφορμιστές»[7], οι εργάτες στα κατειλημμένα εργοστάσια στερούνται ασφαλιστικής κάλυψης. Αυτό είναι ένα σημαντικό ποσό, που ισοδυναμεί με 17% του μισθού για τις εργατικές εισφορές και 33% για τις εργοδοτικές[8].
Γιατί, όπως μας πληροφορεί άρθρο μιας τροτσκιστικής εφημερίδας που έκανε σφοδρή κριτική στο νόμο της απαλλοτρίωσης της Ζανόν (για τον οποίο θα μιλήσουμε στο επόμενο φύλλο), της Democracia Obrera, με τίτλο «Αργεντινή:
Η κατάληψη της Ζανόν πουλήθηκε από τους ρεφορμιστές»[7], οι εργάτες στα κατειλημμένα εργοστάσια στερούνται ασφαλιστικής κάλυψης. Αυτό είναι ένα σημαντικό ποσό, που ισοδυναμεί με 17% του μισθού για τις εργατικές εισφορές και 33% για τις εργοδοτικές[8].
Δυστυχώς, αυτό το τόσο σημαντικό θέμα δεν το ξεκαθαρίζουν τα άρθρα που εκθειάζουν την «εργατική αυτοδιαχείριση» της Fasinpat. Αν όμως σκεφτούμε ότι το εργοστάσιο δεν είχε νομική βάση μέχρι το 2009, θα καταλήξουμε στο συμπέρασμα ότι είναι πιθανότερο στα 800 πέσος να συμπεριλαμβάνονταν και το ποσό της ασφάλισης, όπως γίνονταν σε όλα τα κατειλημμένα εργοστάσια. Επομένως, αν αφαιρεθεί το 17% των εργατικών εισφορών, ο μισθός των 800 πέσος αντιστοιχεί σε ένα ποσό 664 πέσος (συμπεριλαμβανόμενης της ασφάλισης), ενώ αν αφαιρεθεί και το 33% των εργοδοτικών εισφορών, που δεν αποδίδονται στα ταμεία, τότε ο μισθός πέφτει στα 400 πέσος! Αν αναλογιστού-με ότι οι εργάτες της Ζανόν ανήκαν ανέκαθεν στους «προνομιούχους» και θεωρούνταν καλοπληρωμένοι σε σχέση με τους υπόλοιπους εργάτες, θα διαπιστώσουμε ότι οι μισθοί που έπαιρναν με την «αυτοδιαχείριση» δεν ήταν και τόσο μεγάλοι. Αν μάλιστα τους μισθούς αυτούς τους συγκρίνουμε με τον ετήσιο ακαθάριστο μισθό ενός ειδικευμένου εργάτη στο Μπουένος Αιρες, που το 2003 ήταν 5.100 δολάρια (δηλαδή 15.300 πέσος)[6]), τότε η διαφορά είναι ακόμη μεγαλύτερη σε βάρος των εργατών της Ζανόν. Γιατί ο ετήσιος μισθός των 15.300 πέσος σημαίνει 1.177 πέσος το μήνα (15300/13=1177, μιας και στην Αργεντινή ισχύουν οι 13 μισθοί το χρόνο), δηλαδή πολύ πάνω από τα 800 πέσος που την ίδια εποχή έπαιρναν οι εργάτες της Ζανόν!
Απλήρωτες υπερωρίες
Σύμφωνα με την εργατική νομοθεσία της Αργεντινής, ισχύει το 8ωρο και οι υπερωρίες πληρώνονται με 150%[8]. Ισχύει άραγε αυτό στην Fasinpat; Κανένα από τα πολλά άρθρα που έχουν γραφτεί (τουλάχιστον αυτά που έχουμε υπόψη μας από την έρευνα που κάναμε στο διαδίκτυο) δεν μας πληροφορεί τι ακριβώς ισχύει. Το μόνο που λένε είναι ότι οι μισθοί είναι οι ίδιοι για όλους τους εργάτες. Ομως, στη μπροσούρα που περιλαμβάνει και τις συνεντεύξεις των εργατών[1] αναφέρεται:
«Μετά την κατάληψη κράτησαν το παλιό μοντέλο με τις βάρδιες (πρωινή-απογευματινή-βραδινή) στον όροφο της παραγωγής. Η βραδινή βάρδια είναι απαραίτητη, επειδή οι φούρνοι δεν πρέπει να σβήσουν. Μόνο λίγοι άνθρωποι δουλεύουν τη βραδινή βάρδια. Οι πρωϊνές και απογευματινές βάρδιες λειτουργούν κυκλικά και οι πρωινές βάρδιες δουλεύουν και τα Σάββατα επίσης. Τα έκτακτα τμήματα, οι άνθρωποι της συντήρησης και οι συντονιστές δουλεύουν από τις 8 το πρωί μέχρι τις 4 με 5 το απόγευμα, αλλά στην πράξη συχνά μένουν περισσότερο».
Ενας από τους εργάτες, ο Ντανιέλ, που είναι μηχανικός συντήρησης, λέει τα εξής αποκαλυπτικά: «Παλαιότερα συνήθιζα να κάνω το οχτάωρό μου και να φεύγω. Αυτό ήταν μονότονο, μόνο μια υποχρέωση για να φέρω χρήματα στο σπίτι μου. Τώρα είναι δύσκολο, δεδομένου της κατάστασης που βρισκόμαστε. Κατά τη διάρκεια των συναντήσεων συχνά μιλάμε γύρω από το γεγονός ότι κάποιοι σύντροφοι βρίσκονται στα όριά τους. Για μένα είναι διαφορετικά, εγώ έχω κίνητρο. Ορισμένοι σύντροφοι μου λένε: "κοίτα πόσο αργά είναι και εσύ είσαι ακόμα εδώ". Αλλά μου αρέσει. Εάν υπάρχει ένα πρόβλημα και μπορώ να το λύσω σήμερα, το τελειώνω σήμερα, ακόμα κι αν θα πρέπει να κάτσω εδώ 15 ή 16 ώρες. Αλλοι σύντροφοι φεύγουν μετά από 8 ώρες. Λένε ότι δε μπορούν να αντέξουν άλλο τις υπερωρίες. Ετσι είμαστε όλοι διαφορετικοί, σκεφτόμαστε διαφορετικά, έχουμε τις ιδιαιτερότητές μας».[1]
Ποιο είναι το κίνητρό του δε μας λέει ο Ντανιέλ. Ακόμα, όμως, κι αν δεχτούμε ότι το κίνητρό του είναι να ορθοποδήσει η εταιρία, αυτό δείχνει ότι υπάρχουν εργάτες που δουλεύουν περισσότερο, όχι επειδή τους το λέει το αφεντικό, αλλά επειδή βλέπουν ότι δεν βγαίνει αλλιώς. Γίνονται, δηλαδή, συνυπεύθυνοι για την πορεία της εταιρίας αποκτώντας λογική ιδιοκτήτη κι όχι εργάτη. Αν αυτό γινόταν σε μια κοινωνία που τα μέσα παραγωγής ανήκαν στο λαό να το καταλάβουμε. Να γίνεται, όμως, μόνο σε ένα εργοστάσιο που φυτοζωεί, σε μια κοινωνία καπιταλιστική, είναι τουλάχιστον προβληματικό, δε νομίζετε;
Η πολιτική της διατήρησης του ίδιου επιπέδου μισθών στα όρια της επιβίωσης, χωρίς ασφάλιση και με απλήρωτες υπερωρίες, δε μπορούσε να μη δημιουργήσει αντιθέσεις και προβλήματα πειθαρχίας στη δουλειά. Γι’ αυτά όμως θα μιλήσουμε στο επόμενο φύλλο.
Kώστας Βάρλας
Στο επόμενο: Εσωτερικές αντιθέσεις και προβλήματα πειθαρχίας. Ο νόμος περί απαλλοτρίωσης έλυσε τα προβλήματα ή δημιούργησε νέα;
Παραπομπές
1. «Κατάληψη Ζανόν – Συνέντευξη με τους εργάτες». Δημοσιεύτηκε στα ισπανικά το Δεκέμβρη του 2003, στο γερμανικό περιοδικό Wildcat, και μεταφράστηκε στα Αγγλικά τον Ιούλη του 2006. Αναδημοσιεύεται στο διαδικτυακό τόπο Libcom, http://libcom.org/library/zanon-factory-occupation-interview-with-workers. Το κείμενο της συνέντευξης περιλαμβάνεται σε μπροσούρα του Wildcat με τίτλο: «Ζανόν – Ενα εργοστάσιο στα χέρια των εργατών, Αργεντινή» (βλ. www.wildcat-www.de/wildcat/68/zanon-english.pdf).
2. Η συνέντευξη δημοσιεύεται στο Δελτίο Θυέλλης Νο 27, διμηνιαία έκδοση του Δικτύου για τα Πολιτικά και Κοινωνικά Δικαιώματα.
3. «FASINPAT: Ενα εργοστάσιο που ανήκει στο λαό». Αρθρο της Marie Trigona στο http://www.zcommunications.org/fasinpat-a-factory-that-belongs-to-the-people-by-marie-trigona, 4/9/2009.
4. «Ζανόν: Ενα σύντομο ιστορικό», άρθρο δημοσιογράφου που επισκέφτηκε το εργοστάσιο. Δημοσιεύτηκε στις 17 Μάη του 2010 στο http://www.instabordination.com/?cat=6.
5. «Ενας άλλος κόσμος είναι εφικτός: Τα κεραμικά της Ζανόν». Αρθρο του Raul Zibechi (συγγραφέα, δημοσιογράφου και ερευνητή των κοινωνικών κινημάτων στη Λατινική Αμερική) στο http://www.globalpolitician.com/21574-argentina-south-america, 26/1/2006.
6. http://www.justlanded.com/english/Argentina/Argentina-Guide/Jobs/Working-in-Argentina.
7. http://redrave.blogspot.com/2009/09/ argentina-zanon-occupation-sold-out-by.html, 21/9/2009.
8. http://www.nationsencyclopedia. com/economies/Americas/Argentina-WORKING-CONDITIONS.html#ixzz10OJhHILT.
Στο προηγούμενο φύλλο αναφερθήκαμε στη γέννηση της Fasinpat (Fabrica Sin Patrones: Εργοστάσιο χωρίς αφεντικά), που έμοιαζε να κάνει πράξη την «εργατική αυτοδιαχείριση» μέσα στον καπιταλισμό. Ομως, το εργοστάσιο λειτούργησε σε ένα καθαρά εχθρικό περιβάλλον, υπό συνθήκες ημιπαράνομες (απαγορεύονταν οι πωλήσεις στη χοντρική και τα πλακάκια πουλιόντουσαν έξω από την πύλη του εργοστασίου!), χωρίς δάνεια για την ανανέωση του τεχνικού εξοπλισμού και χωρίς καμία κρατική στήριξη (σε αντίθεση με τον Ζανόν που μάσησε μπόλικο κρατικό παραδάκι). Επόμενο ήταν, λοιπόν, το εργοστάσιο να υπολειτουργεί, μόλις στο10% της παραγωγικής ικανότητάς του, ενώ οι εργάτες, αν και δούλευαν σε πιο δημοκρατικό καθεστώς και με λιγότερη εντατικότητα, αναγκάστηκαν να αρκεστούν σε μισθούς στα όρια της επιβίωσης (σε επίπεδα μάλιστα κάτω του «καλαθιού της αγοράς», όπως παραδέχεται και ο Ραούλ Γκοντόι, ο πρόεδρος του σωματείου[1]), χωρίς ασφάλιση και με απλήρωτες υπερωρίες (όχι υποχρεωτικές, αλλά που επιβάλλονταν από την ίδια την κατάσταση για να επιβιώσει το εργοστάσιο υπό τέτοιες συνθήκες).
Δεν είναι τυχαίο, λοιπόν, που ο Χόρχε Λουΐς Βερμούδες, εργάτης της Fasinpat που επισκέφτηκε τη χώρα μας προσκεκλημένος του 15ου Αντιρατσιστικού Φεστιβάλ, τον περασμένο Ιού-λη, σε ερώτηση που του έγινε σχετικά με το ρόλο της Ζανόν στη ριζοσπαστικοποίηση του αργεντίνικου εργατικού και κοινωνικού κινήματος απάντησε επί λέξει: «Δεν είμαι σίγουρος εάν θα το αποκαλούσα ριζοσπαστικοποίηση. Νομίζω πως το σημαντικότερο όσον αφορά τη διαδικασία της Ζανόν είναι το γεγονός ότι καταφέραμε να μη κλείσει το εργοστάσιο, να συνεχίσουμε να παράγουμε και να αποκαλύψουμε στην κοινωνία την πραγματικότητα, το γιατί ο Ζανόν (ιδιοκτήτης του εργοστασίου) κλείνει το εργοστάσιο και φεύγει. Είχε φτάσει να θεωρείται κάτι φυσιολογικό στην Αργεντινή: Για κάποια χρόνια οι ιδιοκτήτες κήρυτταν πτώχευση, άδειαζαν τα εργοστάσια, άφηναν τεράστια χρέη, δεν πλήρωναν τους εργαζόμενους, οι εργαζόμενοι απολύονταν και κανένας δεν έπαιρνε μια απόφαση διαφορετική από το να πάει σπίτι του. Η Ζανόν αυτό που απέδειξε είναι πως υπήρχε μια διαφορετική εναλλακτική λύση από την απώλεια της εργασίας»[2].
Εκ πρώτης όψεως, αποτελεί έκπληξη γιατί είναι τόσο «μετρημένος» στα λόγια τους ο εκπρόσωπος των εργατών. Αντί να μιλήσει για ριζοσπαστικό όραμα που γίνεται πράξη, περιορίζεται μόνο στην ανάδειξη της δυνατότητας των εργατών να λειτουργήσουν τα εργοστάσια. Ομως, όπως θα διαπιστώσουμε παρακάτω, κάθε άλλο παρά έκπληξη θα έπρεπε να προκαλούν αυτά τα λόγια.
Αντιθέσεις και προβλήματα πειθαρχίας
Τα περισσότερα άρθρα που εκθειάζουν τη Fasinpat δεν αναφέρονται στις αντιθέσεις που αναπτύσσονται στους κόλπους των εργατών, ούτε στα προβλήματα πειθαρχίας στη δουλειά. Δεν ασχολούνται με τέτοιες «λεπτομέρειες». Αρκούνται στο ότι σε ένα εργοστάσιο οι εργάτες «ελέγχουν την παραγωγή», διατηρώντας τις θέσεις εργασίας ή και αυξάνοντάς τες. Στο τελευταίο η Fasinpat φαίνεται να τα πήγε αρκετά καλά, αφού ο αριθμός των εργατών της από τους 270 που ήταν όταν πρωτοξεκίνησε την παραγωγή τον Μάρτη του 2002 έφτασε τους 470 μέχρι το 2008[3], πλησιάζοντας τον αριθμό των εργατών που δούλευαν στη Ζανόν πριν κλείσει το εργοστάσιο. Ομως, αν ψάξει κανείς πέρα από τα διθυραμβικά άρθρα, θα διαπιστώσει ότι υπάρχουν αρκετά προβλήματα. Διαβάστε το παρακάτω απόσπασμα από τη μπροσούρα με τις συνεντεύξεις των εργατών[1] για να καταλάβετε τι εννοούμε:
«Εκτός από τον ενθουσιασμό για την πολιτική διαδικασία, το κύριο ζήτημα στο εργοστάσιο εξακολουθεί να είναι η δουλειά, μια ενοχλητική αναγκαιότητα, από την οποία –όπως όλοι οι άλλοι– οι σύντροφοι της Ζανόν θέλουν να ξεφύγουν. Στη Ζανόν υπάρχουν ακόμα φρουροί του εργοστασίου, οι τσάντες ελέγχονται και οι άνθρωποι πρέπει να χτυπούν κάρτα στην είσοδο και την έξοδο, σύμβολα ενός εργοστασιακού καθεστώτος που δεν θα περίμενες σε ένα αυτοδιοικούμενο εργοστάσιο. Ο κύριος σκοπός των φρουρών είναι να ασφαλίσουν το εργοστάσιο από απειλές απ’ έξω. Κατά την αρχική διάρκεια της κατάληψης υπήρχαν ενέργειες σαμποτάζ… Δεν συμπαθούν όλοι οι εργάτες την πολιτικοποίηση στη Ζανόν. Επίσης, στο αυτοδιοικούμενο εργοστάσιο κάνουν μόνο τη δουλειά τους. Το ρολόι ποτέ δεν βγήκε από τη θέση του, οι ευαίσθητες περιοχές εξακολουθούν να είναι κλειδωμένες και η συνέλευση αποφάσισε να επανεισάγει τους ελέγχους στις τσάντες, αφότου τόσα πολλά εργαλεία και υλικά καθαρισμού εξαφανίστηκαν από το κατειλημμένο εργοστάσιο».
Στη συνέχεια, τρεις εργάτες παραθέτουν τις δικές τους εμπειρίες σχετικά με αυτά τα ζητήματα. Ολοι συμφωνούν ότι υπάρχουν εργάτες που δεν συμβαδίζουν με το συλλογικό πνεύ-μα, αργούν στη δουλειά ή δεν ενδιαφέρονται για την πορεία του εργοστασίου, αλλά διαβεβαιώνουν ότι αυτοί οι εργάτες είναι μειοψηφία. Παρολαυτά, όπως μας ενημερώνει ο συγγραφέας της μπροσούρας, «λόγω των προβλημάτων πειθαρχίας στην εργασία, οι εργάτες αποφάσισαν έναν κατάλογο κυρώσεων. Οποιοσδήποτε έρχεται αργά ή μένει εκτός εργασίας αδικαιολόγητα ή δεν εμφανίζεται στην θέση εργασίας του αφού χτυπήσει την κάρτα του, θα πρέπει να περιμένει μειώσεις στο μισθό. Ο κατάλογος εμφανίζεται σαν απειλή σε μία ταμπέλα, αλλά μέχρι σήμερα δεν έχει τεθεί σε εφαρμογή. Υπήρξαν όμως αναστολές (σ.σ. πιθανόν σε μισθούς, δεν το ξεκαθαρίζει) εξαιτίας απειλών σε άλλους συντρόφους»[1].
Αν αναλογιστούμε ότι οι εργάτες της πρώην Ζανόν και νυν Fasinpat δε ζουν σε γυάλα, αλλά σε ένα καθαρά ανταγωνιστικό περιβάλλον (γιατί έτσι είναι ο καπιταλισμός και για να πάψει να είναι έτσι θα πρέπει να πάψει να είναι καπιταλισμός), με χαμηλούς μισθούς και με μεγάλη ένταση, λόγω του εχθρικού περιβάλλοντος μέσα στο οποίο λειτουργεί το εργοστάσιο (τον καπιταλιστικό ανταγωνισμό δηλαδή), είναι απόλυτα φυσικό να εμφανιστούν τέτοιες συμπεριφορές. Η πειθαρχία στη δουλειά είναι ένα πολύ σοβαρό ζήτημα, που δεν ξεπερνιέται ούτε με διατάγματα ούτε με ευχολόγια και θα αποτελεί ζήτημα προς επίλυση ακόμα και μετά το πάρσιμο της εξουσίας από την εργατική τάξη. Ακόμη και οι Μπολσεβίκοι είχαν να αντιμετωπίσουν τέτοια προβλήματα, μετά την κατάκτηση της εξουσίας στην επαναστατημένη Ρωσία, πόσο μάλλον ένα εργοστάσιο που λειτουργεί μέσα στην καπιταλιστική αγορά (ακόμα κι αν είναι «αυτοδιαχειριζόμενο»).
Πέρα, όμως, από τα προβλήματα πειθαρχίας στη δουλειά, υπάρχουν και οι αντιθέσεις με τους «από πάνω». Να πως τις περιγράφει ένας μηχανοτεχνίτης που το 2003 δούλευε στο εργοστάσιο για 11 χρόνια, ο Μάριο: «Κατά καιρούς έχω τα μικρά μου προβλήματα με αυτούς που βρίσκονται εκεί πάνω, με τους αξιωματούχους του σωματείου. Οχι με τους συντρόφους εδώ στο τμήμα, ενώ δεν υπάρχουν επίσης προβλήματα με τους συντονιστές. Είναι όλοι σύντροφοι, επίσης δουλεύουν δίπλα σου στο τμήμα. Ομως οι αξιωματούχοι του σωματείου είναι διαφορετικοί, κάνουν μια διαφορετική δουλειά… Πρότειναν οι ίδιοι ότι ένας αξιωματούχος που δεν κάνει καλά τη δουλειά μπορεί απλά να ανακληθεί από τη συνέλευση. Ομως αυτό δεν έχει συμβεί μέχρι τώρα. Καμιά τέτοια περίπτωση δεν συζητήθηκε ποτέ σε μία συνέλευση. Κατά τη γνώμη μου αυτό θα πρέπει να συζητηθεί»[1].
Από πού προέκυψαν οι «αξιωματού-χοι του σωματείου»; Ποιοι είναι αυτοί; Ο Μάριο, φυσικά, δεν ήθελε ν’ αναφέρει περισσότερα, για να μην υποσκάψει την εξωτερική εικόνα του αυτοδιαχειριζόμενου εργοστασίου, όμως τα λόγια του αποτυπώνουν μια κατάσταση που δεν είναι δυνατόν να μη τη λάβει κανείς υπόψη. Γιατί ακόμα και σε ένα «αυτοδιαχειριζόμενο εργοστάσιο» θα υπάρχουν «αξιωματούχοι» και μη, αφού η αντίθεση πνευματικής-σωματικής εργασίας δεν είναι δυνατόν να πάψει να υπάρχει. Το ζήτημα είναι τεράστιο και απασχόλησε τις πρώτες σοσιαλιστικές κοινωνίες, που δημιουργήθηκαν τον προηγούμενο αιώνα, και δε μπορούμε να επεκταθούμε στο πλαίσιο αυτού του αφιερώματος. Θα αρκεστούμε μόνο να σημειώσουμε, ότι όλα αυτά λέγονταν το 2003, δηλαδή ένα μόλις χρόνο μετά την κατάληψη του εργοστασίου από τους εργάτες. Πιστεύουμε όμως ότι οι αντιθέσεις θα πρέπει να οξύνθηκαν, όταν η κρίση αγκάλιασε την Fasinpat.
Η κρίση αγκαλιάζει τη Fasinpat
Αν και «αυτοδιαχειριζόμενη», η Fasinpat δε γλίτωσε από την οικονομική κρίση. Μέσα σ’ ένα χρόνο περίπου, οι πωλήσεις έπεσαν κατά 40-50%, εξαιτίας της ριζικής επιβράδυνσης της παραγωγικής βιομηχανίας σε εθνικό επίπεδο. Από τα 400 χιλιάδες τετραγωνικά μέτρα πλακάκια που παρήγαγε η εταιρία το 2008, μέχρι τα μέσα του 2009 έπεσε στις 150 χιλιάδες[4].
«Η κοπερατίβα έπρεπε να κλείσει μερικούς φούρνους και να περιορίσει τις βάρδιες στην παραγωγή. Συμπληρωματικά αυτής της πτώσης οι εργάτες που έλεγχαν το εργοστάσιο είχαν να αντιμετωπίσουν και την εκτίναξη των τιμών της ενέργειας. Οι εργάτες πληρώνουν 300 χιλιάδες δολάρια το μήνα για τον ηλεκτρισμό και το φυσικό αέριο». Αυτά αναφέρει μία δημοσιογράφος που έχει γράψει πολλά άρθρα υπέρ της αυτοδιαχείρισης της Ζανόν, σε άρθρο της που δημοσιεύτηκε το Μάη του 2009[4].
Ποια η αντίδραση της διοίκησης του εργοστασίου απέναντι σε μια τέτοια κατάσταση; Το άρθρο που αναφέραμε παραπάνω μας προϊδεάζει για το τι πρόκειται να συμβεί: «Τώρα που οι δουλειές επιβραδύνονται, πολλές συνελεύσεις στα κατειλημμένα από τους εργάτες εργοστάσια μάλλον θα προτιμήσουν να δεχτούν περικοπές στους μισθούς παρά να χάσουν τη δουλειά τους οι συνάδελφοί τους»[4].
Δυστυχώς, από τότε μέχρι σήμερα κανένα άρθρο από αυτά που βρήκαμε δεν αναφέρει τίποτα για την οικονομική κατάσταση των εργατών της Fasinpat μετά το ξέσπασμα της κρίσης. Το κεντρικό ζήτημα που αφορά την εξέλιξη των μισθών των εργατών αποσιωπάται. Ακόμα, όμως, κι αν οι μισθοί δεν έπεσαν, η εκτίναξη του πληθωρισμού τους έχει ήδη εξανεμίσει. Σύμφωνα με το πρακτορείο Bloomberg[5], οι αυξήσεις που ζητούσαν το περασμένο καλοκαίρι τα συνδικάτα είναι οι μεγαλύτερες της τελευταίας 15ετίας, καθώς ο πληθωρισμός έχει εκτιναχθεί. Το πρακτορείο αναφέρει ότι τον περασμένο Μάη οι εργάτες στη συγκομιδή ζάχαρης κέρδισαν αυξήσεις της τάξης του 43%, οι εργαζόμενοι στις καφετέρειες 35% και οι θυρωροί 28%. Κι αυτό γιατί ο ρυθμός αύξησης των τιμών δεν αποκλείεται να φτάσει το 26% αυτό το χρόνο (από 15,3% που ήταν το 2009), όπως αναφέρει στο ίδιο άρθρο μια έρευνα της εταιρίας Ecolatina που έλεγξε τις τιμές 500 προϊόντων και υπηρεσιών. Τι κέρδισαν οι εργάτες της Ζανόν; Δεν είναι τουλάχιστον περίεργο που οι θιασώτες της «εργατικής αυτοδιαχείρισης» μέσα στον καπιταλισμό τηρούν σιγήν ιχθύος για ένα τόσο σημαντικό ζήτημα;
«Εθελοντισμός»
Μπορεί οι εργάτες της Ζανόν να μη κέρδισαν και πολλά στον οικονομικό τομέα, το κράτος και η περιφέρεια, όμως, κέρδισαν. Κι αυτό χάρη στην εθελοντική εργασία που προσέφεραν στο «κοινωνικό σύνολο» οι εργάτες της Ζανόν. Να πως την περιγράφει ο πρώην εργοδηγός που έγινε διευθυντής του εργοστασίου, Κάρλος «Μανότας»: «Θέλουμε να δώσουμε κάτι πίσω στον κόσμο, δωρίζοντας αυτά που παράγουμε. Την επόμενη βδομάδα θα κάνουμε δωρεά για ένα σχολείο για τα "παιδιά με άλλες ικανότητες"… Θέλουμε επίσης να κάνουμε μια δωρεά για το νοσοκομείο, να δώσουμε πίσω κάτι για την αλληλεγγύη που λάβαμε από αυτούς τους ανθρώπους. Για παράδειγμα, η αλληλεγγύη των νοσοκόμων και των γιατρών που ήρθαν εδώ και δούλεψαν εθελοντικά. Εκαναν ωτοστόπ για να έρθουν εδώ ή ήρθαν ακόμα και με τα πόδια. Δεν θα το ξεχάσουμε ποτέ αυτό»[1].
Τι το κακό σε όλα αυτά, θα πει κάποιος. Ισα-ίσα που αποτελούν έμπρακτη αλληλεγγύη μέσα στη βαρβαρότητα που ζούμε. Ορισμένοι ίσως προχωρήσουν παραπέρα το συλλογισμό, ισχυριζόμενοι ότι έτσι ανοίγονται «ρωγμές» στον καπιταλισμό. Θα πρέπει, όμως, να είναι κανείς ιδιαίτερα αφελής ή πολιτικός απατεώνας για να ισχυριστεί ότι με τον «εθελοντισμό» και τη τζάμπα εργασία, μέσα σ’ ένα σύστημα που ελέγχεται από τους καπιταλιστές και το κράτος τους, μπορούν να ανοιχτούν «ρωγμές» και να λάμψει μια αχτίδα αλληλεγγύης. Αλίμονο αν η ταξική αλληλεγγύη μετατραπεί σε δωρεάν εργασία για το «κοινωνικό σύνολο» ή φιλανθρωπία για τους κατατρεγμένους. Αυτό προσπαθούν να προάγουν τα ίδια τα καπιταλιστικά κράτη για να απαλλαγούν από τις υποχρεώσεις τους («κοινωνικές δαπάνες» τις λένε και πάντα θέλουν να τις πετσοκόψουν). Αν είναι έτσι, τότε τα διάφορα ραδιοκάναλα που οργανώνουν εθελοντικές δράσεις (για το «περιβάλλον», συνήθως, αφού αυτό «πουλάει») επιτελούν… επαναστατικό έργο!
Ο «εθελοντισμός» σε μια κοινωνία που επικρατεί η εκμετάλλευση και η κατεδάφιση ακόμα κι αυτού του ξεδοντιασμένου «κράτους πρόνοιας» ισοδυναμεί με ταξική αυτοκτονία. Το μόνο που κάνει είναι να προσφέρει τζάμπα εργασία για κοινωνικές ανάγκες που έπρεπε να τις καλύπτει το κράτος. Η ταξική αλληλεγγύη εκφράζεται στους αγώνες και όχι στον εύκολα ελεγχόμενο από τους καπιταλιστές και το κράτος τους «εθελοντισμό».
Απαλλοτρίωση από… δεξιά πλειοψηφία!
Ισως ορισμένοι να ισχυριστούν ότι η «νομιμοποίηση» της Fasinpat, που επιτεύχθηκε με τον νόμο 2656 που ψηφίστηκε (με 26 ψήφους υπέρ έναντι 9 κατά) στις 13 Αυγούστου του 2009, επικυρώνοντας το αντίστοιχο νομοσχέδιο 6419 της 27ης Μάη του 2009, να έδωσε νέα ώθηση στο εργοστάσιο για να ξεπεράσει όλα τα προβλήματα που αναφέραμε παραπάνω. Η 13η Αυγούστου του 2009 χαρακτηρίστηκε μάλιστα από πολλούς σαν μια «ιστορική μέρα», αφού επισφράγισε μια «μεγάλη νίκη». Οχτώ χρόνια μετά την κατάληψη της Ζανόν από τους εργάτες και μετά από επανειλημμένες ανεπιτυχείς προσπάθειες διάλυσης της κολεκτίβας από το κράτος, η πολυπόθητη «απαλλοτρίωση» γίνεται πράξη!
Από ποιόν όμως; Από ένα κοινοβού-λιο που ελέγχονταν από δεξιά πλειοψηφία! Καλά διαβάσατε. Το «Λαϊκό κίνημα του Νεουκέν» (Movimiento Popular Neuquino – MPN), που ελέγχει τη βουλή της περιφέρειας του Νεουκέν, είναι ένα δεξιό κόμμα[6] που για χρόνια αντιστεκόταν στη νομιμοποίηση της Fasinpat. Ομως, ως εκ θαύματος, το MPN έκανε 180 μοίρες στροφή και ο πρόεδρός του Σοσέ Ρούσο δήλωσε τα εξής εκπληκτικά: «Αυτό είναι θαυμαστό… Μέσω αυτών των προσπαθειών (σ.σ. των εργατών) ζει το πνεύ-μα της εργασίας… Αυτή η προσπάθεια πρέπει να επιβραβευτεί…Οι εργάτες δούλεψαν για 8 χρόνια κάτω από συνθήκες ανασφάλειας και πρέπει να τους στηρίξουμε για να δημιουργήσουν ένα μέλλον»[7].
Οπως μας πληροφορεί το άρθρο από το οποίο παραθέσαμε το παραπάνω απόσπασμα, η απαλλοτρίωση έγινε με τη σύμφωνη γνώμη όλων αυτών που τους χρωστούσε η Ζανόν, δηλαδή της Παγκόσμιας Τράπεζας, μιας ιταλικής εταιρίας που προμήθευε τις μηχανές (της SACMI) και μιας υπηρεσίας της επαρχίας του Νεουκέν ονόματι IADEP (Αυτόνομο Ινστιτούτο Παραγωγικής Ανάπτυξης)! Μα πώς είναι δυνατόν –θα αναρωτηθεί κανείς– οι πολέμιοι της κολεκτιβοποίησης της Ζανόν να γίνουν υπέρμαχοί της;
Ο νόμος
Το «μυστήριο» λύνεται αν ανατρέξει κανείς στον ίδιο το νόμο. Προβλέπει το άρθρο 2 του νόμου 2656, που ψηφίστηκε στις 13 Αυγούστου του 2009[8]: «Η εκτελεστική εξουσία θα προχωρήσει στην απαλλοτρίωση των κινητών και ακίνητων περιουσιακών στοιχείων, όπως αυτά περιγράφονται στο επισυναπτόμενο παράρτημα 2». Το κράτος απαλλοτριώνει όλα τα περιουσιακά στοιχεία της εταιρίας, προκειμένου όπως αναφέρει το άρθρο 3 «να γίνει δυνατή η συνέχιση της παραγωγικής διαδικασίας στο εν λόγω εργοστάσιο». Στο άρθρο 4 αναφέρεται ότι «το σύνολο των δικαιωμάτων που αφορούν στα περιουσιακά στοιχεία απαλλοτριώνονται με σκοπό να μεταφερθούν με συγκεκριμένο τρόπο στην εργατική κοπερατίβα FASINPAT ΕΠΕ».
Ποιος είναι άραγε αυτός ο «συγκεκριμένος τρόπος»; Εδώ ερχόμαστε στο «ζουμί». Το κράτος, σύμφωνα με το άρθρο 5, αναλαμβάνει να αποζημιώσει τους πιστωτές της Ζανόν, που αναφέραμε παραπάνω, με 23.406.566 πέσος (δημιουργώντας ξεχωριστό κονδύλι στον κρατικό προϋπολογισμό) και ανατίθεται στην εκτελεστική εξουσία η ευθύνη για την εφαρμογή αυτής της υποχρέωσης. Η δε FASINPAT «θα καταβάλει ως αποζημίωση στην πολιτεία της επαρχίας Νεουκέν, σε είδος, το σύνολο των ποσών που δαπανήθηκαν (σ.σ. δηλαδή των 23.4 εκατομμυρίων πέσος), μέσω της πώλησης σε τιμές κόστους των προϊόντων που απαιτεί η Επαρχία για δημόσιους σκοπούς» (άρθρο 7).
Χωρίς ίχνος ντροπής, ο δικηγόρος της FASINPAT υποστήριξε ότι οι εργάτες της Ζανόν δεν χρειάζεται να πληρώσουν τίποτα, καθώς το κράτος θα αγοράσει την παραγωγή της Ζανόν για την κατασκευή σπιτιών, σχολείων κ.λπ. σε τιμές κόστους, που περιλαμβάνει τους μισθούς και την απόσβεση των μηχανημάτων[9]. Το γεγονός, όμως, είναι ότι το κράτος θα καρπωθεί την υπεραξία των εργατών, που ισοδυναμεί με 49.800 πέσος για κάθε εργάτη (αυτό είναι το νούμερο που προκύπτει αν διαιρέσουμε τα 23.4 εκατ. πέσος με το μηνιαίο μισθό των 800 πέσος). ‘Η, διαφορετικά, το κράτος θα καρπωθεί την υπεραξία των εργατών που ισοδυναμεί με 62 μισθούς, δηλαδή μι- σθούς μιας πενταετίας!
Οι εργάτες –που, αν και είχαν μείνει μήνες απλήρωτοι, ποτέ δεν αποζημιώθηκαν από τον Ζανόν, παρά μόνο μέσω του στοκ της επιχείρησης που τους παραδόθηκε για να το πουλήσουν εν καιρώ κρίσης και απαξίωσης των πάντων την ταραγμένη περίοδο του 2001– αφού σηκώσουν το σταυρό του μαρτυρίου για να ξεπληρώσουν τα χρέη του κράτους στους πιστωτές, θα είναι πλέον «ελεύθεροι» με μια εταιρία που θα μοιάζει περισσότερο με… αντίκα παρά με οτιδήποτε άλλο. Γιατί είναι αμφίβολο αν το κράτος θα δώσει λεφτά για να στηρίξει την παραγωγική βάση της Fasinpat (μέχρι σήμερα δεκάρα τσακιστή δεν είχε δώσει, όπως αναφέρουν οι ίδιοι οι εργάτες[2]) και να ανανεώσει τον τεχνικό εξοπλισμό, όταν γνωρίζει ότι μετά από μερικά χρόνια θα χάσει τον έλεγχο και θα τον πάρουν οι εργάτες! Από την άλλη μεριά, ποιος θα είναι αυτός που θα καθορίζει τις «τιμές κόστους» και το ύψος των μισθών; Οι τροτσκιστές συνδικαλιστές του σωματείου ή το κράτος που θα είναι ο διαχειριστής της εταιρίας μέχρι να αποπληρωθεί το χρέος;
Ιστορική νίκη ή ένταξη στο σύστημα;
Μπορεί τον Αύγουστο του 2009 οι εργάτες της πρώην Ζανόν να πανηγύριζαν μαζί με τον γραμματέα του σωματείου Ραούλ Γκοντόι, καλό όμως είναι να θυμηθούμε τι έλεγε ο τελευταίος πριν από επτά χρόνια, όταν η Fasinpat ήταν στα σπάργανα: «Κοπερατίβες ή όχι, όλοι εξαρτιόμαστε από την αγορά. Πρέπει να αντιμετωπίσεις τους ανταγωνιστές σου, πρέπει να μειώσεις τους μισθούς, να κόψεις τα κόστη, γίνεσαι σαν ανταγωνιστής των άλλων εργατών. Γι’ αυτό ζητάμε εθνικοποίηση, όχι επειδή νομίζουμε ότι το κράτος είναι κάτι καλό. Αυτό είναι το κράτος των εργοδοτών, ένα καπιταλιστικό κράτος, ένας καταπιεστικός μηχανισμός ενάντια στους εργάτες και το λαό, αλλά λέμε ότι θα έπρεπε να εγγυηθεί τις βασικές συνθήκες για την παραγωγή, έτσι που να μπορούμε να δουλεύουμε και να οργανωνόμαστε – ακριβώς για να καταστρέψουμε αυτό το κράτος και να δημιουργήσουμε ένα διαφορετικό»[1].
Ο συγγραφέας της μπροσούρας, από την οποία προέρχεται το παραπάνω απόσπασμα συμπλήρωνε τότε: «Η Ζανόν και κάποιες άλλες κατειλημμένες επιχειρήσεις ζητούν "εθνικοποίηση κάτω από εργατικό έλεγχο" αντί να φτιάξουν κοπερατίβες. Δεν θέλουν ούτε να γίνουν εργοδότες, ούτε υπάλληλοι του κράτους». Τι εννοεί ο «ποιητής»; Το κράτος να αρνηθεί τον εαυτό του σαν συλλογικός καπιταλιστής και να τους δώσει την «εξουσία», το εργοστάσιο: «Ζητούν από το κράτος την πρόβλεψη ενός γενικού ξεκαθαρίσματος: το κράτος θα πρέπει να απαλλοτριώσει εν τέλει τα κτίρια, τις μηχανές και τις πατέντες, χωρίς οι εργάτες να πρέπει να πληρώσουν αποζημιώσεις"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Tα σχόλια στο μπλοκ πρέπει να συνοδεύονται από ένα ψευδώνυμο, ενσωματωμένο στην αρχή ή το τέλος του κειμένου, άν δεν υπάρχει εγγραφή στον blogger ή άλλη διαδυκτιακή υπηρεσία (βλέπε όροι σχολιασμού στο πάνω μέρος της σελίδας).
Ανώνυμα και υβριστικά σχόλια μπορούν να διαγράφονται χωρίς άλλη προειδοποίηση.