Αν και δεν είναι καλή αρχή για το μπλογκ, οι δύο πρώτες αναρτήσεις του να είναι αναδημοσιεύσεις, ξαναβάζω εδώ ένα προφητικότατο από ότι απόδείχτηκε κείμενο του Νίκου Μπογιόπουλου από τον "Ριζοσπάστη". Το γεγονός πως γράφτηκε πέρσι, το κάνει ακόμη πιο ενδιαφέρον.
Για όλους εμάς που αγαπάμε το ποδόσφαιρο. Και το αγαπάμε γνωρίζοντας ότι, όπως κάθε τι λαϊκό, έτσι και το ποδόσφαιρο έχει κι αυτό αλωθεί. Το έχουν σφετεριστεί, το έχουν αμαυρώσει τα «αφεντικά» του. Με συνέπεια να κουβαλάει στις πλάτες του αυτά ακριβώς τα «ήθη και έθιμα». Τα «ήθη» των «αφεντικών» του.
*
Το ποδόσφαιρο δε θα μπορούσε να ξεφύγει από τη «μοίρα» όλων των ωραίων πραγμάτων που μέσα στο σύστημα της σαπίλας μετατρέπονται σε «εμπόρευμα». Το «αγόρασαν», δηλαδή το έκλεψαν, το βούτηξαν από το λαό, το έκαναν «κέρδος», το έκαναν «στοίχημα», το έκαναν «πρεστίζ», το έκαναν «νταβατζιλίκι», το έκαναν «πολιορκητικό κριό» στις οικονομικές και πολιτικές τους «μπίζνες» και τώρα το επιστρέφουν στο λαό με τη μορφή του «κατιμά». Αλλά με ό,τι φανταχτερό περιτύλιγμα κι αν πουλήσεις τον «κατιμά» παραμένει «κατιμάς».*
Από παιχνίδι του λαού, το ποδόσφαιρο έγινε «προϊόν» για να κάνουν τα «παιχνίδια» τους και το «κέφι» τους οι εφοπλιστές, οι πετρελαιάδες και οι άλλοι, οι περιώνυμοι των λαμέ «καταγωγίων», που το ελέγχουν. Και στη μέση ο πιο πληρωμένος, ο πιο εξωνημένος «διαιτητής» που θα μπορούσε να υπάρξει: Το κράτος. Καθόλου τυχαία, αυτό το κράτος, όπως και το ποδόσφαιρο, ανήκει επίσης στους εφοπλιστές και στους πετρελαιάδες.*
Από δω και πέρα όλα «επιτρέπονται»: Δολοφονίες (στη Λαυρίου), βανδαλισμοί (θέατρο Τέχνης), τσαμπουκαλίκια κουμπουροφόρων μεγαλοπαραγόντων, διαπλοκές, «στησίματα», ντόπα, «πόλεμος» μέσω των ΜΜΕ, «ιδιωτικοί στρατοί», χουλιγκάνοι, καφρίλα, οπαδιλίκι. Οπαδιλίκι που απέναντι στους πολλούς αξιοποιείται άλλοτε ως παραισθησιογόνο αφασίας και αποχαύνωσης, άλλοτε ως μοχλός για το ξεστράτισμα του αυθορμητισμού και της επαναστατικότητας της νιότης τους. Οπαδιλίκι, που, από τους λίγους, τους «ξύπνιους», λειτουργεί ως διαβατήριο για να χτίζουν «καριέρες», «ίματζ», «κοινωνικό εκτόπισμα» και, ορισμένοι, περιουσίες και φράγκα.*
Δεν έχουμε καμία αμφιβολία ότι το ποδόσφαιρο, ακόμα κι αν ανακατασκευαστεί η βιτρίνα του, θα αποπνέει από την κορυφή μέχρι τα νύχια, από τα σαλόνια μέχρι τα τελευταία τοπικά πρωταθλήματα της Ανωκατωμαγούλας, τη δυσωδία της παρακμής της τάξης που το έχει σφετεριστεί και για όσο διάστημα θα το έχει σφετεριστεί.Ας μη νομίζουν, όμως, ότι θα παραιτηθούμε. Εμείς θα συνεχίσουμε να ψάχνουμε την μπάλα. Να ψάχνουμε το ΠΑΙΧΝΙΔΙ σε έναν κόσμο που οι νόμοι του δε θα υπαγορεύονται από το ωμό συμφέρον, εκεί που οι άνθρωποι δε θα σμίγουν τα χέρια για να ανταλλάξουν λεφτά και μετοχές, αλλά για να ανταλλάξουν φανέλες παίρνοντας ο ένας κουράγιο από τον τίμιο ιδρώτα του άλλου. Μιλάμε για έναν κόσμο που το ποδόσφαιρο θα είναι απλώς ένα παιχνίδι που θα πρέπει να αντιμετωπίζεται με την ιερή σοβαρότητα που αντιμετωπίζουν τα παιδιά τα παιχνίδια τους.
*
Οσοι σπεύσουν να χαμογελάσουν με το ρομαντισμό μας (ή όπως αλλιώς βαφτίζουν την άποψή μας), όσοι δηλαδή μας ζητούν να παραμείνουμε αιωνίως στιγματισμένοι και όμηροι ενός κοινωνικού κανιβαλισμού που ισχυρίζεται ότι «ο πρώτος είναι τα πάντα, ο δεύτερος δεν είναι τίποτα», ας γνωρίζουν ότι το ποδόσφαιρο μοιάζει πολύ με τη ζωή. Και καμιά φορά τα γκελ στη ζωή - όπως και στο ποδόσφαιρο - είναι απρόβλεπτα.
Η ατάκα που βγήκε από τον οχετό:
ΑπάντησηΔιαγραφή"Κύριε Μάκη, μου τελείωσε το φάρμακο!"