Σύμφωνα με τις τρέχουσες κατευθύνσεις της κυβερνητικής απολογητικής και της «κυρίαρχης ιδεολογίας», στο προσεχές μέλλον η ιστορία θα έπρεπε να είναι γραμμένη κάπως έτσι:
«Στις 27 Ιανουαρίου 1945 αποκαλύφθηκε η ύπαρξη δομής φιλοξενίας αμάχων στο Άουσβιτς. Ολόκληρη η ανθρωπότητα ένιωσε αισθήματα φρίκης για την χωρίς κοινοβουλευτική νομιμοποίηση ίδρυση και λειτουργία αυτής της δομής. (Εν τούτοις η καθαριότητα ήταν υποδειγματική. Ούτε σταγόνα αίμα στους θαλάμους αερίων, ούτε αποτσίγαρο στους θαλάμους ανάπαυσης. Ενώ η απόλυτη μυστικότητα διασφάλιζε τα προσωπικά δεδομένα των φιλοξενούμενων κατά τον βέλτιστο τρόπο κλπ κλπ)».Το παράδειγμα του Άουσβιτς χρησιμοποιείται εδώ σαν μια ιστορικά συγκεκριμένη «απόλυτη τιμή» ικανή να θέσει σε δοκιμασία το ιδεολογικό και πολιτικό περιεχόμενο μιας σειράς πρόσφατων επικλήσεων της «δημοκρατικής νομιμοποίησης» της αντιλαϊκής πολιτικής και της αντίληψης που αυτές εκφράζουν.
Σύμφωνα με αυτήν την αντίληψη η «δημοκρατική νομιμοποίηση» του εκάστοτε κυβερνητικού νομοθετήματος και της κυβερνητικής πολιτικής στο σύνολό της δεν συνίσταται παρά μόνο στην έγκρισή της από την κοινοβουλευτική πλειοψηφία των 151 βουλευτών.
Σύμφωνα με αυτή την αντίληψη, λοιπόν, και τα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης θα εξασφάλιζαν «δημοκρατική νομιμοποίηση», αν τύχαινε να τα ψηφίσουν 151 βουλευτές. Στο τέλος της ψηφοφορίας «η συζήτηση θα τελείωνε, θα είχαμε πια δίκαιο», όπως πριν μερικά χρόνια εξέφραζε ο Μ. Βορίδης τις γενικές αντιλήψεις του για την «έννομη τάξη» (όχι ειδικά για το Άουσβιτς, ας διευκρινίσουμε) ως υπουργός, τότε, της κυβέρνησης Σαμαρά.
Βρίσκεται όμως πράγματι σε αυτή την αντίληψη το «μυστικό» της «δημοκρατικής νομιμότητας»;
Αν παραμέναμε στο παράδειγμα του Άουσβιτς, θα λέγαμε ότι και 151 και 300 βουλευτές αν το ψήφιζαν, και το σύνταγμα αν προσαρμόζανε στις ανάγκες του νόμου τους και της «έννομης τάξης» τους, και δημοψήφισμα αν κάνανε και το κερδίζανε, η «δημοκρατική νομιμοποίηση» δεν θα βρισκόταν με το μέρος τους αλλά με το μέρος των ελάχιστων, με το μέρος του ενός ή και του κανενός, που θα όρθωναν το ανάστημά τους στην κοινοβουλευτική πλειοψηφία, στον νόμο της και στην έννομη τάξη της, σε θεούς και σε δαίμονες.
Όμως, πριν φτάσουμε (λογικά και ιστορικά) ως την «απόλυτη τιμή» του συγκεκριμένου ή τυχόν άλλου μελλοντικού παραδείγματος, στη θέση του βρίσκεται η ίδια η κοινωνική ζωή, που με την ποικιλία των πλευρών της αλλά και με την ενότητα της διάρθρωσής της, βάζει σε συνεχή δοκιμασία τη «δημοκρατική νομιμοποίηση» της κυβερνητικής πολιτικής, ως «τιμή» – έστω – όχι απόλυτη (όπως του παραδείγματος) αλλά «σχετική».
Πρόκειται για την ιστορία και δεν μπορείτε να κάνετε τίποτα για να την σταματήσετε, πρόκειται για τις νομοτέλειές της και δεν μπορείτε με κανέναν τρόπο να τις καταργήσετε.
Το ότι η «δημοκρατική νομιμοποίηση» δεν είναι κάποιο παιχνιδάκι ανάμεσα σε πλειοψηφίες και μειοψηφίες, το μαρτυρούν οι ίδιοι οι ιστορικοί όροι επιβολής των δημοκρατικών πολιτικών αρχών, που δεν θεμελιώθηκαν ούτε με ψηφοφορία, ούτε με το σύνθημα «η (κοινοβουλευτική!) πλειοψηφία κερδίζει». Αλλά με το σύνθημα της ισότητας, της αδελφοσύνης και της ελευθερίας, που η υλοποίησή του και η υλοποίηση των ιστορικών του προϋποθέσεων εξακολουθούν να βρίσκονται στο επίκεντρο της κοινωνικής διεκδίκησης και πάλης.
Δεν είναι οι κοινοβουλευτικές πλειοψηφίες αυτές που παρέχουν «δημοκρατική νομιμοποίηση» στην εκάστοτε κυβερνητική πολιτική. Είναι ο κοινωνικο-ιστορικός στόχος της ισότητας, της αδελφοσύνης, της ελευθερίας, αυτός που παρέχει ή που δεν παρέχει «δημοκρατική νομιμοποίηση» στις κοινοβουλευτικές πλειοψηφίες, ανάλογα με το αν τα έργα τους, ο «νόμος και η τάξη» τους, η πολιτική τους, τον υπηρετούν ή τον αντιστρατεύονται, ανάλογα με το αν υπηρετούν ή αντιστρατεύονται τις προϋποθέσεις της εκπλήρωσής του.
Αποτελεί ερώτημα, αν χωρίς τα παραπάνω στη βάση της μπορεί μια φιλοσοφία του δικαίου να είναι φιλοσοφία του δικαίου, αν παραπέρα, χωρίς φιλοσοφία, μπορεί να υπάρξει εφαρμογή του δικαίου διαφορετική από τη μηχανική υπόσκαψη των ίδιων του των βάσεων, υπό τους ίδιους όρους με τους οποίους και η κοινοβουλευτική λειτουργία αποσπασμένη από τον αφετηριακό της προορισμό απογυμνώνεται σε μια μηχανή παραγωγής αντιλαϊκής νομοθεσίας, «δικαίου» και αυτή.
Βέβαια, η αφετηριακή έλλειψη ενός «πειραματικά» μετρήσιμου κριτηρίου της «δημοκρατικής νομιμοποίησης», όπως είναι ο αριθμός των ψήφων, ο σχηματισμός των πλειοψηφιών και των μειοψηφιών, μοιάζει σαν να ορθώνει το φάσμα του αδιεξόδου μπροστά στη «θετική σκέψη».
Ο παραμερισμός ενός τέτοιου κριτηρίου από το κριτήριο του ουσιαστικού περιεχομένου της ασκούμενης πολιτικής, ως του ιστορικά κρίσιμου και πρωταρχικού, θα μπορούσε να εγείρει, εκ μέρους της «θετικής σκέψης» ή ορισμένων εκδοχών της, αιτιάσεις για μετατροπή της κοινωνίας σε «ζούγκλα».
Σε «ζούγκλα», όμως, μετατρέπει την κοινωνία η πολιτική που υπηρετεί την οικονομική εκμετάλλευση της κοινωνικής πλειοψηφίας από μια χούφτα μονοπωλητών των μέσων της ύπαρξης και της παραγωγής της. Που υπηρετεί την καταπίεση αυτής της κοινωνικής πλειοψηφίας προς χάρη της διαιώνισης του συστήματος της εκμετάλλευσης. Σε «ζούγκλα» μετατρέπουν την κοινωνία η εκμεταλλευτική ηθική που αναβλύζει από όλους τους πόρους της, η αποσύνθεση του εκμεταλλευτικού κοινωνικο-οικονομικού σχηματισμού, οι ιμπεριαλιστικοί πόλεμοι και οι συνέπειές τους.
Η οργανωμένη πάλη ενάντια στην πολιτική της τάξης των εκμεταλλευτών και στο σύστημα της εκμετάλλευσης δεν μετατρέπει την κοινωνία σε «ζούγκλα». Μετατρέπει τη «ζούγκλα» σε κοινωνία. Κι αυτό μπορεί στην πραγματικότητα να το αναγνωρίσει και η «θετική σκέψη».
Η «δημοκρατική» και η «κοινοβουλευτική νομιμοποίηση» δεν αποτελούν μαγική φράση ικανή να προσδώσει νομιμότητα στην αντιλαϊκή πολιτική και στο μακρύ κατασταλτικό χέρι της.
Πηγή: Διέξοδος
Υ.Γ.
Κλείνουμε με έναν κυριολεκτικό ύμνο της δημοκρατίας, που εμπίπτει 1000% στις απαγορευτικές διατάξεις του νέου μουσικού τρομονόμου, καθώς καλεί τον λαό να ..."κρεμάσει στους φανοστάτες τα κεφάλια των <<άριστων>>"!
Σε εντελώς φιλοσοφική βάση, η Δημοκρατία σαν πολιτική θέσπιση της προσπάθειας για την κατωχύρωση των τριών βασικών αρχών, της ελευθερίας, της ισότητας και της αδελφότητας, στηρίζεται σε δύο πυλόνες:
ΑπάντησηΔιαγραφήΤον τρόμο και την αρετή.
Τον τρόμο γιατί χωρίς αυτόν η αρετή είναι ανίσχυρη, και την αρετή γιατί χωρίς αυτήν, ο τρόμος είναι τυρρανία.
Αυτή ήταν η άποψη του θεμελιωτή της σύγχρονης αστικής δημοκρατίας, του "αδιάφθορου" Μαξιμιλιανού Ροβεσπιέρου.
-Τί έχουμε στις μέρες μας;
Ένα σύστημα που ούτε στα λόγια δεν υποστηρίζει τις επιδιώξεις για ελευθερία-ισότητα-αδελφότητα, αντίθετα μας μιλάει για "πειθαρχεία", "αριστεία" (-Σεν-Ζυστ ακούς;), "ανταγωνισμο".
Και ενώ η συζήτηση για την αρετή θα ήταν από μόνη της ανέκδοτο, ο τρόμος είναι το πρώτο και το τελευταίο χαρτί της εξουσίας σε όλα τα κοινωνικά ζητήματα (μπάτσοι παντού).
Κάτω από αυτή την οπτική, καμμία δημοκρατική νομιμοποίηση δεν μπορεί να παρεχει καμμία κοινοβουλευτική πλειοψηφία και πολύ περισσότερο όταν δεν προέκυψε σαν τέτοια βάση της όποιας λαϊκής ψήφου, αλλά βάση καλπονοθευτικων εκλογικών νόμων που μετατρέπουν τις λαϊκές μειοψηφίες σε κοινοβουλευτικές πλειοψηφίες.
Όπως είχε πει και κάποιος άλλος μεγάλος κάποτε, "αν σεβόμαστε όλους τους νόμους, δεν θα αποκτούσαμε ποτέ καλύτερους"...