H αρμόδια επιτροπή εξέτασε με κλητεύσεις και μαρτυρικές καταθέσεις, όλους όσοι ενεπλάκησαν έμμεσα ή συμμετείχαν άμεσα στο καταστροφικό πραξικόπημα του προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας Αρχιεπισκόπου Μακαρίου
Ντοκουμέντα, μαρτυρικές καταθέσεις αξιωματικών και πρωταγωνιστών των γεγονότων αλλά και τις απόψεις της εξεταστικής επιτροπής (1986-1988) για την τραγωδία της Κύπρου φέρνουν στο φως οι τέσσερις τόμοι του Φακέλου της Κύπρου, που έδωσε στην δημοσιότητα η ελληνική Βουλή.
Το υλικό περιλαμβάνει τα πρακτικά των συνεδριάσεων της Εξεταστικής Επιτροπής για τον Φάκελο της Κύπρου της βουλής των Ελλήνων η οποία λειτούργησε από τον Φεβρουάριο του 1986 έως τον Μάρτιο του 1988. Η επιτροπή εξέτασε με κλητεύσεις και μαρτυρικές καταθέσεις, όλους όσοι ενεπλάκησαν έμμεσα ή συμμετείχαν άμεσα στο καταστροφικό πραξικόπημα του προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας Αρχιεπισκόπου Μακαρίου Γ΄ και όσων η δράση συνδέθηκε με τα γεγονότα της τουρκικής εισβολής που ακολούθησε. Η επιτροπή δεν κατέληξε σε κοινό πόρισμα αλλά υπάρχουν οι επιμέρους απόψεις της μείζονος και της ελάσσονος αντιπολίτευσης καθώς και των ανεξάρτητων βουλευτών που κατατέθηκαν χωρίς να συζητηθούν ή να ψηφιστούν.
Οι καταθέσεις είναι κυρίως πρώην αξιωματικών που δήλωσαν ότι ακολουθούσαν διαταγές ανωτέρων, οπαδοί και στελέχη της δικτατορίας.
Οι βουλευτές του ΠΑΣΟΚ απέδωσαν ρητές ευθύνες στον τότε υπουργό Εθνικής Άμυνας, Ευάγγελο Αβέρωφ και διατύπωσαν ερωτηματικά σχετικά με την στάση του τότε πρωθυπουργού Κωνσταντίνου Καραμανλή.
Στρατιωτική και πολιτική αποδυνάμωση
Το πόρισμα της εξεταστικής επιτροπής αναφέρεται στην μαρτυρία του τότε υπουργού εξωτερικών Παναγιώτη Πιπινέλη. Ο Πιπινέλης είχε εκμυστηρευθεί στον πρέσβη και μάρτυρα Παναγιωτάκο ότι οι ΗΠΑ επωφελούμενες της στρατιωτικής αδυναμίας της χώρας μας επισείοντας τον (ανύπαρκτο) κίνδυνο βουλγαρικής εισβολής στα βόρεια σύνορά της, έπαιξαν ρόλο στην αναγκαστική αποχώρηση των Ελληνικών δυνάμεων από την Κύπρο το 1967.
Η απόφαση αυτή οδήγησε σε μεγάλη αποδυνάμωση των αμυντικών δυνατοτήτων της Κύπρου και στις καταθέσεις τους οι αντιστράτηγοι μιλούσαν για έγκλημα.
Το βασικό επιχείρημα της Χούντας για την αποχώρηση της μεραρχίας ήταν ότι η Τουρκία απειλούσε με πόλεμο άμεσα εάν δεν έφευγαν τα στρατεύματα.
Το πραξικόπημα εναντίον του Μακαρίου σήμαινε ότι η Αθήνα θα έχανε μία διεθνώς αναγνωρισμένη κυβέρνηση στην Κύπρο, το μεγαλύτερο εμπόδιο για μία τουρκική εισβολή, για μία νέα μεταβατική και άκρως επικίνδυνη κατάσταση. Τελικά η Τουρκία εκμεταλλεύθηκε αυτό το κενό μετά το πραξικόπημα εναντίον του Μακαρίου προκειμένου να επέμβει στρατιωτικά στο νησί.
Το φιάσκο της συνάντησης Κεσσάνης και Αλεξανδρουπόλεως
Έξι μόλις μήνες μετά την πραξικοπηματική κατάληψη της εξουσίας η Χούντα αποφάσισε να προκαλέσει συνάντηση ανώτατου επιπέδου των κυβερνήσεων Ελλάδας και Τουρκίας την 9η και 10η Σεπτεμβρίου 1967 στην Κεσσάνη και την Αλεξανδρούπολη χωρίς προκαθορισμένη ημερήσια διάταξη αλλά και χωρίς καμία, ούτε την πιο στοιχειώδη, προετοιμασία. Ο σκοπός της συνάντησης ακαθόριστος και αυτός.
«Ένα είδος νεφελώματος γύρω από το κυπριακό θέμα τριγύριζε μόνο στις σκέψεις της «κυβερνητικής μας ηγεσίας». Μιλούσαν για Ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα και επέσειαν μια «συμφωνία», στην οποία είχαν, τάχα, καταλήξει ο πρώην Υπουργός των Εξωτερικών της Κυβέρνησης Στεφανόπουλου, Ναύαρχος ε.α. Ιωάννης Τούμπας και ο Τούρκος ομόλογός του κ. Τσαγλαγιαγκίλ», τονίζει η εξεταστική επιτροπή.
«Με αυτή τη συμφωνία ως όπλο και με ατελέστατες γνώσεις των στοιχείων που συνέθεταν το Κυπριακό θέμα ή και τα οιαδήποτε άλλα θέματα που ενδιέφεραν τις δύο χώρες, προκάλεσαν τη συνάντηση αυτή, παρά την αντίδραση των διπλωματικών μας υπηρεσιών», αναφέρει, μεταξύ άλλων, η εξεταστική επιτροπή.
Για την απόφαση τους αυτή οι δικτάτορες δεν ειδοποίησαν καν τον Μακάριο και την Κυβέρνηση του, πολύ δε περισσότερο δεν ζήτησαν τη συγκατάθεσή τους ή τις απόψεις τους. Αδιαφορώντας για όλες τις υποδείξεις η Χούντα προχώρησε στην πραγματοποίηση της συνάντησης, την οποία ο Αμερικανός πρέσβυς κ. Στέρνς χαρακτήρισε στην συνέχεια (σε βιβλίο του) «παράφρονα και επιπόλαιη ενέργεια».
Ποιοι γνώριζαν για το πραξικόπημα
Σύμφωνα με την εξεταστική επιτροπή για το πραξικόπημα εναντίον του Μακαρίου γνώριζαν, μεταξύ άλλων, το Λονδίνο και η Ουάσινγκτον. Η μεν Βρετανία δεν έπραξε τίποτα για την αποτροπή του σχεδίου εναντίον του Μακαρίου. Οι δε Αμερικανοί με τις ενέργειες, τις παραλείψεις αλλά και μη ρητή εναντίωση τους στην ανατροπή του Μακαρίου έδωσαν την εντύπωση στην Χούντα ότι η Ουάσινγκτον υποστήριζε μία κυβέρνηση στην Κύπρο χωρίς τον Μακάριο. Γι' αυτό άλλωστε όταν εκδηλώθηκε η τουρκική εισβολή ο Ιωαννίδης απευθυνόμενος στο SISCO του είπε: «...μας εξαπατήσατε».
Επίσης την απόφαση για πραξικόπημα πληροφορήθηκαν έμμεσα από τον πρεσβευτή των ΗΠΑ στην Αθήνα Χένρι Τάσκα και οι Αγγ. Βλάχος και Ευάγγελος Αβέρωφ, όπως προκύπτει από τις καταθέσεις τους.
Και ο μεν Αγγ. Βλάχος το πληροφορήθηκε στις 23 ή 24 Ιουνίου 1974 όταν ο Τάσκα του επέδειξε δύο τηλεγραφήματα του τότε Υπουργού Εξωτερικών κ. Χ. Κίσσιγκερ, με τα οποία του έδινε εντολή να βρει τον Ιωαννίδη και να τον αποτρέψει από ενέργεια κατά του Μακαρίου, όπως δε ο ίδιος καταθέτει, την πληροφορία αυτή τη μεταβίβασε στον τότε πρεσβευτή της Κύπρου στην Αθήνα, Νικ. Κρανιδιώτη, όταν συναντήθηκαν σε μία δεξίωση στο ξενοδοχείο ΜΕΓΑΛΗ ΒΡΕΤΑΝΙΑ.
Ο Ευάγγελος Αβέρωφ το πληροφορήθηκε όπως καταθέτει στο διάστημα μεταξύ της επίδοσης της από 2.7.74 επιστολής του Μακαρίου και της εκδήλωσης του πραξικοπήματος και συγκεκριμένα στις 10 ή 12 Ιουλίου από τον Τάσκα ο οποίος του επέδειξε τρία τηλεγραφήματα του Κίσσιγκερ ένα εκ των οποίων έλεγε «βρέστε οποιονδήποτε άλλον». Και αυτό γιατί ο Τάσκα ισχυριζόταν ότι δεν μπορούσε να βρει τον Ιωαννίδη.
Την πληροφορία αυτή ο Ευάγ. Αβέρωφ δεν τη μεταβίβασε στον Νικ. Κρανιδιώτη ενώ μια άλλη πληροφορία που είχε από ένα φίλο του γεωπόνο, όπως κατέθεσε, τη μεταβίβασε, γεγονός που επιβεβαιώνεται και από τον Νικ. Κρανιδιώτη στο βιβλίο του, με την αιτιολογία, όπως κατέθεσε ο ίδιος ο κ. Αβέρωφ ότι επρόκειτο για απόρρητα έγγραφα των ΗΠΑ.
«Η αποσιώπηση της πληροφορίας αυτής δημιουργεί σοβαρές ευθύνες για τον κ. Ευάγγ. Αβέρωφ, γιατί αν την είχε μεταφέρει στον Νικ. Κρανιδιώτη, ο Μακάριος θα την εκτιμούσε κατάλληλα μια και θα προερχόταν από τον Ευάγγ. Αβέρωφ και εφόσον πρόκειται για τηλεγραφήματα του Κίσσιγκερ, ο οποίος «φαινόταν» να επαναλαμβάνει την εντολή που είχε δώσει το 1972 ο Νίξον, πιθανόταν να επείθετο ότι θα γινόταν πραξικόπημα και θα έπαιρνε τα μέτρα του», αναφέρει η εξεταστική επιτροπή.
Ο ρόλος των ξένων δυνάμεων
Το σημαντικότερο ίσως ρόλο στην εξέλιξη της φάσης αυτής της Κυπριακής Τραγωδίας διαδραμάτισαν οι ενέργειες, πράξεις, παραλείψεις, των Κυβερνήσεων ΗΠΑ-Αγγλίας και επίσης της συμμαχίας του ΝΑΤΟ.
Σύμφωνα με την εξεταστική επιτροπή, η στάση των τριών αυτών σημαντικών παραγόντων όχι μόνο δεν ήταν αποτρεπτική των παράνομων τουρκικών ενεργειών αλλά αντιθέτως με τις πράξεις και παραλείψεις τους ανέχθηκαν και τους ενθάρρυναν. «Είναι χαρακτηριστική η αναφορά του Αρχηγού ΓΕΕΦ Καραγιάννη στην έκθεση προς ΑΕΔ του Σεπτεμβρίου 1974 που συνέταξε το 2ο Επ. Γ του ΓΕΕΦ Τμήμα Ι, όπου στην σελ. 8, παρ. Ζ', αρ. 4 γράφει ότι, ΄΄ο ναυτικός αποκλεισμός του νησιού από τους Τούρκους έγινε τη συγκαταθέσει ή τη ανοχή τουλάχιστον των εγγύς περιπλέοντων Βρετανικών και Αμερικανικών Στόλων. (...) Περιορίσθηκαν δε σε συστάσεις, (πάντοτε και προς τις δύο πλευρές ισομερώς) παραγνωρίζοντας επιδεικτικά το γεγονός ότι επιτιθέμενη ήταν η Τουρκία''», τονίζει η εξεταστική επιτροπή.
______________
Διαβάστε εδώ τους τέσσερις τόμους του Φακέλου της Κύπρου
Τόμος Α': Τα πορίσματα
Τόμος Β': Τα διαδικαστικά
Τόμος Γ': Πρακτικά Συνεδριάσεων (1-8)
Τόμος Δ': Πρακτικά Συνεδριάσεων (9-12)
Ντοκουμέντα, μαρτυρικές καταθέσεις αξιωματικών και πρωταγωνιστών των γεγονότων αλλά και τις απόψεις της εξεταστικής επιτροπής (1986-1988) για την τραγωδία της Κύπρου φέρνουν στο φως οι τέσσερις τόμοι του Φακέλου της Κύπρου, που έδωσε στην δημοσιότητα η ελληνική Βουλή.
Το υλικό περιλαμβάνει τα πρακτικά των συνεδριάσεων της Εξεταστικής Επιτροπής για τον Φάκελο της Κύπρου της βουλής των Ελλήνων η οποία λειτούργησε από τον Φεβρουάριο του 1986 έως τον Μάρτιο του 1988. Η επιτροπή εξέτασε με κλητεύσεις και μαρτυρικές καταθέσεις, όλους όσοι ενεπλάκησαν έμμεσα ή συμμετείχαν άμεσα στο καταστροφικό πραξικόπημα του προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας Αρχιεπισκόπου Μακαρίου Γ΄ και όσων η δράση συνδέθηκε με τα γεγονότα της τουρκικής εισβολής που ακολούθησε. Η επιτροπή δεν κατέληξε σε κοινό πόρισμα αλλά υπάρχουν οι επιμέρους απόψεις της μείζονος και της ελάσσονος αντιπολίτευσης καθώς και των ανεξάρτητων βουλευτών που κατατέθηκαν χωρίς να συζητηθούν ή να ψηφιστούν.
Οι καταθέσεις είναι κυρίως πρώην αξιωματικών που δήλωσαν ότι ακολουθούσαν διαταγές ανωτέρων, οπαδοί και στελέχη της δικτατορίας.
Οι βουλευτές του ΠΑΣΟΚ απέδωσαν ρητές ευθύνες στον τότε υπουργό Εθνικής Άμυνας, Ευάγγελο Αβέρωφ και διατύπωσαν ερωτηματικά σχετικά με την στάση του τότε πρωθυπουργού Κωνσταντίνου Καραμανλή.
Στρατιωτική και πολιτική αποδυνάμωση
Το πόρισμα της εξεταστικής επιτροπής αναφέρεται στην μαρτυρία του τότε υπουργού εξωτερικών Παναγιώτη Πιπινέλη. Ο Πιπινέλης είχε εκμυστηρευθεί στον πρέσβη και μάρτυρα Παναγιωτάκο ότι οι ΗΠΑ επωφελούμενες της στρατιωτικής αδυναμίας της χώρας μας επισείοντας τον (ανύπαρκτο) κίνδυνο βουλγαρικής εισβολής στα βόρεια σύνορά της, έπαιξαν ρόλο στην αναγκαστική αποχώρηση των Ελληνικών δυνάμεων από την Κύπρο το 1967.
Η απόφαση αυτή οδήγησε σε μεγάλη αποδυνάμωση των αμυντικών δυνατοτήτων της Κύπρου και στις καταθέσεις τους οι αντιστράτηγοι μιλούσαν για έγκλημα.
Το βασικό επιχείρημα της Χούντας για την αποχώρηση της μεραρχίας ήταν ότι η Τουρκία απειλούσε με πόλεμο άμεσα εάν δεν έφευγαν τα στρατεύματα.
Το πραξικόπημα εναντίον του Μακαρίου σήμαινε ότι η Αθήνα θα έχανε μία διεθνώς αναγνωρισμένη κυβέρνηση στην Κύπρο, το μεγαλύτερο εμπόδιο για μία τουρκική εισβολή, για μία νέα μεταβατική και άκρως επικίνδυνη κατάσταση. Τελικά η Τουρκία εκμεταλλεύθηκε αυτό το κενό μετά το πραξικόπημα εναντίον του Μακαρίου προκειμένου να επέμβει στρατιωτικά στο νησί.
Το φιάσκο της συνάντησης Κεσσάνης και Αλεξανδρουπόλεως
Έξι μόλις μήνες μετά την πραξικοπηματική κατάληψη της εξουσίας η Χούντα αποφάσισε να προκαλέσει συνάντηση ανώτατου επιπέδου των κυβερνήσεων Ελλάδας και Τουρκίας την 9η και 10η Σεπτεμβρίου 1967 στην Κεσσάνη και την Αλεξανδρούπολη χωρίς προκαθορισμένη ημερήσια διάταξη αλλά και χωρίς καμία, ούτε την πιο στοιχειώδη, προετοιμασία. Ο σκοπός της συνάντησης ακαθόριστος και αυτός.
«Ένα είδος νεφελώματος γύρω από το κυπριακό θέμα τριγύριζε μόνο στις σκέψεις της «κυβερνητικής μας ηγεσίας». Μιλούσαν για Ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα και επέσειαν μια «συμφωνία», στην οποία είχαν, τάχα, καταλήξει ο πρώην Υπουργός των Εξωτερικών της Κυβέρνησης Στεφανόπουλου, Ναύαρχος ε.α. Ιωάννης Τούμπας και ο Τούρκος ομόλογός του κ. Τσαγλαγιαγκίλ», τονίζει η εξεταστική επιτροπή.
«Με αυτή τη συμφωνία ως όπλο και με ατελέστατες γνώσεις των στοιχείων που συνέθεταν το Κυπριακό θέμα ή και τα οιαδήποτε άλλα θέματα που ενδιέφεραν τις δύο χώρες, προκάλεσαν τη συνάντηση αυτή, παρά την αντίδραση των διπλωματικών μας υπηρεσιών», αναφέρει, μεταξύ άλλων, η εξεταστική επιτροπή.
Για την απόφαση τους αυτή οι δικτάτορες δεν ειδοποίησαν καν τον Μακάριο και την Κυβέρνηση του, πολύ δε περισσότερο δεν ζήτησαν τη συγκατάθεσή τους ή τις απόψεις τους. Αδιαφορώντας για όλες τις υποδείξεις η Χούντα προχώρησε στην πραγματοποίηση της συνάντησης, την οποία ο Αμερικανός πρέσβυς κ. Στέρνς χαρακτήρισε στην συνέχεια (σε βιβλίο του) «παράφρονα και επιπόλαιη ενέργεια».
Ποιοι γνώριζαν για το πραξικόπημα
Σύμφωνα με την εξεταστική επιτροπή για το πραξικόπημα εναντίον του Μακαρίου γνώριζαν, μεταξύ άλλων, το Λονδίνο και η Ουάσινγκτον. Η μεν Βρετανία δεν έπραξε τίποτα για την αποτροπή του σχεδίου εναντίον του Μακαρίου. Οι δε Αμερικανοί με τις ενέργειες, τις παραλείψεις αλλά και μη ρητή εναντίωση τους στην ανατροπή του Μακαρίου έδωσαν την εντύπωση στην Χούντα ότι η Ουάσινγκτον υποστήριζε μία κυβέρνηση στην Κύπρο χωρίς τον Μακάριο. Γι' αυτό άλλωστε όταν εκδηλώθηκε η τουρκική εισβολή ο Ιωαννίδης απευθυνόμενος στο SISCO του είπε: «...μας εξαπατήσατε».
Επίσης την απόφαση για πραξικόπημα πληροφορήθηκαν έμμεσα από τον πρεσβευτή των ΗΠΑ στην Αθήνα Χένρι Τάσκα και οι Αγγ. Βλάχος και Ευάγγελος Αβέρωφ, όπως προκύπτει από τις καταθέσεις τους.
Και ο μεν Αγγ. Βλάχος το πληροφορήθηκε στις 23 ή 24 Ιουνίου 1974 όταν ο Τάσκα του επέδειξε δύο τηλεγραφήματα του τότε Υπουργού Εξωτερικών κ. Χ. Κίσσιγκερ, με τα οποία του έδινε εντολή να βρει τον Ιωαννίδη και να τον αποτρέψει από ενέργεια κατά του Μακαρίου, όπως δε ο ίδιος καταθέτει, την πληροφορία αυτή τη μεταβίβασε στον τότε πρεσβευτή της Κύπρου στην Αθήνα, Νικ. Κρανιδιώτη, όταν συναντήθηκαν σε μία δεξίωση στο ξενοδοχείο ΜΕΓΑΛΗ ΒΡΕΤΑΝΙΑ.
Ο Ευάγγελος Αβέρωφ το πληροφορήθηκε όπως καταθέτει στο διάστημα μεταξύ της επίδοσης της από 2.7.74 επιστολής του Μακαρίου και της εκδήλωσης του πραξικοπήματος και συγκεκριμένα στις 10 ή 12 Ιουλίου από τον Τάσκα ο οποίος του επέδειξε τρία τηλεγραφήματα του Κίσσιγκερ ένα εκ των οποίων έλεγε «βρέστε οποιονδήποτε άλλον». Και αυτό γιατί ο Τάσκα ισχυριζόταν ότι δεν μπορούσε να βρει τον Ιωαννίδη.
Την πληροφορία αυτή ο Ευάγ. Αβέρωφ δεν τη μεταβίβασε στον Νικ. Κρανιδιώτη ενώ μια άλλη πληροφορία που είχε από ένα φίλο του γεωπόνο, όπως κατέθεσε, τη μεταβίβασε, γεγονός που επιβεβαιώνεται και από τον Νικ. Κρανιδιώτη στο βιβλίο του, με την αιτιολογία, όπως κατέθεσε ο ίδιος ο κ. Αβέρωφ ότι επρόκειτο για απόρρητα έγγραφα των ΗΠΑ.
«Η αποσιώπηση της πληροφορίας αυτής δημιουργεί σοβαρές ευθύνες για τον κ. Ευάγγ. Αβέρωφ, γιατί αν την είχε μεταφέρει στον Νικ. Κρανιδιώτη, ο Μακάριος θα την εκτιμούσε κατάλληλα μια και θα προερχόταν από τον Ευάγγ. Αβέρωφ και εφόσον πρόκειται για τηλεγραφήματα του Κίσσιγκερ, ο οποίος «φαινόταν» να επαναλαμβάνει την εντολή που είχε δώσει το 1972 ο Νίξον, πιθανόταν να επείθετο ότι θα γινόταν πραξικόπημα και θα έπαιρνε τα μέτρα του», αναφέρει η εξεταστική επιτροπή.
Ο ρόλος των ξένων δυνάμεων
Το σημαντικότερο ίσως ρόλο στην εξέλιξη της φάσης αυτής της Κυπριακής Τραγωδίας διαδραμάτισαν οι ενέργειες, πράξεις, παραλείψεις, των Κυβερνήσεων ΗΠΑ-Αγγλίας και επίσης της συμμαχίας του ΝΑΤΟ.
Σύμφωνα με την εξεταστική επιτροπή, η στάση των τριών αυτών σημαντικών παραγόντων όχι μόνο δεν ήταν αποτρεπτική των παράνομων τουρκικών ενεργειών αλλά αντιθέτως με τις πράξεις και παραλείψεις τους ανέχθηκαν και τους ενθάρρυναν. «Είναι χαρακτηριστική η αναφορά του Αρχηγού ΓΕΕΦ Καραγιάννη στην έκθεση προς ΑΕΔ του Σεπτεμβρίου 1974 που συνέταξε το 2ο Επ. Γ του ΓΕΕΦ Τμήμα Ι, όπου στην σελ. 8, παρ. Ζ', αρ. 4 γράφει ότι, ΄΄ο ναυτικός αποκλεισμός του νησιού από τους Τούρκους έγινε τη συγκαταθέσει ή τη ανοχή τουλάχιστον των εγγύς περιπλέοντων Βρετανικών και Αμερικανικών Στόλων. (...) Περιορίσθηκαν δε σε συστάσεις, (πάντοτε και προς τις δύο πλευρές ισομερώς) παραγνωρίζοντας επιδεικτικά το γεγονός ότι επιτιθέμενη ήταν η Τουρκία''», τονίζει η εξεταστική επιτροπή.
______________
Διαβάστε εδώ τους τέσσερις τόμους του Φακέλου της Κύπρου
Τόμος Α': Τα πορίσματα
Τόμος Β': Τα διαδικαστικά
Τόμος Γ': Πρακτικά Συνεδριάσεων (1-8)
Τόμος Δ': Πρακτικά Συνεδριάσεων (9-12)
Πηγή: ΣΚΑΪ
Το πρόβλημα της Κύπρου νομίζω μπαίνει σε άλλη βάση. Ανεξάρτητο κράτος έγινε το 1959. Οι δύο Εθνικισμοί Ελληνικός με τον Γρίβα και ο Τουρκικός με την Βολκάν. Ο Καθένας ήθελε να πάρει το αντίστοιχο μερίδιο που του αναλογούσε με βάση τον πληθυσμό. Πρέπει να θυμηθούμε τα γεγονότα όλα. Π.Χ στην Κοφίνου το 1967 και αλλού. ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ
ΑπάντησηΔιαγραφή