Δημοσιεύθηκαν πρόσφατα τα αποτελέσματα μίας «γενετικής έρευνας» η οποία πραγματοποιήθηκε σε αμερικανικό πανεπιστήμιο με εξαρχής δεδηλωμένο σκοπό να «καταρρίψει τη θεωρία του Φαλλμεράυερ» περί «επικράτησης των Σλάβων στην Πελοπόννησο». Οι ερευνητές –δεκατέσσερις τον αριθμό, οι περισσότεροι με ελληνικά και ορισμένοι με χαρακτηριστικά πελοποννησιακά επώνυμα- θεωρούν δεδομένο ότι το σκοπό αυτόν τον επέτυχαν, και εν πλήρη αφελεία διαβεβαιώνουν δύο φορές ότι η έρευνά τους «κλείνει οριστικά» [settles] το ζήτημα.
Στην πραγματικότητα, το μόνο που κατάφερε η έρευνα είναι να ανοίξει και άλλα ανύπαρκτα ζητήματα.
Ο ετεροκαθορισμός τους από τη θέση του Φ. (μια θέση την οποία όλοι έχουν ξεχάσει σήμερα –ή μήπως δεν την έχουν ξεχάσει και τόσο;) είναι τέτοιος, που σκέφτηκαν να την «καταρρίψουν γενετικά» σε όλα τα σημεία της, και μεταξύ αυτών σε ένα πολύ ειδικό: το σενάριο ότι η Πελοπόννησος, μετά τον εκσλαβισμό της, εξελληνίστηκε και πάλι όταν οι βυζαντινοί αυτοκράτορες μετέφεραν «ελληνοποιημένους» [Hellenized] πληθυσμούς από τη Μικρά Ασία.
Τι κάναν λοιπόν οι Σπανοβαγγελόπουλοι; Πήραν και συνέκριναν το DNA των Μανιατών και των Τσακώνων με γενετικό υλικό «τριών ελληνόφωνων πληθυσμών από τη Μικρά Ασία» –και συγκεκριμένα από την Προποντίδα, τον Πόντο και την Καππαδοκία. Και βρήκαν ότι ήταν πολύ διαφορετικό: «όλοι αυτοί οι πληθυσμοί διακρίνονται από τους Πελοποννησίους»!
Οι ερευνητές λοιπόν «απέδειξαν» μεν ότι οι Μανιάτες και οι Τσάκωνες διαφέρουν γενετικά από τους «Σλάβους», αλλά με την ίδια κίνηση, χωρίς να το θέλουν, απέδειξαν επίσης ότι διαφέρουν από τους πρόσφυγες του ’22.
Εκτός βέβαια και αν το ήθελαν.
Μεθοδολογικά μιλώντας, επιστήμες όπως η γενετική, η βιοϊατρική και η … αιματολογία, είναι εξαιρετικά προβληματικό να χρησιμοποιούνται για την επίλυση ιστορικών και αρχαιολογικών ζητημάτων. Υπό αυστηρά καθορισμένες προϋποθέσεις, θα μπορούσαν ίσως να έχουν μία περιορισμένη συμβολή. Εν προκειμένω, όμως, είναι προφανές ότι οι προϋποθέσεις αυτές δεν πληρούνται.
Μια διατύπωση που χρησιμοποιούν οι ερευνητές ακριβώς στο σημείο όπου συγκρίνουν τους Μωραΐτες με τους «εξελληνισμένους Μικρασιάτες» είναι χαρακτηριστική για την τελείως προβληματική μεθοδολογία τους. Ισχυρίζονται λοιπόν ότι οι δύο αυτές ομάδες παρουσιάζουν «μικρό βαθμό επικάλυψης» [small degree of overlap], ο οποίος «είναι αναμενόμενος για γειτνιάζοντες ελληνικούς πληθυσμούς». Όμως, το αν κάποιοι πληθυσμοί είναι «ελληνικοί», λαμβάνεται εδώ ως δεδομένο ενώ ήταν ακριβώς αυτό που ξεκίνησε να αποδείξει η έρευνα.
Αυτός ο συλλογισμός λοιπόν είναι μία μεγαλοπρεπής άσκηση κυκλικής επιχειρηματολογίας, και ταυτόχρονα μία χονδροειδής σύγχυση μεταξύ δύο διαφορετικών επιπέδων: του βιολογικού και του πολιτισμικού. Πώς ξέρουμε ότι το DNA των προσφύγων από τα τρία αυτά σημεία της πρώην Οθωμανικής Αυτοκρατορίας οι οποίοι το 2016 βρέθηκαν στην Ελλάδα, είναι «ελληνικό» (ό,τι κι αν σημαίνει αυτό), και –ιδίως- ότι είναι το ίδιο με εκείνο που θα είχαν οι κάτοικοι των αντίστοιχων περιοχών τον 6ο μ.Χ. αιώνα;
Η ίδια, και ακόμα χειρότερη, χαλαρότητα και αυθαιρεσία βασιλεύει και στην επιλογή του δείγματος «σλαβικού» DNA προς σύγκριση με το «πελοποννησιακό».
Λένε επ’ αυτού οι ιστοριολογούντες βιοϊατροί:
Συγκρίναμε τους Πελοποννησίους με πληθυσμούς από την σλαβική πατρίδα [sic] από την οποία θα έπρεπε να είχαν προέλθει [sic] οι Σλάβοι του έκτου αιώνα. Η ακριβής τοποθεσία της σλαβικής πατρίδας είναι αντικείμενο συζητήσεων, αλλά τοποθετείται βορείως του Δούναβη, μεταξύ των ποταμών Όντερ και Δνείπερου και περιλαμβάνει περιοχές που κατοικούνται από πολωνικούς, ουκρανικούς, ρωσικούς και λευκορωσικούς πληθυσμούς.
Με αυτόν τον τρόπο, όμως, οι γενετιστές, προκειμένου να ξεκινήσουν την «αντικειμενική» τους μελέτη των «βιολογικών» δεδομένων, εξαρτώνται απολύτως από μια σειρά λογικών προϋποθέσεων που δεν είναι καθόλου αντικειμενικές, αλλά καθαρά ιστορικές-πολιτιστικές, και, ως τέτοιες, ενδεχομενικές και ανοικτές σε διάφορες νοηματοδοτήσεις και ανανοηματοδοτήσεις. Η ίδια η έκφραση «λευκορωσικοί πληθυσμοί», π.χ., που σήμερα χρησιμοποιείται ως αυτονόητη, σε μια όχι τόσο μακρινή εποχή –σε μια εποχή που πολλοί από μας προλάβαμε- είναι αμφίβολο εάν θα σήμαινε τίποτε για κανέναν. Αυτοί όμως δεν μπαίνουν στη συζήτηση των πολιτικών και ιστορικών αυτών ζητημάτων, αλλά τα προϋποθέτουν ως ήδη απαντημένα με ένα απλό «αλλά».
Θεωρώ λοιπόν ότι η έρευνα αυτή μπορεί ανέτως να συγκριθεί με εκείνην την αμίμητη που «αποδείκνυε» την ευνοϊκή επίδραση της διδασκαλίας αρχαίων ελληνικών επί της νοημοσύνης των νηπίων, όσον αφορά την επιστημονικότητά της. Επίσης βέβαια και ως προς τους ευδιάκριτους ιδεολογικούς (ετερο)καθορισμούς της.
Στην πραγματικότητα, το μόνο που κατάφερε η έρευνα είναι να ανοίξει και άλλα ανύπαρκτα ζητήματα.
Ο ετεροκαθορισμός τους από τη θέση του Φ. (μια θέση την οποία όλοι έχουν ξεχάσει σήμερα –ή μήπως δεν την έχουν ξεχάσει και τόσο;) είναι τέτοιος, που σκέφτηκαν να την «καταρρίψουν γενετικά» σε όλα τα σημεία της, και μεταξύ αυτών σε ένα πολύ ειδικό: το σενάριο ότι η Πελοπόννησος, μετά τον εκσλαβισμό της, εξελληνίστηκε και πάλι όταν οι βυζαντινοί αυτοκράτορες μετέφεραν «ελληνοποιημένους» [Hellenized] πληθυσμούς από τη Μικρά Ασία.
Τι κάναν λοιπόν οι Σπανοβαγγελόπουλοι; Πήραν και συνέκριναν το DNA των Μανιατών και των Τσακώνων με γενετικό υλικό «τριών ελληνόφωνων πληθυσμών από τη Μικρά Ασία» –και συγκεκριμένα από την Προποντίδα, τον Πόντο και την Καππαδοκία. Και βρήκαν ότι ήταν πολύ διαφορετικό: «όλοι αυτοί οι πληθυσμοί διακρίνονται από τους Πελοποννησίους»!
Οι ερευνητές λοιπόν «απέδειξαν» μεν ότι οι Μανιάτες και οι Τσάκωνες διαφέρουν γενετικά από τους «Σλάβους», αλλά με την ίδια κίνηση, χωρίς να το θέλουν, απέδειξαν επίσης ότι διαφέρουν από τους πρόσφυγες του ’22.
Εκτός βέβαια και αν το ήθελαν.
Μεθοδολογικά μιλώντας, επιστήμες όπως η γενετική, η βιοϊατρική και η … αιματολογία, είναι εξαιρετικά προβληματικό να χρησιμοποιούνται για την επίλυση ιστορικών και αρχαιολογικών ζητημάτων. Υπό αυστηρά καθορισμένες προϋποθέσεις, θα μπορούσαν ίσως να έχουν μία περιορισμένη συμβολή. Εν προκειμένω, όμως, είναι προφανές ότι οι προϋποθέσεις αυτές δεν πληρούνται.
Μια διατύπωση που χρησιμοποιούν οι ερευνητές ακριβώς στο σημείο όπου συγκρίνουν τους Μωραΐτες με τους «εξελληνισμένους Μικρασιάτες» είναι χαρακτηριστική για την τελείως προβληματική μεθοδολογία τους. Ισχυρίζονται λοιπόν ότι οι δύο αυτές ομάδες παρουσιάζουν «μικρό βαθμό επικάλυψης» [small degree of overlap], ο οποίος «είναι αναμενόμενος για γειτνιάζοντες ελληνικούς πληθυσμούς». Όμως, το αν κάποιοι πληθυσμοί είναι «ελληνικοί», λαμβάνεται εδώ ως δεδομένο ενώ ήταν ακριβώς αυτό που ξεκίνησε να αποδείξει η έρευνα.
Αυτός ο συλλογισμός λοιπόν είναι μία μεγαλοπρεπής άσκηση κυκλικής επιχειρηματολογίας, και ταυτόχρονα μία χονδροειδής σύγχυση μεταξύ δύο διαφορετικών επιπέδων: του βιολογικού και του πολιτισμικού. Πώς ξέρουμε ότι το DNA των προσφύγων από τα τρία αυτά σημεία της πρώην Οθωμανικής Αυτοκρατορίας οι οποίοι το 2016 βρέθηκαν στην Ελλάδα, είναι «ελληνικό» (ό,τι κι αν σημαίνει αυτό), και –ιδίως- ότι είναι το ίδιο με εκείνο που θα είχαν οι κάτοικοι των αντίστοιχων περιοχών τον 6ο μ.Χ. αιώνα;
Η ίδια, και ακόμα χειρότερη, χαλαρότητα και αυθαιρεσία βασιλεύει και στην επιλογή του δείγματος «σλαβικού» DNA προς σύγκριση με το «πελοποννησιακό».
Λένε επ’ αυτού οι ιστοριολογούντες βιοϊατροί:
Συγκρίναμε τους Πελοποννησίους με πληθυσμούς από την σλαβική πατρίδα [sic] από την οποία θα έπρεπε να είχαν προέλθει [sic] οι Σλάβοι του έκτου αιώνα. Η ακριβής τοποθεσία της σλαβικής πατρίδας είναι αντικείμενο συζητήσεων, αλλά τοποθετείται βορείως του Δούναβη, μεταξύ των ποταμών Όντερ και Δνείπερου και περιλαμβάνει περιοχές που κατοικούνται από πολωνικούς, ουκρανικούς, ρωσικούς και λευκορωσικούς πληθυσμούς.
Με αυτόν τον τρόπο, όμως, οι γενετιστές, προκειμένου να ξεκινήσουν την «αντικειμενική» τους μελέτη των «βιολογικών» δεδομένων, εξαρτώνται απολύτως από μια σειρά λογικών προϋποθέσεων που δεν είναι καθόλου αντικειμενικές, αλλά καθαρά ιστορικές-πολιτιστικές, και, ως τέτοιες, ενδεχομενικές και ανοικτές σε διάφορες νοηματοδοτήσεις και ανανοηματοδοτήσεις. Η ίδια η έκφραση «λευκορωσικοί πληθυσμοί», π.χ., που σήμερα χρησιμοποιείται ως αυτονόητη, σε μια όχι τόσο μακρινή εποχή –σε μια εποχή που πολλοί από μας προλάβαμε- είναι αμφίβολο εάν θα σήμαινε τίποτε για κανέναν. Αυτοί όμως δεν μπαίνουν στη συζήτηση των πολιτικών και ιστορικών αυτών ζητημάτων, αλλά τα προϋποθέτουν ως ήδη απαντημένα με ένα απλό «αλλά».
Θεωρώ λοιπόν ότι η έρευνα αυτή μπορεί ανέτως να συγκριθεί με εκείνην την αμίμητη που «αποδείκνυε» την ευνοϊκή επίδραση της διδασκαλίας αρχαίων ελληνικών επί της νοημοσύνης των νηπίων, όσον αφορά την επιστημονικότητά της. Επίσης βέβαια και ως προς τους ευδιάκριτους ιδεολογικούς (ετερο)καθορισμούς της.
Πηγή: nomadic universality
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Tα σχόλια στο μπλοκ πρέπει να συνοδεύονται από ένα ψευδώνυμο, ενσωματωμένο στην αρχή ή το τέλος του κειμένου, άν δεν υπάρχει εγγραφή στον blogger ή άλλη διαδυκτιακή υπηρεσία (βλέπε όροι σχολιασμού στο πάνω μέρος της σελίδας).
Ανώνυμα και υβριστικά σχόλια μπορούν να διαγράφονται χωρίς άλλη προειδοποίηση.