Yπάρχει περίπτωση η μετα-μνημονιακή περίοδος να είναι διαφορετική από τη μνημονιακή; Απάντηση στο ερώτημα δεν μπορεί να δοθεί με βάση την «πολιτική βούληση» που εκφράζει το ένα ή το άλλο κόμμα εξουσίας. Αυτά είναι «προπαγάνδα για να ξεγελούν τον λαουτζίκο» (για να θυμηθούμε τον Ενγκελς). Η πολιτική που ασκείται από τις αστικές κυβερνήσεις δεν πηγάζει από την «πολιτική βούλησή» τους, αλλά από την ανάγκη προσαρμογής στους σιδερένιους οικονομικούς νόμους του καπιταλισμού. Μικροαλλαγές προς τη μια ή την άλλη κατεύθυνση μπορούν να υπάρξουν, όμως αυτές δεν καθορίζουν την ουσία της πολιτικής, δεν αλλάζουν το χαρακτήρα της. Πρέπει δε να σημειωθεί ότι σε περιόδους που οι κυβερνήσεις έχουν να χειριστούν οικονομικές κρίσεις, ακόμη και τα περιθώρια μικροαλλαγών σμικρύνονται σε βαθμό εξαφάνισης.
Ας δούμε, λοιπόν, τις βασικές οικονομικές παραμέτρους που θα προσδιορίζουν τη μεταμνημονιακή περίοδο και θα καθορίζουν την πολιτική των κυβερνήσεων.
Το χρέος πρέπει να εξυπηρετείται κανονικά. Ο κρατικός προϋπολογισμός πρέπει να παράγει «πρωτογενή πλεονάσματα» για να πληρώνονται οι τόκοι και ένα μικρό τμήμα των χρεολυσίων, ώστε το χρέος να μειώνεται σε απόλυτα μεγέθη και, σε συνδυασμό με την προσδοκώμενη αύξηση του ΑΕΠ, να μειώνεται και ως ποσοστό του ΑΕΠ. Αυτή η βασική οικονομική παράμετρος επιβάλλει σκληρή δημοσιονομική πολιτική επ’ άπειρον (το χρέος είναι τόσο μεγάλο που δεν μπορεί να σταθεί σκέψη για παροδική δημοσιονομική λιτότητα).
Το κράτος πρέπει να έχει έσοδα στα σημερινά ψηλά επίπεδα, όρος που σημαίνει ότι θα ακολουθεί την ίδια δυσβάσταχτη φορολογική πολιτική έναντι των λαϊκών στρωμάτων (κυρίως με τους έμμεσους φόρους). Η προσδοκώμενη αύξηση εσόδων από την αύξηση της οικονομικής δραστηριότητας, στο πλαίσιο της ισχνής ανάπτυξης που αναμένεται, θα εξανεμιστεί από τη μείωση της φορολόγησης των κερδών των καπιταλιστικών επιχειρήσεων, η οποία θεωρείται παράγοντας «εκ των ων ουκ άνευ», προκειμένου να βελτιωθεί η περιβόητη ανταγωνιστικότητα (οι άλλες χώρες παρόμοιου επιπέδου ανάπτυξης έχουν σημαντικά χαμηλότερους συντελεστές φορολογίας κερδών) και να προσελκυστούν επενδύσεις από καπιταλιστικούς ομίλους. Η μείωση της φορολογίας κερδών θα επιφέρει αναγκαστικά και κάποια μείωση όλων των συντελεστών φορολογίας εισοδήματος (προκειμένου να υπάρξει μια σχετική κοινωνική συναίνεση), γι’ αυτό και στον τομέα των χαρατσιών και της έμμεσης φορολογίας δε θα υπάρξουν περιθώρια μείωσης του φορολογικού άχθους.
Οι κρατικές δαπάνες θα πρέπει, για τον ίδιο λόγο, δηλαδή για την παραγωγή «πρωτογενών πλεονασμάτων», να παραμείνουν στα σημερινά επίπεδα. Αυτό αφορά πρωτίστως τις κάθε είδους κοινωνικές δαπάνες, τις δαπάνες γισ συντάξεις και τις δαπάνες για τη συντήρηση του κρατικού μηχανισμού με τη στενή και την ευρεία έννοιά του (μισθοδοσία εργαζόμενων στις λεγόμενες κεντρική και γενική κυβέρνηση). Πρέπει, μάλιστα, να σημειωθεί πως επειδή το πρόγραμμα δημόσιων επενδύσεων (ΠΔΕ) στα μνημονιακά χρόνια έχει καθηλωθεί κοντά στο μηδέν, μια σχετική αύξησή του, η οποία θα απαιτηθεί κατά τα μετα-μνημονιακά χρόνια, προκειμένου να «λαδωθεί» η μηχανή του ιδιωτικού καπιταλισμού, θα ασκεί ακόμη μεγαλύτερη πίεση στις υπόλοιπες κρατικές δαπάνες, μην επιτρέποντας περιθώρια αύξησης των κοινωνικών δαπανών.
Υπάρχουν, βέβαια, και οι ιδιωτικοποιήσεις. Αυτές, μολονότι τα πάντα έχουν βγει στο σφυρί, καρκινοβατούν. Από το 2011 που βγήκε το γενικό πωλητήριο, καμιά μνημονιακή χρονιά δεν πιάστηκε ο στόχος, με αποτέλεσμα να απαιτείται ακόμη πιο σκληρή δημοσιονομική πολιτική, προκειμένου η υστέρηση των ιδιωτικοποιήσεων να καλύπτεται από την αύξηση των εσόδων και τη μείωση των δαπανών. Αυτή η απογοητευτική για τους εμπνευστές των ιδιωτικοποιήσεων πορεία οφείλεται σε πολλούς παράγοντες. Η πολιτική αστάθεια στη χώρα και οι ψευτοαπειλές του ΣΥΡΙΖΑ δεν έπαιξαν τον κύριο ρόλο, για να μην πούμε ότι δεν έπαιξαν κανένα ρόλο. Τον κύριο ρόλο έπαιξε η κρίση του παγκόσμιου καπιταλισμού, που κάνει τους καπιταλιστές συγκρατημένους στον τομέα των επενδύσεων σε παραγωγικούς τομείς σε χώρες όπως η Ελλάδα. Ο τουρισμός, τον οποίο ο κακομοιριασμένος ελληνικός καπιταλισμός έχει βαφτίσει «βαριά βιομηχανία της χώρας», δεν μπορεί να σηκώσει το βάρος των ιδιωτικοποιήσεων. Μπορεί ο Λάτσης με άραβες συνεταίρους να πήρε «μπιρ παρά» το Ελληνικό, όμως το project απέχει ακόμα πολύ από την ανάπτυξή του.
Δεν πρέπει, όμως, να περάσει απαρατήρητο το γεγονός ότι δημιουργήθηκε μεν η λεγόμενη «μικρή ΔΕΗ» με στόχο την ιδιωτικοποίησή της, όμως κεφάλαια δεν έχουν επιδείξει μέχρι στιγμής ενδιαφέρον για επένδυση στην αγορά της. Επειδή στην Ευρώπη η καπιταλιστική ύφεση έκανε και πάλι την εμφάνισή της, μετά από μια τριετία ασθενέστατης ανάπτυξης, οι προοπτικές για προσέλκυση σημαντικών κεφαλαίων που θ’ αγοράσουν τις προς πώληση κρατικές επιχειρήσεις δεν είναι καλές.
Και αν, όμως, υποθέσουμε ότι τα επόμενα χρόνια οι ιδιωτικοποιήσεις προχωρήσουν σύμφωνα με τους στόχους, τα κεφάλαια που θ’ αντληθούν απ’ αυτές θα πάνε κατευθείαν για την εξυπηρέτηση του χρέους, όπως έχει συμφωνηθεί με τους δανειστές. Το λεγόμενο «χρηματοδοτικό κενό» τα επόμενα χρόνια είναι τεράστιο και επομένως τα όποια έσοδα από ιδιωτικοποιήσεις το πολύ που μπορούν να προσφέρουν είναι κάποια μείωση του χρέους. Δεν πρόκειται να χρησιμοποιηθούν για να ελαφρύνουν τη δημοσιονομική πολιτική. Και επειδή ο ελληνικός καπιταλισμός δεν υπάρχει περίπτωση ν’ αναπτύσσεται με ετήσιο ρυθμό 3,5% για τα επόμενα 7-8 χρόνια, όπως προβλέπουν τα σχέδια που καταρτίστηκαν το φθινόπωρο του 2012, επομένως θα υπάρξουν περίοδοι υστέρησης στα δημόσια έσοδα, είναι παραπάνω από βέβαιο ότι η δημοσιονομική πολιτική θα κινείται σταθερά στη σφαίρα της πολύ σκληρής λιτότητας. Αλλωστε, οι διαχειριστές του συστήματος θεωρούν πως ο ελληνικός λαός έχει συνηθίσει στη δημοσιονομική βαρβαρότητα, οπότε η συνέχισή της δε θα αμφισβητηθεί ή, στο βαθμό που αμφισβητείται, θα μπορεί να ελεγχθεί με ασήμαντα μέτρα κυρίως στον τομέα της φορολογικής πολιτικής.
Η σχετική καπιταλιστική ανάπτυξη, η οποία αναμένεται να κάνει την εμφάνισή της από το 2015, θα φέρει και μια σχετική μείωση της ανεργίας (με «μισές» θέσεις εργασίας και μεροκάματα στα σημερινά άθλια επίπεδα). Οταν όμως από το τίποτα θα μπουν στα εργατικά νοικοκυριά τα άθλια μεροκάματα ενός τμήματος των σημερινών ανέργων, μπορεί να λειτουργήσει η «λογική του χότζα». Ακόμη και αυτή η μικρή αύξηση του εισοδήματος των εργατικών νοικοκυριών, λόγω μείωσης της ανεργίας, θα χρησιμοποιηθεί ως άλλοθι για τη διατήρηση της δημοσιονομικής πολιτικής στα σημερινά επίπεδα σκληρότητας. Αν ένας σημερινός άνεργος εισφέρει σε μια εργατική οικογένεια 6.000 ευρώ το χρόνο, που σήμερα δεν υπάρχουν, αυτό για το κράτος θα είναι ένδειξη ότι αυτή η οικογένεια έχει μεγαλύτερη άνεση να πληρώσει τα διάφορα χαράτσια.
Τέλος, για να ολοκληρώσουμε με τη σκιαγράφηση της μετα-μνημονιακής πολιτικής, θα πρέπει ν’ αναφερθούμε στους μισθούς και στις εργασιακές σχέσεις στον ιδιωτικό καπιταλιστικό τομέα. Αυτοί θα πρέπει να διατηρηθούν στα σημερινά επίπεδα, για μια σειρά λόγους, βασικότερος εκ των οποίων είναι η περιβόητη ανταγωνιστικότητα της οικονομίας. Η δειλή ανάπτυξη θα γίνει το βασικό ιδεολογικό όχημα για τη διατήρηση της κινεζοποίησης: «αν δεν κρατήσουμε τα μεροκάματα χαμηλά, δε θα γίνουν επενδύσεις και θα την πληρώσουν οι άνεργοι». Δεν είναι τυχαίο που ο Παναγόπουλος της ΓΣΕΕ βγήκε και διαφώνησε ανοιχτά με την εξαγγελία του ΣΥΡΙΖΑ για επαναφορά του βασικού μισθού στα 751 ευρώ, με επιχείρημα ότι έτσι θα κλείσουν επιχειρήσεις.
Ο ελληνικός καπιταλισμός είναι ένα ανοιχτό οικονομικό σύστημα, χωρίς προστατευτισμό. Αυτό που ονομάζεται «εθνική αναπτυξιακή πολιτική» δεν είναι παρά η στήριξη της ένταξης στο διεθνή καπιταλιστικό καταμερισμό της εργασίας, σύμφωνα με τις επιλογές της ελληνικής αστικής τάξης. Οταν σε βαριά βιομηχανία αναγορεύεται ο τουρισμός και αμέσως μετά έρχεται η παραγωγή «ποιοτικών αγροτικών προϊόντων», δε χρειαζόμαστε άλλη απόδειξη για το ότι η κινεζοποίηση δεν αποτελεί συγκυριακή (επιβεβλημένη από την κρίση), αλλά στρατηγική επιλογή της ελληνικής κεφαλαιοκρατίας. Ο παραγωγικός και οικονομικός παρασιτισμός απαιτεί την κινεζοποίηση. Δεν πρόκειται για διαστροφή, αλλά για ανάγκη.
Ας δούμε, λοιπόν, τις βασικές οικονομικές παραμέτρους που θα προσδιορίζουν τη μεταμνημονιακή περίοδο και θα καθορίζουν την πολιτική των κυβερνήσεων.
Το χρέος πρέπει να εξυπηρετείται κανονικά. Ο κρατικός προϋπολογισμός πρέπει να παράγει «πρωτογενή πλεονάσματα» για να πληρώνονται οι τόκοι και ένα μικρό τμήμα των χρεολυσίων, ώστε το χρέος να μειώνεται σε απόλυτα μεγέθη και, σε συνδυασμό με την προσδοκώμενη αύξηση του ΑΕΠ, να μειώνεται και ως ποσοστό του ΑΕΠ. Αυτή η βασική οικονομική παράμετρος επιβάλλει σκληρή δημοσιονομική πολιτική επ’ άπειρον (το χρέος είναι τόσο μεγάλο που δεν μπορεί να σταθεί σκέψη για παροδική δημοσιονομική λιτότητα).
Το κράτος πρέπει να έχει έσοδα στα σημερινά ψηλά επίπεδα, όρος που σημαίνει ότι θα ακολουθεί την ίδια δυσβάσταχτη φορολογική πολιτική έναντι των λαϊκών στρωμάτων (κυρίως με τους έμμεσους φόρους). Η προσδοκώμενη αύξηση εσόδων από την αύξηση της οικονομικής δραστηριότητας, στο πλαίσιο της ισχνής ανάπτυξης που αναμένεται, θα εξανεμιστεί από τη μείωση της φορολόγησης των κερδών των καπιταλιστικών επιχειρήσεων, η οποία θεωρείται παράγοντας «εκ των ων ουκ άνευ», προκειμένου να βελτιωθεί η περιβόητη ανταγωνιστικότητα (οι άλλες χώρες παρόμοιου επιπέδου ανάπτυξης έχουν σημαντικά χαμηλότερους συντελεστές φορολογίας κερδών) και να προσελκυστούν επενδύσεις από καπιταλιστικούς ομίλους. Η μείωση της φορολογίας κερδών θα επιφέρει αναγκαστικά και κάποια μείωση όλων των συντελεστών φορολογίας εισοδήματος (προκειμένου να υπάρξει μια σχετική κοινωνική συναίνεση), γι’ αυτό και στον τομέα των χαρατσιών και της έμμεσης φορολογίας δε θα υπάρξουν περιθώρια μείωσης του φορολογικού άχθους.
Οι κρατικές δαπάνες θα πρέπει, για τον ίδιο λόγο, δηλαδή για την παραγωγή «πρωτογενών πλεονασμάτων», να παραμείνουν στα σημερινά επίπεδα. Αυτό αφορά πρωτίστως τις κάθε είδους κοινωνικές δαπάνες, τις δαπάνες γισ συντάξεις και τις δαπάνες για τη συντήρηση του κρατικού μηχανισμού με τη στενή και την ευρεία έννοιά του (μισθοδοσία εργαζόμενων στις λεγόμενες κεντρική και γενική κυβέρνηση). Πρέπει, μάλιστα, να σημειωθεί πως επειδή το πρόγραμμα δημόσιων επενδύσεων (ΠΔΕ) στα μνημονιακά χρόνια έχει καθηλωθεί κοντά στο μηδέν, μια σχετική αύξησή του, η οποία θα απαιτηθεί κατά τα μετα-μνημονιακά χρόνια, προκειμένου να «λαδωθεί» η μηχανή του ιδιωτικού καπιταλισμού, θα ασκεί ακόμη μεγαλύτερη πίεση στις υπόλοιπες κρατικές δαπάνες, μην επιτρέποντας περιθώρια αύξησης των κοινωνικών δαπανών.
Υπάρχουν, βέβαια, και οι ιδιωτικοποιήσεις. Αυτές, μολονότι τα πάντα έχουν βγει στο σφυρί, καρκινοβατούν. Από το 2011 που βγήκε το γενικό πωλητήριο, καμιά μνημονιακή χρονιά δεν πιάστηκε ο στόχος, με αποτέλεσμα να απαιτείται ακόμη πιο σκληρή δημοσιονομική πολιτική, προκειμένου η υστέρηση των ιδιωτικοποιήσεων να καλύπτεται από την αύξηση των εσόδων και τη μείωση των δαπανών. Αυτή η απογοητευτική για τους εμπνευστές των ιδιωτικοποιήσεων πορεία οφείλεται σε πολλούς παράγοντες. Η πολιτική αστάθεια στη χώρα και οι ψευτοαπειλές του ΣΥΡΙΖΑ δεν έπαιξαν τον κύριο ρόλο, για να μην πούμε ότι δεν έπαιξαν κανένα ρόλο. Τον κύριο ρόλο έπαιξε η κρίση του παγκόσμιου καπιταλισμού, που κάνει τους καπιταλιστές συγκρατημένους στον τομέα των επενδύσεων σε παραγωγικούς τομείς σε χώρες όπως η Ελλάδα. Ο τουρισμός, τον οποίο ο κακομοιριασμένος ελληνικός καπιταλισμός έχει βαφτίσει «βαριά βιομηχανία της χώρας», δεν μπορεί να σηκώσει το βάρος των ιδιωτικοποιήσεων. Μπορεί ο Λάτσης με άραβες συνεταίρους να πήρε «μπιρ παρά» το Ελληνικό, όμως το project απέχει ακόμα πολύ από την ανάπτυξή του.
Δεν πρέπει, όμως, να περάσει απαρατήρητο το γεγονός ότι δημιουργήθηκε μεν η λεγόμενη «μικρή ΔΕΗ» με στόχο την ιδιωτικοποίησή της, όμως κεφάλαια δεν έχουν επιδείξει μέχρι στιγμής ενδιαφέρον για επένδυση στην αγορά της. Επειδή στην Ευρώπη η καπιταλιστική ύφεση έκανε και πάλι την εμφάνισή της, μετά από μια τριετία ασθενέστατης ανάπτυξης, οι προοπτικές για προσέλκυση σημαντικών κεφαλαίων που θ’ αγοράσουν τις προς πώληση κρατικές επιχειρήσεις δεν είναι καλές.
Και αν, όμως, υποθέσουμε ότι τα επόμενα χρόνια οι ιδιωτικοποιήσεις προχωρήσουν σύμφωνα με τους στόχους, τα κεφάλαια που θ’ αντληθούν απ’ αυτές θα πάνε κατευθείαν για την εξυπηρέτηση του χρέους, όπως έχει συμφωνηθεί με τους δανειστές. Το λεγόμενο «χρηματοδοτικό κενό» τα επόμενα χρόνια είναι τεράστιο και επομένως τα όποια έσοδα από ιδιωτικοποιήσεις το πολύ που μπορούν να προσφέρουν είναι κάποια μείωση του χρέους. Δεν πρόκειται να χρησιμοποιηθούν για να ελαφρύνουν τη δημοσιονομική πολιτική. Και επειδή ο ελληνικός καπιταλισμός δεν υπάρχει περίπτωση ν’ αναπτύσσεται με ετήσιο ρυθμό 3,5% για τα επόμενα 7-8 χρόνια, όπως προβλέπουν τα σχέδια που καταρτίστηκαν το φθινόπωρο του 2012, επομένως θα υπάρξουν περίοδοι υστέρησης στα δημόσια έσοδα, είναι παραπάνω από βέβαιο ότι η δημοσιονομική πολιτική θα κινείται σταθερά στη σφαίρα της πολύ σκληρής λιτότητας. Αλλωστε, οι διαχειριστές του συστήματος θεωρούν πως ο ελληνικός λαός έχει συνηθίσει στη δημοσιονομική βαρβαρότητα, οπότε η συνέχισή της δε θα αμφισβητηθεί ή, στο βαθμό που αμφισβητείται, θα μπορεί να ελεγχθεί με ασήμαντα μέτρα κυρίως στον τομέα της φορολογικής πολιτικής.
Η σχετική καπιταλιστική ανάπτυξη, η οποία αναμένεται να κάνει την εμφάνισή της από το 2015, θα φέρει και μια σχετική μείωση της ανεργίας (με «μισές» θέσεις εργασίας και μεροκάματα στα σημερινά άθλια επίπεδα). Οταν όμως από το τίποτα θα μπουν στα εργατικά νοικοκυριά τα άθλια μεροκάματα ενός τμήματος των σημερινών ανέργων, μπορεί να λειτουργήσει η «λογική του χότζα». Ακόμη και αυτή η μικρή αύξηση του εισοδήματος των εργατικών νοικοκυριών, λόγω μείωσης της ανεργίας, θα χρησιμοποιηθεί ως άλλοθι για τη διατήρηση της δημοσιονομικής πολιτικής στα σημερινά επίπεδα σκληρότητας. Αν ένας σημερινός άνεργος εισφέρει σε μια εργατική οικογένεια 6.000 ευρώ το χρόνο, που σήμερα δεν υπάρχουν, αυτό για το κράτος θα είναι ένδειξη ότι αυτή η οικογένεια έχει μεγαλύτερη άνεση να πληρώσει τα διάφορα χαράτσια.
Τέλος, για να ολοκληρώσουμε με τη σκιαγράφηση της μετα-μνημονιακής πολιτικής, θα πρέπει ν’ αναφερθούμε στους μισθούς και στις εργασιακές σχέσεις στον ιδιωτικό καπιταλιστικό τομέα. Αυτοί θα πρέπει να διατηρηθούν στα σημερινά επίπεδα, για μια σειρά λόγους, βασικότερος εκ των οποίων είναι η περιβόητη ανταγωνιστικότητα της οικονομίας. Η δειλή ανάπτυξη θα γίνει το βασικό ιδεολογικό όχημα για τη διατήρηση της κινεζοποίησης: «αν δεν κρατήσουμε τα μεροκάματα χαμηλά, δε θα γίνουν επενδύσεις και θα την πληρώσουν οι άνεργοι». Δεν είναι τυχαίο που ο Παναγόπουλος της ΓΣΕΕ βγήκε και διαφώνησε ανοιχτά με την εξαγγελία του ΣΥΡΙΖΑ για επαναφορά του βασικού μισθού στα 751 ευρώ, με επιχείρημα ότι έτσι θα κλείσουν επιχειρήσεις.
Ο ελληνικός καπιταλισμός είναι ένα ανοιχτό οικονομικό σύστημα, χωρίς προστατευτισμό. Αυτό που ονομάζεται «εθνική αναπτυξιακή πολιτική» δεν είναι παρά η στήριξη της ένταξης στο διεθνή καπιταλιστικό καταμερισμό της εργασίας, σύμφωνα με τις επιλογές της ελληνικής αστικής τάξης. Οταν σε βαριά βιομηχανία αναγορεύεται ο τουρισμός και αμέσως μετά έρχεται η παραγωγή «ποιοτικών αγροτικών προϊόντων», δε χρειαζόμαστε άλλη απόδειξη για το ότι η κινεζοποίηση δεν αποτελεί συγκυριακή (επιβεβλημένη από την κρίση), αλλά στρατηγική επιλογή της ελληνικής κεφαλαιοκρατίας. Ο παραγωγικός και οικονομικός παρασιτισμός απαιτεί την κινεζοποίηση. Δεν πρόκειται για διαστροφή, αλλά για ανάγκη.
Πηγή: Κόντρα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Tα σχόλια στο μπλοκ πρέπει να συνοδεύονται από ένα ψευδώνυμο, ενσωματωμένο στην αρχή ή το τέλος του κειμένου, άν δεν υπάρχει εγγραφή στον blogger ή άλλη διαδυκτιακή υπηρεσία (βλέπε όροι σχολιασμού στο πάνω μέρος της σελίδας).
Ανώνυμα και υβριστικά σχόλια μπορούν να διαγράφονται χωρίς άλλη προειδοποίηση.