Λίγον καιρό πριν από τη δημοσίευση του δεύτερου σημαντικού του έργου: «Η Φιλοσοφία της Αθλιότητας, κλπ.», ο κ. Προυντόν μού το ανάγγειλε μ’ ένα πολύ λεπτομερειακό γράμμα, όπου, ανάμεσα σ’ άλλα βρίσκονται τούτα τα λόγια: «Περιμένω το βούρδουλα της κριτικής σας». Μα σε λίγο, ο βούρδουλας αυτός έπεσε πάνω του, με το έργο μου «Η Αθλιότητα της Φιλοσοφίας, κλπ.», (Παρίσι, 1847), έτσι που έσπασε για πάντα τη φιλία μας.
Απ’ ό,τι προηγείται, μπορείτε να δείτε πως «Η Φιλοσοφία της Αθλιότητας ή Το Σύστημα των Οικονομικών Αντιφάσεων» έπρεπε τέλος πάντων να δώσει απάντηση στο ερώτημα: «Τί είναι η Ιδιοκτησία;». Πραγματικά, ο κ. Προυντόν δεν είχε αρχίσει τις οικονομικές του σπουδές, παρά ύστερα από την δημοσίευση αυτού του πρώτου βιβλίου του. Είχε ανακαλύψει πως, για να λύσει το πρόβλημα που είχε θέσει ο ίδιος, έπρεπε ν’ απαντήσει όχι με βρισιές, αλλά με μιαν ανάλυση της σύγχρονης πολιτικής οικονομίας. Προσπάθησε ταυτόχρονα να αποδείξει το σύστημα των οικονομικών κατηγοριών με τη διαλεχτική. Η χεγκελιανή αντίφαση έπρεπε ν’ αντικαταστήσει την άλυτη αντινομία του Καντ, σαν μέσο ανάπτυξης
Για την κριτική αυτών των δυο μεγάλων τόμων πρέπει να σας παραπέμψω στην απάντηση μου. Απόδειξα εκεί, ανάμεσα σ’ άλλα, πόσο ελάχιστα είχε μπει στο μυστήριο της επιστημονικής διαλεχτικής ο κ. Προυντόν, πόσο, εξάλλου, μοιράζεται τις αυταπάτες της θεωρητικής φιλοσοφίας: αντί να θεωρήσει τις οικονομικές κατηγορίες σαν θεωρητικές εκφράσεις ιστορικών σχέσεων παραγωγής, που αντιστοιχούνε σ’ ορισμένο βαθμό ανάπτυξης της υλικής παραγωγής, η φαντασία του μετατρέπει τις κατηγορίες τούτες σε αιώνιες ιδέες, που υπήρχανε πριν από κάθε πραγματικότητα, κι έτσι, με μια στροφή, ξαναγυρίζει στην αφετηρία του, την άποψη της αστικής οικονομίας[6].
Αποδείχνω κατόπι πόσο ελαττωματική και στοιχειώδικη είναι η γνώση του για την πολιτική οικονομία, που αναλάβαινε ωστόσο να την κριτικάρει και πως βάλθηκε να βρει μαζί με τους ουτοπιστές μια δήθεν «επιστήμη», που πρέπει να του ξεφουρνίσει ολοέτοιμη μια φόρμουλα για τη «λύση του κοινωνικού ζητήματος» αντί ν’ αντλήσει την επιστήμη του από την κριτική γνώση της ιστορικής κίνησης –κίνησης που πρέπει να δημιουργήσει μόνη της τους υλικούς όρους της κοινωνικής χειραφέτησης. Κείνο που αποδείχνω πάνω απ’ όλα είναι, πως ο Προυντόν έχει μονάχα ατελείς, μπερδεμένες και σφαλερές ιδέες για τη βάση ολάκερης της πολιτικής οικονομίας, για την ανταλλακτική αξία. Αυτό τον κάνει να βλέπει τα θεμέλια μιας νέας επιστήμης σε μιαν ουτοπική ερμηνεία της θεωρίας για την αξία του Ρικάρντο. Τέλος συνοψίζω τη γενική μου κρίση για την άποψη του με τούτα τα λόγια:
«Κάθε οικονομική σχέση έχει μια καλή και μια κακή πλευρά: αυτό είναι το μοναδικό σημείο, όπου ο κ. Προυντόν δεν διαψεύδει τον εαυτό του. Την καλή πλευρά βλέπει να την εκθέτουν οι οικονομολόγοι, την κακή πλευρά βλέπει να την καταγγέλλουν οι σοσιαλιστές. Φορτώνει στην καμπούρα των οικονομολόγων την ανάγκη των αιώνιων σχέσεων, φορτώνει στην καμπούρα των σοσιαλιστών την αυταπάτη να μη βλέπουνε μέσα στην αθλιότητα παρά την αθλιότητα. Είναι σύμφωνος και με τους πρώτους και με τους δεύτερους, θέλοντας να επικαλεστεί γι’ αυτό την αυθεντία της επιστήμης. Η επιστήμη, γι’ αυτόν, περιορίζεται στις ασήμαντες αναλογίες μιας επιστημονικής φόρμουλας. Είναι ο άνθρωπος που αναζητάει φόρμουλες, τύπους. Έτσι, ο κ. Προυντόν κολακεύεται πως κριτικάρισε και την πολιτική οικονομία και τον κομμουνισμό: είναι κατώτερος και από τη μια και από τον άλλο. Κατώτερος από τους οικονομολόγους, αφού σαν φιλόσοφος, που έχει στο χέρι μια μαγική φόρμουλα, νόμισε πως μπορεί ν’ αποφύγει να μπει στις καθαρά οικονομικές λεπτομέρειες. Κατώτερος από τους σοσιαλιστές, αφού δεν έχει ούτε αρκετό θάρρος, ούτε αρκετές γνώσεις για να υψωθεί, ας είναι και θεωρητικά, πάνω από τον αστικό ορίζοντα.
...Θέλει να σταθεί σαν άνθρωπος της επιστήμης πάνω από αστούς και προλετάριους. Δεν είναι παρά ο μικροαστός, που παραδέρνει ανάμεσα στο κεφάλαιο και την εργασία, ανάμεσα στην πολιτική οικονομία και τον κομμουνισμό».
Όσο σκληρή κι αν φαίνεται η κρίση αυτή, είμαι υποχρεωμένος να την υποστηρίξω ακόμα και σήμερα, λέξη προς λέξη. Μα έχει σημασία να μη λησμονήσω πως τη στιγμή όπου δήλωσα κι απόδειξα θεωρητικά πως το βιβλίο του κ. Προυντόν δεν ήτανε παρά ο κώδικας του μικροαστικού σοσιαλισμού, ο ίδιος αυτός Προυντόν αναθεματίστηκε την ίδια ώρα σαν αρχιεπαναστάτης από τους οικονομολόγους και τους σοσιαλιστές της εποχής εκείνης. Για τούτο, αργότερα, δεν έσμιξα ποτέ τη φωνή μου με τη φωνή εκείνων που διακηρύχνανε κραυγαλέα την «προδοσία» του στην επανάσταση. Δεν έφταιγε αυτός αν, βρίσκοντας κακή κατανόηση, αρχικά από τους άλλους, όπως κι από τον ίδιο τον εαυτό του δεν μπόρεσε ν’ ανταποκριθεί στις ελπίδες που τίποτα δεν δικαιολογούσε.
«Η Φιλοσοφία της Αθλιότητας» εξεταζόμενη σε σχέση με το έργο, «Τί είναι η Ιδιοκτησία;», κάνει να προβάλλουνε πολύ άσχημα όλα τα ελαττώματα του τρόπου έκθεσης του κ. Προυντόν. Το ύφος είναι συχνά, όπως λένε οι Γάλλοι, στομφώδες.[7]. Κάτι ακαταλαβίστικα, φαντασμένα και «θεωρητικά» (speculatif), που περνάνε για γερμανική φιλοσοφία, βρίσκουνται παντού όπου υπάρχει έλλειψη γαλατικής οξυδέρκειας. Κείνο που σου χτυπάει άσχημα στ’ αυτιά, με τόνο σαλτιμπάγκου και φανφαρόνου, είναι τα παινέματά του για τον εαυτό του, μια πληχτική μωρολογία κι αιώνιες ψευτοπαλληκαριές για τη δήθεν επιστήμη του. Στη θέση της αληθινής και φυσικής θέρμης, που φωτίζει το πρώτο του βιβλίο, εδώ, σε πλήθος μέρη, ο Προυντόν κάνει συστηματικούς ρητορισμούς και εξάπτεται εν ψυχρώ. Προσθέσετε σ’ όλα αυτά τον αδέξιο και δυσάρεστο σχολαστικισμό τού αυτοδίδακτου που παρασταίνει τον πολυμαθή, τον άλλοτε εργάτη που έχασε την περηφάνια να γνωρίζει τον εαυτό του ανεξάρτητο και πρωτότυπο στοχαστή και που τώρα, σαν νεόπλουτος της επιστήμης, πιστεύει πως πρέπει να κορδώνεται και να καυχιέται γι’ αυτό που δεν είναι και γι’ αυτό που δεν έχει. Προσθέσετε ύστερα τα αισθήματά του, αισθήματα μικρομπακάλη, που τον σπρώχνουν να χτυπάει μ’ έναν άπρεπο και σκαιό τρόπο, μα που δεν είναι ούτε διεισδυτικός ούτε βαθύς, ούτε καν δίκαιος, έναν άνθρωπο σαν τον Cabet (Καμπέ), άνθρωπο πάντα αξιοσέβαστο εξαιτίας του πολιτικού του ρόλου μέσα στο προλεταριάτο ενώ κάνει τον καλό στον Dunoyer (Ντινουαγιέ) (σύμβουλο του κράτους είν’ αλήθεια), που δεν έχει σημασία παρά επειδή κήρυξε με κωμική σοβαρότητα, μέσα σε τρεις μεγάλους τόμους, ανυπόφορα πληχτικούς, έναν πουριτανισμό (rigotisme) που ο Ελβέτιος τον χαρακτήρισε έτσι: «Θέλουν τέλειους τους δυστυχισμένους».
Πραγματικά, η επανάσταση του Φλεβάρη ήρθε ξαφνικά πολύ άσκημα για τον Προυντόν, που μόλις πριν από λίγες βδομάδες είχε δείξει ίσα - ίσα, με αναντίρρητο τρόπο, πως «η εποχή των επαναστάσεων» είχε περάσει για πάντα. Ωστόσο, η στάση του στην Εθνοσυνέλευση αξίζει μονάχα επαίνους, γιατί δείχνει πόσο λίγο καταλαβαίνει την κατάσταση. Ύστερ’ από την εξέγερση του Ιουνίου η στάση αυτή ήταν μια πράξη μεγάλου θάρρους. Έξω απ’ αυτό, είχε και τούτη την ευχάριστη συνέπεια: ο κ. Thiers (Θιέρσος), στην απάντηση του στις προτάσεις του Προυντόν, που δημοσιεύτηκε αργότερα με τη μορφή βιβλίου, ξεσκέπασε το άθλιο παιδιάστικο υπόβαθρο όπου υψωνότανε τούτος ο πνευματικός στύλος της γαλλικής αστικής τάξης. Παραβαλλόμενος με το Θιέρσο, ο Προυντόν πήρε πραγματικά τις διαστάσεις προκατακλυσμιαίου κολοσσού.
Τα τελευταία οικονομικά έργα κι ανδραγαθήματα του κ. Προυντόν στάθηκαν η ανακάλυψή του για τη «Δωρεάν Πίστη» και την «Τράπεζα του Λάου» που έπρεπε να την πραγματοποιήσει. Στο έργο μου «Zur Kritik der Politischen Oekonomie» («Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας»), Βερολίνο, 1859, (σελ. 59-64), βρίσκει κανείς την απόδειξη πως οι προυντονικές αυτές ιδέες βασίζονται πάνω σε τέλεια άγνοια των βασικών στοιχείων της αστικής πολιτικής οικονομίας: τη σχέση ανάμεσα στο εμπόρευμα και το χρήμα, ενώ η πρακτική τους πραγματοποίηση δεν ήτανε παρά η παρουσίαση σχεδίων πολύ παλαιότερων και πολύ καλύτερα επεξεργασμένων. Δεν υπάρχει αμφιβολία, είναι μάλιστα ολοφάνερο, πως η ανάπτυξη της πίστης, που, στην αρχή του 18ου αιώνα και πιο πρόσφατα, στον αιώνα μας, χρησίμεψε στην Αγγλία για να μεταβιβαστούνε τα πλούτη από μια τάξη σε μιαν άλλη, μπορούσε το ίδιο να χρησιμέψει, κάτω από ορισμένες πολιτικές κι οικονομικές συνθήκες, στο να επιταχύνει τη χειραφέτηση της εργατικής τάξης. Μα να θεωρούμε το τοκοφόρο κεφάλαιο σαν κυριότερη μορφή του κεφαλαίου, μα να θέλουμε να δημιουργήσουμε από μιαν ξεχωριστή εφαρμογή της πίστης, από τη δήθεν κατάργηση του ποσοστού του τόκου, τη βάση του κοινωνικού μετασχηματισμού –να μια φαντασιοπληξία από τις πιο μπακάλικες που υπάρχουν, την βρίσκουμε επίσης, φιλοτεχνημένη κιόλας con amore (με αγάπη) από τα γραμμόφωνα της αγγλικής μικροαστικής τάξης του 17ου αιώνα. Η πολεμική του Προυντόν ενάντια στον Bastiat (Μπαστιά) με την ευκαιρία του τοκοφόρου κεφαλαίου (1850) είναι πολύ κατώτερη από τη «Φιλοσοφία της Αθλιότητας». Κατάφερε να ηττηθεί ακόμα κι από τον Μπαστιά και κραυγάζει και χαλάει τον κόσμο με κωμικό τρόπο κάθε φορά που ο αντίπαλός του τού δίνει ένα χτύπημα.
Πριν από μερικά χρόνια, ο Προυντόν έγραψε μια θέση για τους φόρους, που την προκήρυξε νομίζω σε διαγωνισμό η κυβέρνηση τού καντονιού τού Βο (Vaud). Εδώ σβήνει η τελευταία αναλαμπή της ιδιοφυΐας: δεν μένει πια παρά μονάχα, ολοκάθαρος, ο μικροαστός.
Τα πολιτικά και φιλοσοφικά έργα του Προυντόν έχουν όλα τον ίδιο διπλό και αντιφατικό χαρακτήρα που βρήκαμε και στα οικονομικά του έργα. Κι ύστερα, έχουνε μονάχα σημασία περιορισμένη τοπικά στη Γαλλία. Πάντα, ωστόσο, οι επιθέσεις του ενάντια στη θρησκεία και την εκκλησία είχαν μεγάλη τοπική αξία σε μιαν εποχή όπου οι Γάλλοι σοσιαλιστές κοκορεύονταν για τα θρησκευτικά τους αισθήματα, σαν για μιαν υπεροχή αντίκρυ στον βολταιρισμό του 18ου αιώνα και τον γερμανικό αθεϊσμό του 19ου αιώνα. Αν ο Μέγας Πέτρος χτύπησε τη ρωσική βαρβαρότητα με τη βαρβαρότητα, ο Προυντόν έβαλε τα δυνατά του για να κατατροπώσει τη γαλλική φράση με τη φράση.
Κείνα που δεν μπορούμε πια να θεωρούμε μονάχα σαν έργα κακογραμμένα, μα απλούστατα σαν βρωμιές, βρίσκονταν ωστόσο σε τέλεια αρμονία με το μπακαλίστικο αίσθημα –είναι το βιβλίο πάνω στο πραξικόπημα, όπου ο Προυντόν φλερτάρει με τον Λ. Βοναπάρτη και προσπαθεί να τον κάνει ευπρόσεχτο στους Γάλλους εργάτες και το βιβλίο του ενάντια στην Πολωνία, που την μεταχειρίζεται προς τιμή του Τσάρου με ηλίθιο κυνισμό.
Συγκρίνανε συχνά τον Προυντόν με τον Ζαν Ζακ Ρουσό. Τίποτα δεν μπορεί νά ’ναι πιο λαθεμένο. Μοιάζει περισσότερο με τον Nicolas Linguet (Νικόλα Λεγκέ) που άλλωστε το έργο του «La Theorie des Lois Civiles;», («Η Θεωρία των Αστικών Νόμων») είναι έργο μεγαλοφυΐας.
Η φύση του Προυντόν τον οδηγούσε στη διαλεχτική. Μα, αφού ποτέ δεν κατάλαβε την επιστημονική διαλεχτική, καταστάλαξε στη σοφιστεία. Πραγματικά, αυτό πήγαζε από τη μικροαστική του άποψη. Ο μικροαστός, όπως ο δικός μας ιστορικός Raumer (Ρoμέρ) κλίνει πάντα πότε από τη μια μεριά και πότε από την άλλη. Δυο αντίθετα κι αντιφατικά ρεύματα κυριαρχούν στα υλικά του συμφέροντα και κατά συνέπεια στις θρησκευτικές, επιστημονικές και καλλιτεχνικές του απόψεις, στην ηθική του, τέλος σ’ ολάκερο το Είναι του. Είναι η ζωντανή αντίφαση. Αν βρεθεί ακόμα ένας πνευματικός άνθρωπος σαν τον κ. Προυντόν, θα μπορέσει σε λίγο να κάνει ταχυδακτυλουργίες με τις ίδιες του τις αντιφάσεις και να τις επεξεργαστεί ανάλογα με τις περιστάσεις σε χτυπητές παραδοξολογίες που θα κάνουνε πάταγο και μερικές φορές θα σπινθηροβολούνε. Επιστημονικός τσαρλατανισμός και πολιτικοί συμβιβασμοί είναι σφιχτοδεμένα με τέτοιαν άποψη. Δεν απομένει παρά ένα μοναδικό κίνητρο, η ματαιοδοξία του ατόμου. Κι όπως μ’ όλους τους ματαιόδοξους, δεν πρόκειται πια παρά για την εντύπωση της στιγμής, για την εφήμερη επιτυχία. Έτσι χάνεται αναγκαστικά η απλή ηθική λεπτότητα που προφύλαξε έναν Ρουσσώ, π. χ., από κάθε συμβιβασμό, ακόμα και φαινομενικό, με τις υπάρχουσες εξουσίες.
Ίσως οι μεταγενέστεροι θα πουν, για να χαρακτηρίσουνε τούτη την πιο κοντινή φάση της γαλλικής ιστορίας, πως ο Λουδοβίκος Βοναπάρτης στάθηκε ο Ναπολέοντας κι ο Προυντόν ο Ρουσό-Βολτέρος.
Απ’ ό,τι προηγείται, μπορείτε να δείτε πως «Η Φιλοσοφία της Αθλιότητας ή Το Σύστημα των Οικονομικών Αντιφάσεων» έπρεπε τέλος πάντων να δώσει απάντηση στο ερώτημα: «Τί είναι η Ιδιοκτησία;». Πραγματικά, ο κ. Προυντόν δεν είχε αρχίσει τις οικονομικές του σπουδές, παρά ύστερα από την δημοσίευση αυτού του πρώτου βιβλίου του. Είχε ανακαλύψει πως, για να λύσει το πρόβλημα που είχε θέσει ο ίδιος, έπρεπε ν’ απαντήσει όχι με βρισιές, αλλά με μιαν ανάλυση της σύγχρονης πολιτικής οικονομίας. Προσπάθησε ταυτόχρονα να αποδείξει το σύστημα των οικονομικών κατηγοριών με τη διαλεχτική. Η χεγκελιανή αντίφαση έπρεπε ν’ αντικαταστήσει την άλυτη αντινομία του Καντ, σαν μέσο ανάπτυξης
Για την κριτική αυτών των δυο μεγάλων τόμων πρέπει να σας παραπέμψω στην απάντηση μου. Απόδειξα εκεί, ανάμεσα σ’ άλλα, πόσο ελάχιστα είχε μπει στο μυστήριο της επιστημονικής διαλεχτικής ο κ. Προυντόν, πόσο, εξάλλου, μοιράζεται τις αυταπάτες της θεωρητικής φιλοσοφίας: αντί να θεωρήσει τις οικονομικές κατηγορίες σαν θεωρητικές εκφράσεις ιστορικών σχέσεων παραγωγής, που αντιστοιχούνε σ’ ορισμένο βαθμό ανάπτυξης της υλικής παραγωγής, η φαντασία του μετατρέπει τις κατηγορίες τούτες σε αιώνιες ιδέες, που υπήρχανε πριν από κάθε πραγματικότητα, κι έτσι, με μια στροφή, ξαναγυρίζει στην αφετηρία του, την άποψη της αστικής οικονομίας[6].
Αποδείχνω κατόπι πόσο ελαττωματική και στοιχειώδικη είναι η γνώση του για την πολιτική οικονομία, που αναλάβαινε ωστόσο να την κριτικάρει και πως βάλθηκε να βρει μαζί με τους ουτοπιστές μια δήθεν «επιστήμη», που πρέπει να του ξεφουρνίσει ολοέτοιμη μια φόρμουλα για τη «λύση του κοινωνικού ζητήματος» αντί ν’ αντλήσει την επιστήμη του από την κριτική γνώση της ιστορικής κίνησης –κίνησης που πρέπει να δημιουργήσει μόνη της τους υλικούς όρους της κοινωνικής χειραφέτησης. Κείνο που αποδείχνω πάνω απ’ όλα είναι, πως ο Προυντόν έχει μονάχα ατελείς, μπερδεμένες και σφαλερές ιδέες για τη βάση ολάκερης της πολιτικής οικονομίας, για την ανταλλακτική αξία. Αυτό τον κάνει να βλέπει τα θεμέλια μιας νέας επιστήμης σε μιαν ουτοπική ερμηνεία της θεωρίας για την αξία του Ρικάρντο. Τέλος συνοψίζω τη γενική μου κρίση για την άποψη του με τούτα τα λόγια:
«Κάθε οικονομική σχέση έχει μια καλή και μια κακή πλευρά: αυτό είναι το μοναδικό σημείο, όπου ο κ. Προυντόν δεν διαψεύδει τον εαυτό του. Την καλή πλευρά βλέπει να την εκθέτουν οι οικονομολόγοι, την κακή πλευρά βλέπει να την καταγγέλλουν οι σοσιαλιστές. Φορτώνει στην καμπούρα των οικονομολόγων την ανάγκη των αιώνιων σχέσεων, φορτώνει στην καμπούρα των σοσιαλιστών την αυταπάτη να μη βλέπουνε μέσα στην αθλιότητα παρά την αθλιότητα. Είναι σύμφωνος και με τους πρώτους και με τους δεύτερους, θέλοντας να επικαλεστεί γι’ αυτό την αυθεντία της επιστήμης. Η επιστήμη, γι’ αυτόν, περιορίζεται στις ασήμαντες αναλογίες μιας επιστημονικής φόρμουλας. Είναι ο άνθρωπος που αναζητάει φόρμουλες, τύπους. Έτσι, ο κ. Προυντόν κολακεύεται πως κριτικάρισε και την πολιτική οικονομία και τον κομμουνισμό: είναι κατώτερος και από τη μια και από τον άλλο. Κατώτερος από τους οικονομολόγους, αφού σαν φιλόσοφος, που έχει στο χέρι μια μαγική φόρμουλα, νόμισε πως μπορεί ν’ αποφύγει να μπει στις καθαρά οικονομικές λεπτομέρειες. Κατώτερος από τους σοσιαλιστές, αφού δεν έχει ούτε αρκετό θάρρος, ούτε αρκετές γνώσεις για να υψωθεί, ας είναι και θεωρητικά, πάνω από τον αστικό ορίζοντα.
...Θέλει να σταθεί σαν άνθρωπος της επιστήμης πάνω από αστούς και προλετάριους. Δεν είναι παρά ο μικροαστός, που παραδέρνει ανάμεσα στο κεφάλαιο και την εργασία, ανάμεσα στην πολιτική οικονομία και τον κομμουνισμό».
Όσο σκληρή κι αν φαίνεται η κρίση αυτή, είμαι υποχρεωμένος να την υποστηρίξω ακόμα και σήμερα, λέξη προς λέξη. Μα έχει σημασία να μη λησμονήσω πως τη στιγμή όπου δήλωσα κι απόδειξα θεωρητικά πως το βιβλίο του κ. Προυντόν δεν ήτανε παρά ο κώδικας του μικροαστικού σοσιαλισμού, ο ίδιος αυτός Προυντόν αναθεματίστηκε την ίδια ώρα σαν αρχιεπαναστάτης από τους οικονομολόγους και τους σοσιαλιστές της εποχής εκείνης. Για τούτο, αργότερα, δεν έσμιξα ποτέ τη φωνή μου με τη φωνή εκείνων που διακηρύχνανε κραυγαλέα την «προδοσία» του στην επανάσταση. Δεν έφταιγε αυτός αν, βρίσκοντας κακή κατανόηση, αρχικά από τους άλλους, όπως κι από τον ίδιο τον εαυτό του δεν μπόρεσε ν’ ανταποκριθεί στις ελπίδες που τίποτα δεν δικαιολογούσε.
«Η Φιλοσοφία της Αθλιότητας» εξεταζόμενη σε σχέση με το έργο, «Τί είναι η Ιδιοκτησία;», κάνει να προβάλλουνε πολύ άσχημα όλα τα ελαττώματα του τρόπου έκθεσης του κ. Προυντόν. Το ύφος είναι συχνά, όπως λένε οι Γάλλοι, στομφώδες.[7]. Κάτι ακαταλαβίστικα, φαντασμένα και «θεωρητικά» (speculatif), που περνάνε για γερμανική φιλοσοφία, βρίσκουνται παντού όπου υπάρχει έλλειψη γαλατικής οξυδέρκειας. Κείνο που σου χτυπάει άσχημα στ’ αυτιά, με τόνο σαλτιμπάγκου και φανφαρόνου, είναι τα παινέματά του για τον εαυτό του, μια πληχτική μωρολογία κι αιώνιες ψευτοπαλληκαριές για τη δήθεν επιστήμη του. Στη θέση της αληθινής και φυσικής θέρμης, που φωτίζει το πρώτο του βιβλίο, εδώ, σε πλήθος μέρη, ο Προυντόν κάνει συστηματικούς ρητορισμούς και εξάπτεται εν ψυχρώ. Προσθέσετε σ’ όλα αυτά τον αδέξιο και δυσάρεστο σχολαστικισμό τού αυτοδίδακτου που παρασταίνει τον πολυμαθή, τον άλλοτε εργάτη που έχασε την περηφάνια να γνωρίζει τον εαυτό του ανεξάρτητο και πρωτότυπο στοχαστή και που τώρα, σαν νεόπλουτος της επιστήμης, πιστεύει πως πρέπει να κορδώνεται και να καυχιέται γι’ αυτό που δεν είναι και γι’ αυτό που δεν έχει. Προσθέσετε ύστερα τα αισθήματά του, αισθήματα μικρομπακάλη, που τον σπρώχνουν να χτυπάει μ’ έναν άπρεπο και σκαιό τρόπο, μα που δεν είναι ούτε διεισδυτικός ούτε βαθύς, ούτε καν δίκαιος, έναν άνθρωπο σαν τον Cabet (Καμπέ), άνθρωπο πάντα αξιοσέβαστο εξαιτίας του πολιτικού του ρόλου μέσα στο προλεταριάτο ενώ κάνει τον καλό στον Dunoyer (Ντινουαγιέ) (σύμβουλο του κράτους είν’ αλήθεια), που δεν έχει σημασία παρά επειδή κήρυξε με κωμική σοβαρότητα, μέσα σε τρεις μεγάλους τόμους, ανυπόφορα πληχτικούς, έναν πουριτανισμό (rigotisme) που ο Ελβέτιος τον χαρακτήρισε έτσι: «Θέλουν τέλειους τους δυστυχισμένους».
Πραγματικά, η επανάσταση του Φλεβάρη ήρθε ξαφνικά πολύ άσκημα για τον Προυντόν, που μόλις πριν από λίγες βδομάδες είχε δείξει ίσα - ίσα, με αναντίρρητο τρόπο, πως «η εποχή των επαναστάσεων» είχε περάσει για πάντα. Ωστόσο, η στάση του στην Εθνοσυνέλευση αξίζει μονάχα επαίνους, γιατί δείχνει πόσο λίγο καταλαβαίνει την κατάσταση. Ύστερ’ από την εξέγερση του Ιουνίου η στάση αυτή ήταν μια πράξη μεγάλου θάρρους. Έξω απ’ αυτό, είχε και τούτη την ευχάριστη συνέπεια: ο κ. Thiers (Θιέρσος), στην απάντηση του στις προτάσεις του Προυντόν, που δημοσιεύτηκε αργότερα με τη μορφή βιβλίου, ξεσκέπασε το άθλιο παιδιάστικο υπόβαθρο όπου υψωνότανε τούτος ο πνευματικός στύλος της γαλλικής αστικής τάξης. Παραβαλλόμενος με το Θιέρσο, ο Προυντόν πήρε πραγματικά τις διαστάσεις προκατακλυσμιαίου κολοσσού.
Τα τελευταία οικονομικά έργα κι ανδραγαθήματα του κ. Προυντόν στάθηκαν η ανακάλυψή του για τη «Δωρεάν Πίστη» και την «Τράπεζα του Λάου» που έπρεπε να την πραγματοποιήσει. Στο έργο μου «Zur Kritik der Politischen Oekonomie» («Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας»), Βερολίνο, 1859, (σελ. 59-64), βρίσκει κανείς την απόδειξη πως οι προυντονικές αυτές ιδέες βασίζονται πάνω σε τέλεια άγνοια των βασικών στοιχείων της αστικής πολιτικής οικονομίας: τη σχέση ανάμεσα στο εμπόρευμα και το χρήμα, ενώ η πρακτική τους πραγματοποίηση δεν ήτανε παρά η παρουσίαση σχεδίων πολύ παλαιότερων και πολύ καλύτερα επεξεργασμένων. Δεν υπάρχει αμφιβολία, είναι μάλιστα ολοφάνερο, πως η ανάπτυξη της πίστης, που, στην αρχή του 18ου αιώνα και πιο πρόσφατα, στον αιώνα μας, χρησίμεψε στην Αγγλία για να μεταβιβαστούνε τα πλούτη από μια τάξη σε μιαν άλλη, μπορούσε το ίδιο να χρησιμέψει, κάτω από ορισμένες πολιτικές κι οικονομικές συνθήκες, στο να επιταχύνει τη χειραφέτηση της εργατικής τάξης. Μα να θεωρούμε το τοκοφόρο κεφάλαιο σαν κυριότερη μορφή του κεφαλαίου, μα να θέλουμε να δημιουργήσουμε από μιαν ξεχωριστή εφαρμογή της πίστης, από τη δήθεν κατάργηση του ποσοστού του τόκου, τη βάση του κοινωνικού μετασχηματισμού –να μια φαντασιοπληξία από τις πιο μπακάλικες που υπάρχουν, την βρίσκουμε επίσης, φιλοτεχνημένη κιόλας con amore (με αγάπη) από τα γραμμόφωνα της αγγλικής μικροαστικής τάξης του 17ου αιώνα. Η πολεμική του Προυντόν ενάντια στον Bastiat (Μπαστιά) με την ευκαιρία του τοκοφόρου κεφαλαίου (1850) είναι πολύ κατώτερη από τη «Φιλοσοφία της Αθλιότητας». Κατάφερε να ηττηθεί ακόμα κι από τον Μπαστιά και κραυγάζει και χαλάει τον κόσμο με κωμικό τρόπο κάθε φορά που ο αντίπαλός του τού δίνει ένα χτύπημα.
Πριν από μερικά χρόνια, ο Προυντόν έγραψε μια θέση για τους φόρους, που την προκήρυξε νομίζω σε διαγωνισμό η κυβέρνηση τού καντονιού τού Βο (Vaud). Εδώ σβήνει η τελευταία αναλαμπή της ιδιοφυΐας: δεν μένει πια παρά μονάχα, ολοκάθαρος, ο μικροαστός.
Τα πολιτικά και φιλοσοφικά έργα του Προυντόν έχουν όλα τον ίδιο διπλό και αντιφατικό χαρακτήρα που βρήκαμε και στα οικονομικά του έργα. Κι ύστερα, έχουνε μονάχα σημασία περιορισμένη τοπικά στη Γαλλία. Πάντα, ωστόσο, οι επιθέσεις του ενάντια στη θρησκεία και την εκκλησία είχαν μεγάλη τοπική αξία σε μιαν εποχή όπου οι Γάλλοι σοσιαλιστές κοκορεύονταν για τα θρησκευτικά τους αισθήματα, σαν για μιαν υπεροχή αντίκρυ στον βολταιρισμό του 18ου αιώνα και τον γερμανικό αθεϊσμό του 19ου αιώνα. Αν ο Μέγας Πέτρος χτύπησε τη ρωσική βαρβαρότητα με τη βαρβαρότητα, ο Προυντόν έβαλε τα δυνατά του για να κατατροπώσει τη γαλλική φράση με τη φράση.
Κείνα που δεν μπορούμε πια να θεωρούμε μονάχα σαν έργα κακογραμμένα, μα απλούστατα σαν βρωμιές, βρίσκονταν ωστόσο σε τέλεια αρμονία με το μπακαλίστικο αίσθημα –είναι το βιβλίο πάνω στο πραξικόπημα, όπου ο Προυντόν φλερτάρει με τον Λ. Βοναπάρτη και προσπαθεί να τον κάνει ευπρόσεχτο στους Γάλλους εργάτες και το βιβλίο του ενάντια στην Πολωνία, που την μεταχειρίζεται προς τιμή του Τσάρου με ηλίθιο κυνισμό.
Συγκρίνανε συχνά τον Προυντόν με τον Ζαν Ζακ Ρουσό. Τίποτα δεν μπορεί νά ’ναι πιο λαθεμένο. Μοιάζει περισσότερο με τον Nicolas Linguet (Νικόλα Λεγκέ) που άλλωστε το έργο του «La Theorie des Lois Civiles;», («Η Θεωρία των Αστικών Νόμων») είναι έργο μεγαλοφυΐας.
Η φύση του Προυντόν τον οδηγούσε στη διαλεχτική. Μα, αφού ποτέ δεν κατάλαβε την επιστημονική διαλεχτική, καταστάλαξε στη σοφιστεία. Πραγματικά, αυτό πήγαζε από τη μικροαστική του άποψη. Ο μικροαστός, όπως ο δικός μας ιστορικός Raumer (Ρoμέρ) κλίνει πάντα πότε από τη μια μεριά και πότε από την άλλη. Δυο αντίθετα κι αντιφατικά ρεύματα κυριαρχούν στα υλικά του συμφέροντα και κατά συνέπεια στις θρησκευτικές, επιστημονικές και καλλιτεχνικές του απόψεις, στην ηθική του, τέλος σ’ ολάκερο το Είναι του. Είναι η ζωντανή αντίφαση. Αν βρεθεί ακόμα ένας πνευματικός άνθρωπος σαν τον κ. Προυντόν, θα μπορέσει σε λίγο να κάνει ταχυδακτυλουργίες με τις ίδιες του τις αντιφάσεις και να τις επεξεργαστεί ανάλογα με τις περιστάσεις σε χτυπητές παραδοξολογίες που θα κάνουνε πάταγο και μερικές φορές θα σπινθηροβολούνε. Επιστημονικός τσαρλατανισμός και πολιτικοί συμβιβασμοί είναι σφιχτοδεμένα με τέτοιαν άποψη. Δεν απομένει παρά ένα μοναδικό κίνητρο, η ματαιοδοξία του ατόμου. Κι όπως μ’ όλους τους ματαιόδοξους, δεν πρόκειται πια παρά για την εντύπωση της στιγμής, για την εφήμερη επιτυχία. Έτσι χάνεται αναγκαστικά η απλή ηθική λεπτότητα που προφύλαξε έναν Ρουσσώ, π. χ., από κάθε συμβιβασμό, ακόμα και φαινομενικό, με τις υπάρχουσες εξουσίες.
Ίσως οι μεταγενέστεροι θα πουν, για να χαρακτηρίσουνε τούτη την πιο κοντινή φάση της γαλλικής ιστορίας, πως ο Λουδοβίκος Βοναπάρτης στάθηκε ο Ναπολέοντας κι ο Προυντόν ο Ρουσό-Βολτέρος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Tα σχόλια στο μπλοκ πρέπει να συνοδεύονται από ένα ψευδώνυμο, ενσωματωμένο στην αρχή ή το τέλος του κειμένου, άν δεν υπάρχει εγγραφή στον blogger ή άλλη διαδυκτιακή υπηρεσία (βλέπε όροι σχολιασμού στο πάνω μέρος της σελίδας).
Ανώνυμα και υβριστικά σχόλια μπορούν να διαγράφονται χωρίς άλλη προειδοποίηση.