Με την εξαφάνιση τής Σοβιετικής Ένωσης, τον Δεκέμβριο τού 1991, η νέα Ουκρανία, η οποία ακόμη και μετά την ανεξαρτοποίησή της παρέμεινε οργανικά συνδεδεμένη με τη Ρωσία, αποτέλεσε αντικείμενο σκληρής διελκυστίνδας μεταξύ των παλαιών εχθρών τού Ψυχρού Πολέμου. Ως εκ τούτου, η περίοδος τής μετακομμουνιστικής της μετάβασης σημαδεύτηκε από διαδοχικές δυτικές πρωτοβουλίες, υπό την ηγεμονία των ΗΠΑ, προκειμένου να διευρυνθεί η δυτική επιρροή στη χώρα.
Για τον σκοπό μάλιστα αυτό χρησιμοποιήθηκαν ενίοτε και μέσα που υπερέβαιναν τα όρια τής νομιμότητας, όπως για παράδειγμα συνέβη με την «πορτοκαλί επανάσταση» τού 2004, η οποία έφερε στην εξουσία τον φιλοδυτικό Βίκτορ Γιουστσένκο. Από την πλευρά της, η Μόσχα επιχείρησε και επιχειρεί να διατηρήσει ένα «δικαίωμα εποπτείας» στην Ουκρανία ασκώντας τη λεγόμενη «διπλωματία τού φυσικού αερίου» και προωθώντας την ένταξη τής πρώην σοβιετικής δημοκρατίας στην Κοινοπολιτεία των Ανεξαρτήτων Κρατών (CEI/ΚΑΚ). Όταν, με την εκλογή τού προέδρου Βίκτορ Γιανουκόβιτς, η χώρα επέστρεψε, με απολύτως νόμιμο τρόπο, στους κόλπους τής Ρωσίας, η γενική εντύπωση ήταν ότι η Δύση είχε πλέον τεθεί εκτός παιχνιδιού.
Ωστόσο, η ασυνέπεια και οι συνεχείς παλινωδίες τού νέου ρωσόφιλου προέδρου σε σχέση με τη συμφωνία σύνδεσης και ελεύθερων συναλλαγών (οι οποίες ερμηνεύτηκαν, εσφαλμένα, ως «απόρριψη τής Ευρώπης») επέτρεψαν στη δύση, υπό την καθοδήγηση των ΗΠΑ, να εκμεταλλευτεί την απρόσμενη αυτή ευκαιρία για να «ξαναμπεί στο ματς» με την τροφοδότηση τής λαϊκής αντίδρασης απέναντι σε «μια διεφθαρμένη εξουσία, υποχείριο τής Μόσχας» — εξελίξεις που προκάλεσαν μια γενική αίσθηση προμνησίας στο πλαίσιο τής λογικής των λεγόμενων «έγχρωμων» νεοφιλελεύθερων «επαναστάσεων», οι οποίες, κατά τη δεκαετία τού 2000, σάρωσαν τον μετασοβιετικό χώρο έχοντας ως κινητήρια δύναμη μη κυβερνητικές οργανώσεις — αποδέκτες αγγλοσαξονικής χρηματοδότησης —, όπως επίσης και αντικαθεστωτικούς και διάφορα τοπικά δίκτυα και συνδέσμους, που επίσης χρηματοδοτούνταν γενναιόδωρα με δολάρια για την προώθηση των «ανθρωπίνων δικαιωμάτων».
Πρόκειται, με άλλα λόγια, για τις νέες μορφές «ήπιας εξουσίας» οι οποίες καταγγέλλονται συνεχώς από τον Βλαντιμίρ Πούτιν. Ωστόσο, δεδομένου ότι το πραξικόπημα τού Φεβρουαρίου έπληξε τα ρωσικά εθνικά συμφέροντα, αποδυνάμωσε το σχέδιο τής ευρασιατικής ένωσης και έθεσε σε κίνδυνο την κρατική ασφάλεια, η αντίδραση τού ρωσικού κράτους έλαβε, εν προκειμένω, εντελώς διαφορετικές διαστάσεις. Καταγγέλλοντας το παράνομο τής πολιτικής διαδικασίας, στην οποία καταλυτικό ρόλο έπαιξε η ανάμιξη εξωτερικών δυνάμεων και η οποία επικεντρώθηκε στην απομάκρυνση τού προέδρου Γιανουκόβιτς, η Μόσχα αναγκάστηκε εκ των πραγμάτων να μην αναγνωρίσει τη νέα μεταβατική κυβέρνηση, στο βαθμό μάλιστα που η εν λόγω κυβέρνηση, υπό την πίεση εθνικιστικών και άλλων εξτρεμιστικών ομάδων νεοφασιστικής έμπνευσης, υιοθέτησε πολύ γρήγορα μια σειρά αντιρωσικών μέτρων, μεταξύ των οποίων και αυτών που αφορούν το ειδικό καθεστώς τής ρωσικής γλώσσας και τα δικαιώματα των μειονοτήτων.
Υπό τις συνθήκες αυτές, μοιάζει δικαιολογημένη η ευνοϊκή αντιμετώπιση εκ μέρους τής Μόσχας των χειραφετητικών αιτημάτων των περιοχών τής ανατολικής Ουκρανίας και κυρίως τής Κριμαίας, που ανέλαβε τον ρόλο τής «επαναστατικής πρωτοπορίας» απέναντι στην παράνομη κυβέρνηση τού Κιέβου. Η νομιμότητα τού κριμαϊκού δημοψηφίσματοςστηρίζεται τόσο στους ιστορικούς δεσμούς τής χερσονήσου με τη Ρωσία όσο και στο νομικό προηγούμενο που δημιουργήθηκε, υπό την πίεση μάλιστα των ΗΠΑ, με την ανακήρυξη τής ανεξαρτησίας τού Κοσόβου το 2008. Κατά κάποιο τρόπο, η αδεξιότητα τής Δύσης επέτρεψε στον Β. Πούτιν να αδράξει την ιστορική αυτή ευκαιρία για την επανάκτηση τής Κριμαίας, διασφαλίζοντας στρατηγική πρόσβαση σε θερμά ύδατα, κατά τρόπο ανάλογο με τη ναυτική βάση που διαθέτει η Ρωσία στην Ταρτούς τής Συρίας.
Συγχρόνως, όμως, η επιτυχής αυτή κίνηση στην ευρασιατική σκακιέρα χρησιμοποιήθηκε ως πρόσχημα από τον ευρωατλαντικό άξονα για την ενίσχυση τού νατοϊκού κλοιού ασφαλείας τόσο στις χώρες τής Βαλτικής όσο και στις ανατολικοευρωπαϊκές χώρες στα νότια τής Ρωσίας, «επαληθεύοντας» έτσι τη «διαίσθηση» που είχε ο ειδικός επί θεμάτων στρατηγικής Ζ. Μπρζεζίνσκυ, το 2014, όσον αφορά τη «μείζονα απειλή» που συνιστά η ρωσική βούληση «ιμπεριαλιστικής επανακατάκτησης» των εν λόγω χωρών (—υπό το πρίσμα αυτό, ο Β. Πούτιν θα έπρεπε να αντιμετωπιστεί ως ένας ακόμα homo sovieticus με ενστικτώδη εχθρότητα απέναντι στη Δύση). Εν τέλει, η μεταψυχροπολεμική αυτή νομιμοποιητική λογική τού ΝΑΤΟ ήγειρε τις ανησυχίες τής Μόσχας σχετικά με την ενίσχυση και επέκταση τού «κλοιού ασφαλείας» και σε άλλες μετασοβιετικές χώρες, όπως την Γεωργία και την Ουκρανία, και την εγκατάσταση στο έδαφός τους μονάδων τής αμερικανικής αντιπυραυλικής ασπίδας, πράγμα που θα σήμαινε τη μερική εξουδετέρωση των στρατηγικών πυρηνικών δυνάμεων τής Ρωσίας.
Σύμφωνα με τη στρατηγική αντίληψη τής Ρωσίας, τα ανωτέρω δεν αποτελούν παρά συνέχιση και ανανέωση τής πολιτικής τού «roll-back» (υποχώρησης-αναδίπλωσης) τής μεγάλης πρώην κομμουνιστικής δύναμης, πολιτικής που εφαρμόστηκε μετά την πτώση τού Γκορμπατσόφ (25/12/1991). Στις 22 Ιουλίου τού 2014 ο πρόεδρος Πούτιν υποσχέθηκε ότι θα δοθεί μια «κατάλληλη απάντηση» με την ταχεία προσαρμογή τής αμυντικής στρατηγικής τής χώρας απέναντι στην αδικαιολόγητη επέκταση των νατοϊκών υποδομών στα σύνορά της. Ακόμη μεγαλύτερη πρόκληση αποτελεί το γεγονός ότι το μέλλον τής Ουκρανίας διαγράφεται εξαιρετικά αβέβαιο, με δεδομένη την επέκταση τής —πλέον ανεξέλεγκτης— εξέγερσης τού περιθωριοποιημένου λαού τής Αν. Ουκρανίας, ο οποίος αρνείται να αναγνωρίσει τη νέα ρωσοφοβική-εθνικιστική κυβέρνηση, στην οποία έχουν διεισδύσει νεοναζιστικά στοιχεία και η οποία προωθεί μια υπερφιλελεύθερη και φιλοευρωπαϊκή πολιτική.
Η αξιοπιστία των τελευταίων προεδρικών εκλογών, που έλαβαν χώρα στις 25 Μαΐου, εμφανίζεται ακόμη περισσότερο αμφίβολη λόγω τής εκτεταμένης χειραγώγησης τής σχετικής πολιτικής διαδικασίας. Πέραν τούτου, το υψηλό ποσοστό αποχής (40%), που οφείλεται στο μποϊκοτάζ των εκλογών εκ μέρους μερίδας των ψηφοφόρων τής Αν. Ουκρανίας, συντελεί στην περαιτέρω αποδυνάμωση τής πολιτικής νομιμοποίησης και αντιπροσωπευτικότητας τού νέου καθεστώτος τού οποίου ηγείται ο ολιγάρχης Πιότρ Ποροσένκο έχοντας τη στήριξη ισχυρών ομάδων συμφερόντων.
Η Ουκρανία εμφανίζεται τελικά ως το κύριο πιόνι στη σκακιέρα ενός πολέμου «χαμηλής έντασης»:
Η Ουκρανία εμφανίζεται τελικά ως το κύριο πιόνι στη σκακιέρα ενός πολέμου «χαμηλής έντασης»:
Με την αποφασιστική ώθηση τού νέου προέδρου, η πολιτική καταστολής σε βάρος των «ανταρτών» τής Ανατολής — οι οποίοι κατά περίεργο τρόπο χαρακτηρίζονται «τρομοκράτες» — έχει πλέον μετατραπεί σε τιμωρητικό μακελειό. Ο άνισος συσχετισμός των στρατιωτικών δυνάμεων και η χρήση από τον φιλοκυβερνητικό στρατό αεροπλάνων, βαρέων όπλων ή ακόμα και απαγορευμένων χημικών όπλων είναι τα στοιχεία εκείνα που εξηγούν το μέγεθος τού μακελειού που αποσιωπάται εσκεμμένα στη Δύση. Από αυτή την άποψη, ο ευρωατλαντικός άξονας, υπό την ηγεμονία των ΗΠΑ, φέρει βαριά ευθύνη για το πολιτικό αδιέξοδο, λόγω τής εσκεμμένης απόκρυψης τής ρωσοουκρανικής δομικής αλληλεξάρτησης, που κληρονομήθηκε από την εποχή τού «σοβιετισμού», πράγμα που ενέχει τον κίνδυνο πρόκλησης κοινωνικοοικονομικού χάους, κυρίως ως συνέπεια τής εφαρμογής τής συμφωνίας σύνδεσης με την ΕΕ, που υπεγράφη από τον πρόεδρο Ποροσένκο στις 27 Ιουνίου τού 2014. Έχοντας ως στόχους την απόσπαση τής χώρας από τη ρωσική κυριαρχία και την απομάκρυνσή της από τον προφανή γεωπολιτικό της προσανατολισμό, η εν λόγω συμφωνία, η οποία εμφανίζεται αποσυνδεδεμένη από τις πραγματικές ανάγκες τού ουκρανικού λαού, αποτελεί προσβολή στην οικονομική λογική: χωρίς τη Ρωσία είναι αδύνατον να σωθεί η χώρα.
Έχοντας χρησιμοποιηθεί ως δομικό εργαλείο από τις δύο μεγάλες υπερδυνάμεις, η Ουκρανία αποτελεί εν τέλει το κύριο πιόνι (ένα «κράτος-κλειδί», για να χρησιμοποιήσουμε την έκφραση τού Ζ.Μπρζεζίνσκυ) στη σκακιέρα τού εν εξελίξει πολέμου «χαμηλής έντασης» — έννοια που ορίζεται στο βιβλίο μου «la Pensée stratégique russe» ως η επικαιροποιημένη και αποϊδεολογικοποιημένη μορφή τού ψυχρού πολέμου με επίκεντρο πλέον τον πολιτικό και ενεργειακό έλεγχο στρατηγικών κρατών («κρατών-κλειδιών») και με αντίπαλους τον ευρωατλαντικό άξονα (ΕΕ-ΗΠΑ και ΝΑΤΟ) και τον σινορωσικό άξονα (μέσω τού Οργανισμού Συνεργασίας τής Σαγκάης). Απότοκο τής αλλόκοτης εθνικο-φιλελεύθερης «επανάστασης» τού Μαϊντάν, η οποία στιγματίστηκε από την αναβίωση μιας ιδεολογίας με σκοτεινό παρελθόν, το ουκρανικό χάος μοιάζει να αποτελεί παράπλευρη απώλεια τού εν λόγω πολέμου.
Η διαμορφωθείσα συγκυρία αποτελεί ένδειξη και παραπέµπει στη διαιώνιση μιας διπολικής συγκρουσιακότητας, που ναι μεν εμφανίζεται με νέα μορφή, ωστόσο στηρίζεται στην αντίθεση μεταξύ συμμαχιών που ηγεμονεύονται από δύο πρώην ιδεολογικούς εχθρούς. Με άλλα λόγια, πρόκειται για ένα νέο γεωπολιτικό ρήγμα στην καρδιά τής Ευρασίας, το οποίο συνεπάγεται σοβαρές απειλές. —Και τώρα τι κάνουμε;
Ζ.Ζερονιμό, ειδικός σε θέματα ρωσικής γεωστρατηγικής, πανεπιστήμιο τής Γκρενόμπλ-ΙΙ
Ζ.Ζερονιμό, ειδικός σε θέματα ρωσικής γεωστρατηγικής, πανεπιστήμιο τής Γκρενόμπλ-ΙΙ
Πηγή:waltendegewalt
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Tα σχόλια στο μπλοκ πρέπει να συνοδεύονται από ένα ψευδώνυμο, ενσωματωμένο στην αρχή ή το τέλος του κειμένου, άν δεν υπάρχει εγγραφή στον blogger ή άλλη διαδυκτιακή υπηρεσία (βλέπε όροι σχολιασμού στο πάνω μέρος της σελίδας).
Ανώνυμα και υβριστικά σχόλια μπορούν να διαγράφονται χωρίς άλλη προειδοποίηση.