Του Δημήτρη Ψαρρά
Ο στενός συνεργάτης του Μιχαλολιάκου Γιάννης Περδικάρης στο βιβλίο του «Χρυσή Αυγή – Πολιτικός Οδοδείκτης» που υπογράφει με το ψευδώνυμο Ιων Φιλίππου αποκαλύπτει τη δολοφονική και παρακρακτική δράση των νεοφασιστών
Ειρωνεία της ιστορίας: Η πιο πρόσφατη συμβολή στην ιστοριογραφία περί Πολυτεχνείου φέρει την υπογραφή ενός φανατικού εθνικοσοσιαλιστή!
Συνιδρυτής της Χρυσής Αυγής, στενός συνεργάτης του Μιχαλολιάκου και συγγραφέας των βασικών ιδεολογικών κειμένων της οργάνωσης, ο Γιάννης Περδικάρης ήταν φοιτητής στη Σχολή Μηχανολόγων του Μετσόβιου την περίοδο της εξέγερσης. Στο βιβλίο του περί Χρυσής Αυγής που μόλις κυκλοφόρησε με το ψευδώνυμο Ιων Φιλίππου, ο Περδικάρης περιγράφει τον ιδιαίτερο ρόλο της ομάδας Μιχαλολιάκου, η οποία ανήκε τότε στο «Κόμμα Τετάρτης Αυγούστου», την οργάνωση του Κώστα Πλεύρη, τη μόνη οργάνωση που επέτρεπε τη λειτουργία της το δικτατορικό καθεστώς.
«Την πρώτη βραδιά της εξέγερσης», γράφει ο Περδικάρης, «μια μεγάλη ομάδα εκατό νεολαίων ξεκίνησε από τα γραφεία της Τετάρτης Αυγούστου με κατεύθυνση τους δρόμους πέριξ του Πολυτεχνείου. Εκεί συναντήσαμε και αρκετούς άλλους αντιφρονούντες [σ.σ.: με τον όρο αυτό περιγράφει τους χουντικούς, αντιφρονούντες δηλαδή προς το φοιτητικό κίνημα] και “αντιφρονούντες”, δηλαδή παρακρατικούς και ασφαλίτες. Αργότερα, οι αντιφρονούντες πύκνωσαν σημαντικά, ώστε σε μια σύσκεψη του δρόμου στις 11.00 τη νύχτα, αποφασίστηκε η οργάνωση εισβολής στο Πολυτεχνείο. Η έλλειψη σχεδιασμού αλλά κυρίως στιβαρής ηγετικής ομάδας, αποσόβησε τελικά μια τέτοια εξέλιξη. Ετσι, επιδοθήκαμε μέχρι πρωίας στην παρεμπόδιση και αποτροπή της τροφοδοσίας των εγκλείστων από τις εξωτερικές ομάδες περιφρούρησης, περιφερόμενοι στους κήπους του Μουσείου, την Τοσίτσα και την Στουρνάρη. Πρέπει να σημειώσω ότι η ηγεσία της Τετάρτης Αυγούστου εκείνες τις ημέρες ήταν άφαντη [σ.σ.: καρφί για τον Πλεύρη]».
«Την βραδιά του Πολυτεχνείου», συνεχίζει ο Περδικάρης, «η ίδια περίπου ομάδα νεολαίων, ήταν συγκεντρωμένη έξω από τα γραφεία της Τετάρτης Αυγούστου, γωνία Μπουμπουλίνας και Αλεξάνδρας. Ελειπαν όσοι είχαν αποφασίσει να αναμειχθούν στα γεγονότα στο πλευρό των δυνάμεων καταστολής, όπως ο Ηλίας Τσιαπούρης και πολλοί εθνικιστές-χουντικοί. Μαζί μου ήταν ο Αριστοτέλης Καλέντζης και ο Νίκος Μιχαλολιάκος. Παραμείναμε μέχρι αργά συνομιλώντας και περιμένοντας τις εξελίξεις. Κατά τις 1.00 μ.μ., σε μια καπνισμένη ατμόσφαιρα που μύριζε κυριολεκτικά μπαρούτη έφτασε κοντά μας από την Μπουμπουλίνας, ένα άγημα αστυνομικών με άγριες διαθέσεις και κραδαίνοντας τα κλομπς. Κάποιος φώναξε, “νεολαία Μεταξά, νεολαία Μεταξά”. Δε νομίζω ότι οι αστυνομικοί κατάλαβαν τι εννοούσε. Προλάβαμε να υποχωρήσουμε στα γραφεία μας. Μια ώρα αργότερα και πριν τα τανκς φτάσουν στην πύλη του Πολυτεχνείου είχαμε όλοι αποχωρήσει».
Το πιο σημαντικό είναι ότι στο ίδιο βιβλίο ο Περδικάρης διαψεύδει με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο όσους ομοϊδεάτες του αμφισβητούν τον αιματηρό απολογισμό της καταστολής της εξέγερσης. Περιγράφει τη δράση ενός από τα μέλη της ομάδας, τον οποίο ο ίδιος χαρακτηρίζει «οπλολάγνο». Πρόκειται για τον Ηλία Τσιαπούρη, ο οποίος, κατά τον Περδικάρη, «ανέλαβε δράση πυροβολώντας εναντίον των επιτιθέμενων διαδηλωτών από την ταράτσα του Υπουργείου Δημοσίας Τάξεως μαζί με άλλους παρακρατικούς». Ο Τσιαπούρης διώχτηκε ερήμην μετά την μεταπολίτευση για τις πράξεις του και κατά τον Περδικάρη «αυτοεξόριστος πέθανε άδοξα, δολοφονημένος μετά από μια δεκαετία στην Κολομβία».
Ο Τσιαπούρης (ή Τσαπούρας) κατόρθωσε να διαφύγει πριν από την άσκηση δίωξης εναντίον του. Βρέθηκε στο Λονδίνο και μετά στη Νότια Αμερική. Το όνομά του αναφέρεται στο βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών, με το οποίο παραπέμφθηκαν σε δίκη οι υπαίτιοι της σφαγής του Πολυτεχνείου. «Ο Ηλίας Τσαπούρας», γράφει το βούλευμα, «και έτεροι μη αποκαλυφθέντες δράσται από κοινού απέκτειναν εκ προθέσεως κατά τον αυτόν τόπον και χρόνον, τους Βασίλειον Φάμελον και Toril Engeland, πυροβολήσαντες εναντίον των δι’ οπλοπολυβόλων και τυφεκίων, εκ του δώματος της στεγαζούσης το Υπουργείον Δημοσίας Τάξεως οικοδομής και πλήξαντες διά των ριφθεισών σφαιρών τον μεν Βασίλειον Φάμελλον εις τον δεξιόν οφθαλμόν με αποτέλεσμα να υποστή ούτος τυφλόν τραύμα εκ του οποίου ως μόνης ενεργού αιτίας επήλθεν ο θάνατός του, την δε Toril Engeland κατά το πρόσθιον θωρακικόν τοίχωμα, με αποτέλεσμα να υποστή αύτη τυφλόν τραύμα θώρακος εκ του οποίου ως μόνης ενεργού αιτίας επήλθεν ο θάνατός της». Εκτός από τους δυο νεκρούς, η δράση του Τσιαπούρη άφησε στην περιοχή και 17 τραυματίες.
Την παρουσία του Τσιαπούρη με το «μακρύκαννο» όπλο του στην ταράτσα του υπουργείου Δημόσιας Τάξης το μοιραίο βράδυ επιβεβαίωσε κατά τη δίκη του Πολυτεχνείου ο χωροφύλακας Ρηγάκης, ο οποίος δεν γνώριζε «αν είναι της Ασφάλειας ή αν ήταν απλώς πολίτης υγιών φρονημάτων που ήλθε να μας βοηθήσει». Πάντως τον ξαναείδε στο υπουργείο άλλες δύο φορές…
«Η μοίρα του Ηλία», γράφει με θαυμασμό ο θεωρητικός της Χρυσής Αυγής, «αποτυπώνονταν ανάγλυφα στον χαρακτήρα του. Παρορμητικός και ακραίος, δίχως πολιτική σκέψη, ωστόσο ήταν ένας πιστός στρατιώτης του εθνικοσοσιαλισμού, γενναίος, ακατάβλητος και ριψοκίνδυνος αγωνιστής, αφιερωμένος στον αγώνα ψυχή τε και σώματι. Τον θυμάμαι μόνο, εντελώς μόνο, να στέκεται προκαλώντας τις ορδές των μπολσεβίκων που συνωθούνταν διαδηλώνοντας στα σκαλοπάτια της Αρχιτεκτονικής Σχολής του Πολυτεχνείου, την παραμονή των γεγονότων. Περνώντας από κοντά του, έστρεψα αλλού το βλέμμα μου και απομακρύνθηκα προς την έξοδο, γιατί δεν είχα το κουράγιο να εκτεθώ δίπλα του».
Το πιο σημαντικό είναι ότι στο ίδιο βιβλίο ο Περδικάρης διαψεύδει με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο όσους ομοϊδεάτες του αμφισβητούν τον αιματηρό απολογισμό της καταστολής της εξέγερσης. Περιγράφει τη δράση ενός από τα μέλη της ομάδας, τον οποίο ο ίδιος χαρακτηρίζει «οπλολάγνο». Πρόκειται για τον Ηλία Τσιαπούρη, ο οποίος, κατά τον Περδικάρη, «ανέλαβε δράση πυροβολώντας εναντίον των επιτιθέμενων διαδηλωτών από την ταράτσα του Υπουργείου Δημοσίας Τάξεως μαζί με άλλους παρακρατικούς». Ο Τσιαπούρης διώχτηκε ερήμην μετά την μεταπολίτευση για τις πράξεις του και κατά τον Περδικάρη «αυτοεξόριστος πέθανε άδοξα, δολοφονημένος μετά από μια δεκαετία στην Κολομβία».
Ο Τσιαπούρης (ή Τσαπούρας) κατόρθωσε να διαφύγει πριν από την άσκηση δίωξης εναντίον του. Βρέθηκε στο Λονδίνο και μετά στη Νότια Αμερική. Το όνομά του αναφέρεται στο βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών, με το οποίο παραπέμφθηκαν σε δίκη οι υπαίτιοι της σφαγής του Πολυτεχνείου. «Ο Ηλίας Τσαπούρας», γράφει το βούλευμα, «και έτεροι μη αποκαλυφθέντες δράσται από κοινού απέκτειναν εκ προθέσεως κατά τον αυτόν τόπον και χρόνον, τους Βασίλειον Φάμελον και Toril Engeland, πυροβολήσαντες εναντίον των δι’ οπλοπολυβόλων και τυφεκίων, εκ του δώματος της στεγαζούσης το Υπουργείον Δημοσίας Τάξεως οικοδομής και πλήξαντες διά των ριφθεισών σφαιρών τον μεν Βασίλειον Φάμελλον εις τον δεξιόν οφθαλμόν με αποτέλεσμα να υποστή ούτος τυφλόν τραύμα εκ του οποίου ως μόνης ενεργού αιτίας επήλθεν ο θάνατός του, την δε Toril Engeland κατά το πρόσθιον θωρακικόν τοίχωμα, με αποτέλεσμα να υποστή αύτη τυφλόν τραύμα θώρακος εκ του οποίου ως μόνης ενεργού αιτίας επήλθεν ο θάνατός της». Εκτός από τους δυο νεκρούς, η δράση του Τσιαπούρη άφησε στην περιοχή και 17 τραυματίες.
Την παρουσία του Τσιαπούρη με το «μακρύκαννο» όπλο του στην ταράτσα του υπουργείου Δημόσιας Τάξης το μοιραίο βράδυ επιβεβαίωσε κατά τη δίκη του Πολυτεχνείου ο χωροφύλακας Ρηγάκης, ο οποίος δεν γνώριζε «αν είναι της Ασφάλειας ή αν ήταν απλώς πολίτης υγιών φρονημάτων που ήλθε να μας βοηθήσει». Πάντως τον ξαναείδε στο υπουργείο άλλες δύο φορές…
«Η μοίρα του Ηλία», γράφει με θαυμασμό ο θεωρητικός της Χρυσής Αυγής, «αποτυπώνονταν ανάγλυφα στον χαρακτήρα του. Παρορμητικός και ακραίος, δίχως πολιτική σκέψη, ωστόσο ήταν ένας πιστός στρατιώτης του εθνικοσοσιαλισμού, γενναίος, ακατάβλητος και ριψοκίνδυνος αγωνιστής, αφιερωμένος στον αγώνα ψυχή τε και σώματι. Τον θυμάμαι μόνο, εντελώς μόνο, να στέκεται προκαλώντας τις ορδές των μπολσεβίκων που συνωθούνταν διαδηλώνοντας στα σκαλοπάτια της Αρχιτεκτονικής Σχολής του Πολυτεχνείου, την παραμονή των γεγονότων. Περνώντας από κοντά του, έστρεψα αλλού το βλέμμα μου και απομακρύνθηκα προς την έξοδο, γιατί δεν είχα το κουράγιο να εκτεθώ δίπλα του».
Ως φοιτητής της Αρχιτεκτονικής ήμουν ένας από αυτούς τους «μπολσεβίκους» που συνωθούνταν στα σκαλοπάτια της Σχολής. Και σας διαβεβαιώ ότι ο λόγος που δεν τολμούσαν να σταθούν απέναντί μας δεν ήταν άλλος από την ντροπή. Γιατί ήταν λίγοι, απελπιστικά λίγοι. Και δεν είχαν τίποτα να πουν για να υπερασπιστούν τη βία, τα βασανιστήρια και την άγρια καταστολή. Φόβο δεν είχαν, γιατί πίσω τους ήταν το Σπουδαστικό της Ασφάλειας, ο αστυνόμος Σμαΐλης και οι άνδρες του, που δεν δίσταζαν να μας συλλαμβάνουν ακόμα και μέσα στο Ιδρυμα.
Αλλά η μαρτυρία του Περδικάρη έχει και μια άλλη αξία. Περιγράφει διαδρομές ανθρώπων που έδρασαν από την περίοδο του Πολυτεχνείου μέχρι σήμερα με τον ίδιο στόχο: να συμβάλουν στην καταστολή κάθε λαϊκής κινητοποίησης, ως ενεργούμενα των επίσημων διωκτικών αρχών και εμπνεόμενοι από μια ανοιχτά δωσιλογική και ναζιστική ιδεολογία.
Ποιος είπε ότι το ελληνικό κράτος δεν έχει συνέχεια; Ειδικά το ελληνικό βαθύ κράτος;
Αλλά η μαρτυρία του Περδικάρη έχει και μια άλλη αξία. Περιγράφει διαδρομές ανθρώπων που έδρασαν από την περίοδο του Πολυτεχνείου μέχρι σήμερα με τον ίδιο στόχο: να συμβάλουν στην καταστολή κάθε λαϊκής κινητοποίησης, ως ενεργούμενα των επίσημων διωκτικών αρχών και εμπνεόμενοι από μια ανοιχτά δωσιλογική και ναζιστική ιδεολογία.
Ποιος είπε ότι το ελληνικό κράτος δεν έχει συνέχεια; Ειδικά το ελληνικό βαθύ κράτος;
Πηγή: Βαθύ κόκκινο
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Tα σχόλια στο μπλοκ πρέπει να συνοδεύονται από ένα ψευδώνυμο, ενσωματωμένο στην αρχή ή το τέλος του κειμένου, άν δεν υπάρχει εγγραφή στον blogger ή άλλη διαδυκτιακή υπηρεσία (βλέπε όροι σχολιασμού στο πάνω μέρος της σελίδας).
Ανώνυμα και υβριστικά σχόλια μπορούν να διαγράφονται χωρίς άλλη προειδοποίηση.