Του Κώστα Ζυρίνη
Δημοσίευτηκε στο ΓΕΩ της ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑΣ, τεύχος αρ. 62/16.06.2001
Στήνω τρεις μπίλιες, απλώνω το τεμπεσίρι στη μύτη της στέκας, στοχεύω και... εκτελώ ένα απελπιστικά σκιτζίδικο χτύπημα. Λίγο ακόμα και θα ’σχιζα την πράσινη τσόχα. Ίσως και να φταίει το γεγονός ότι δεν βρίσκω κάπου λίγο ταλκ για να εξουδετερώσω τον ιδρώτα της παλάμης μου. Ίσως... Το ειρωνικό γελάκι του γηγενούς σερβιτόρου, που ωστόσο κάνει ότι κοιτάζει αλλού για να μη με προσβάλλει, μου κόβει τα «ίσως». Μην το ψάχνεις, δικέ μου, είναι περισσότερες από τρεις οι δεκαετίες που δεν παίζω μπιλιάρδο.
Ρεσεψιόν κι εστιατόριο του Ουάν Γουέι. Ψαθοσκεπής ισόγειος χώρος, ξύλινα δοκάρια, ξύλινα τραπεζοκαθίσματα, ξυλόγλυπτα αντίγραφα κλασικών καμποτζιάνικων αριστουργημάτων, πλακόστρωτο δάπεδο, ένας γύψινος κιτσάτος Βούδας στην είσοδο και τρία λαχταριστά πλάσματα γένους θηλυκού (ζωντανά αυτά) που συνυπάρχουν με το μόνιμο χαμόγελό τους: αμαλγάματα αθωότητας και ασιατικού αισθησιασμού. Αντί, λοιπόν, να σκίσω την τσόχα, προτιμώ ένα γενναίο πρωινό, σερβιρισμένο απ’ αυτά τα, σχεδόν άβυζα πλην εκλεκτά, δείγματα του είδους γυναίκα με το προειρημένο χαμόγελο.
Από την είσοδο του Ουάν Γουέι και πέρα απλώνεται η Πνομ Πεν. Η άγνωστη. Η μυστηριώδης. Η ματωμένη και ανήσυχη. Βρίσκομαι μέσα στο μαγνητικό της πεδίο. Και θα ενδώσω οπωσδήποτε στην έλξη της.
Πνομ Πεν |
Σαν αφηνιασμένο άτι
Βγαίνοντας από το Ουάν Γουέι, μου την πέφτουν, από την είσοδο κι όλας, τρεις- τέσσερις δικυκλιστές με τ’ αγοραία τους. Προσπαθώ να τους πω ότι θέλω να περπατήσω. Και ‘γώ θέλω να ζήσω, σκέφτεται ο καθένας απ’ αυτούς. Έτσι είναι. Καβαλώ λοιπόν νικημένος μια πίσω σέλα και παραδίνομαι αμαχητί. Θέλουν να ζήσουν. Και ξέρουν πως σε κάποια από τις τσέπες μου θα πρέπει να κουρνιάζει μια χούφτα δολάρια.
Η σημερινή Πνομ Πεν δεν βρίθει από αυτοκίνητα. Ούτε από ιδιωτικά ούτε, πολύ περισσότερο, από δημόσια. Η έννοια του αστικού λεωφορείου είναι σχεδόν άγνωστη. Τα ελάχιστα αγοραία τετράτροχα δεν έχουν κανένα χαρακτηριστικό γνώρισμα ως τοιούτα και είναι, συνήθως, ξεχαρβαλωμένα κατάλοιπα μιας άλλης εποχής. Τον τίτλο του εθνικού ταξί της Καμπότζης τον φέρει υπερηφάνως το δίτροχο μηχανάκι, των πενήντα συνήθως κυβικών. Και έπεται το τρίκυκλο ποδήλατο, ως φυσική ιστορική συνέχεια του παλιού δίτροχου αραμπά.
Στις αρχές της δεκαετίας του ‘Πενήντα, η γαλλική αποικιοκρατία στην ευρύτερη περιοχή της Ινδοκίνας αρχίζει να κλονίζεται και να παίρνει την κατιούσα κάτω από το βάρος των διεθνών μεταπολεμικών ανακατατάξεων και συγκυριών. Και τότε είναι που ο Σιχανούκ δράττεται της ευκαιρίας για να σηκώσει το προσωπικό του μπαϊράκι, τη «Βασιλική Σταυροφορία», όπως πέρασε στην Ιστορία: περιοδεύει στην Ταϊλάνδη, στην Ιαπωνία, στην Αμερική, και δεν ξέρω πού αλλού, δηλώνοντας ευθέως και ευθαρσώς ότι δεν πρόκειται να ξαναγυρίσει στη χώρα του αν αυτή δεν αδειάσει από Γάλλους. Και η χώρα του αρχίζει όντως ν’ αδειάζει από τους Γάλλους, όχι τόσο γιατί οι Γάλλοι πανικοβλήθηκαν από τις δηλώσεις του αυτοεξόριστου, όσο γιατί έπρεπε να επικεντρωθούν στην επί του Βιετνάμ κυριαρχία τους, για να μην το χάσουν και αυτό.
Κι έτσι, το 1953, ο Σιχανούκ επιστρέφει μετά βαΐων και κλάδων σε μια, για πρώτη φορά στην Ιστορία της, ανεξάρτητη Καμπότζη. Δυο χρόνια αργότερα, το 1955, αιφνιδιάζει τους πάντες με μια απρόβλεπτη, όσο και ανεπίτρεπτη για το σαβουάρ βιβρ όλων των εν ζωή γαλαζοαίματων, ενέργεια: παραιτείται από το θρόνο υπέρ του μπαμπά του κι αρχίζει να πολιτεύεται. Κερδίζει τις εκλογές κι όταν το σώμα του μπαμπά αρχίζει να αποσυντίθεται στα εξ ων συνετέθη, αυτός εξακολουθεί τις παράλληλες σταδιοδρομίες του σκηνοθέτη, του ηθοποιού, του παραγωγού, του πρωθυπουργού και μπορεί και άλλες, που δεν έτυχε να μάθω. Περίπτωση!
Το δίτροχο επί του οποίου επιβαίνω συνεχίζει να τρέχει σαν αφηνιασμένο άτι πάνω στις πλατειές λεωφόρους μιας απολύτως ισόπεδης Πνομ Πεν. Και δεν είναι το μόνο. Εκατοντάδες, μπορεί και χιλιάδες άλλα τρέχουν σα να’ χουν υποστεί παράκρουση, με δυο, τρεις, τέσσερις, (μέχρι και πέντε είδα) αναβάτες, (συνυπολογίζοντας και τα μωρά, που έτσι όπως πάνε δεν νομίζω πως θα ενηλικιωθούν ποτέ). Σηματοδότες ελάχιστοι. Που κι αυτοί οι ελάχιστοι δεν απολαμβάνουν την προσοχή και την εκτίμηση κανενός. Κάποιοι τροχονόμοι σφυρίζουν δαιμονισμένα αλλά δεν αντιλαμβάνομαι το γιατί, αφού κανείς, εποχούμενος ή μη, δεν τους υπολογίζει. Είναι κι αυτή η σκόνη! Οι Καμποτζιανοί καλύπτουν τ’ αναπνευστικά τους όργανα μ’ ένα ύφασμα ή με μια μάσκα πατωματζή. Να κάτι που δεν προνόησα αλλά, την επόμενη φορά... αν υπάρξει επόμενη φορά... Για την ώρα πάντως μου ΄χει φύγ’ η μαγκιά. Κι αναζητώ έναν αποτελεσματικό τρόπο να καταστείλω αυτή την άκρως ανθυγιεινή διαστροφή του οδηγού μου. Ίζυ, ίζυ, του λέω, γιατί σε λίγο θα ’μαστε αμφότεροι κουφάρια, αλλ’ αυτός μ’ έχει χεσμένο. Νο πρόμπλεμ, μίστερ, λέει, και γκαζώνει περισσότερο. Τι το ’θελα;
Γάλλοι αιχμάλωτοι των Βιέτ-Μινχ |
Θύματα επίθεσης με ναπάλμ |
Οπότε, η επικείμενη τελική νίκη του βιετναμέζικου «φάρου της παγκόσμιας επανάστασης» παίρνει αναβολή και τα εδάφη της όμορης Καμπότζης μετατρέπονται σε καταφύγια, αναρρωτήρια και ορμητήρια κατά της Παξ Αμερικάνα και των παρατρεχάμενών της. Όπερ σημαίνει πως η Καμπότζη αναγκάζεται να συντηρήσει το βιετναμέζικο αντάρτικο από το υστέρημά της. Οι συγκομιδές του ρυζιού, που άλλοτε περίσσευαν, τώρα δεν φτάνουν ούτε για ζήτω. Η οικονομία της καταρρέει και, ως γνωστόν, η πείνα φέρνει τη διχόνοια και στις καλύτερες των οικογενειών. Στο σημείο αυτό, στις αρχές του ‘Εβδομήντα, και καθώς ο Σιχανούκ περιφέρεται ανά τον «υπαρκτό» σοσιαλισμό για βοήθεια, ο αρχηγός του καμποτζιάνικου στρατού και παρακεντές του Νίξον, που άκουγε στο όνομα Λον Νολ, βρίσκει την ευκαιρία της ζωής του για ν’ αδράξει πραξικοπηματικά την εξουσία. Με τις πλάτες και για λογαριασμό των Γιάνκηδων, φυσικά.
Μια γελοία κίνηση που θυμίζει βαλς.
Υπαίθρια μουσικοχορευτική παράστασηγια το λαό |
Θέλω να φτάσω στην όχθη. Θέλω να φτάσω στην όχθη γιατί η διαίσθησή μου, που τροφοδοτείται ανελλιπώς από ανάλογες ταξιδιωτικές εμπειρίες, μου ψιθυρίζει ότι εκεί βρίσκεται το ψητό. Εκεί είναι η μαυρόασπρη όψη της Πνομ Πεν. Ανάμεσα όμως σε μένα και τα νερά του Μεκόνγκ, (ή, έστω, του Μπασάκ) μεσολαβεί μια περιφραγμένη περιοχή μέσα στην οποία βρίσκονται εκατοντάδες στοιχισμένες παρδαλές καρέκλες, ένα τεράστιο πάλκο με επίσης παρδαλό σκηνικό από απαστράπτον φτηνό χρωματιστό χαρτί, μια δέσμη μικρόφωνα κι έναν περίδρομο ηχεία. Τι ’ναι ‘δω; προσπαθώ να ρωτήσω έναν ένστολο που εντός μου χαρακτηρίζω Γαλάζιο Χμερ, χωρίς να ξέρω το γιατί. Υπαίθρια μουσικοχορευτική παράσταση για το λαό, προσπαθεί να μου πει, κάνοντας μια γελοία κίνηση που θυμίζει βαλς, προκειμένου να μου γίνει κατανοητός. Μάλιστα! Εδώ, λοιπόν, είναι το θέαμα. Πρέπει τώρα να βρω και τον άρτο. Αν υπάρχει. Και πώς θα βγω στην όχθη; προσπαθώ να τον ρωτήσω. Δεν μπορείς, προσπαθεί να μου απαντήσει μ’ ένα ευγενικό χαμόγελο κι ένα ανεξέλεγκτο μεταλλικό, λόγω επαγγέλματος, βλέμμα. Νομίζεις! θα του πέταγα στη μούρη, αν μ’ έπαιρνε. Αλλά δεν μ’ έπαιρνε.
Κι αφού οι διεθνείς χωροφύλακες έθεσαν δια του Λον Νολ την Καμπότζη στο γύψο αποφάσισαν και να την ξεπατώσουν τόσο ώστε να μη μείνει ούτε ρουθούνι Βιετκόνγκ στις ζούγκλες και τις σαβάνες της. Μέσα σε τέσσερα χρόνια ρίχνουν μισό εκατομμύριο τόνους βομβών! Τονάζ υπερδιπλάσιο απ’ αυτό που ρίχτηκε στην Ιαπωνία καθ’ όλη τη διάρκεια του Βήτα Παγκοσμίου Πολέμου και κατά πολύ μεγαλύτερο από κείνο που έριξαν στο ίδιο το Βιετνάμ. Αν στήθηκε ποτέ σκηνικό Κόλασης στη Γη αυτό ήταν εδώ, στην Καμπότζη. Οι νεκροί ξεπέρασαν το μισό εκατομμύριο και οι σακατεμένοι τα δύο. Επί συνολικού, τότε, πληθυσμού επτά εκατομμυρίων (για νά ‘χουμε και μια σαφέστερη τάξη μεγεθών). Και πάνω σ’ αυτό το σκηνικό θανάτου θα φυτρώσει και θα ευδοκιμήσει το αντάρτικο απελευθερωτικό κίνημα: οι «Κόκκινοι Χμερ». Ως Άνθη του Κακού ή ως εφαλτήριο για το Μεγάλο Άλμα προς το Μέλλον;
Μνημείο της φιλίας με το Βιετνάμ |
Λεωφόρος Σαμντά Σοδεάρος. Εδώ μάλιστα! Η βιτρίνα: Τα πρωτοκλασάτα οτέλς με τους αεθνείς μπίζνεσμαν-γύπες να μελετούν τις αυριανές επενδύσεις τους πάνω στα ερείπια (που οι ίδιοι προκάλεσαν). Τα λιγοστά γυαλιστερά καρς με τα φυμέ αλεξίσφαιρα τζάμια, ασπίδες προστασίας από τους ακρωτηριασμένους του πολέμου που επαιτούν έρποντας. Η Ασημένια Παγόδα: το «μαστ» κάθε χαζοχαρούμενου τουρίστα που πρέπει να γυρίσει στη χώρα του χορτασμένος γκλαμουριά και φολκλόρ. Το Βασιλικό Παλάτι στο χρώμα του χρυσού με τους περίτεχνους κήπους, που ένα μέρος του χρησιμοποιεί ακόμη ο Σιχανούκ και η οικογένειά του. Οι όλων των ηλικιών βουδιστές μοναχοί με τα ξυρισμένα κεφάλια, βρέξει - χιονίσει στη νιρβάνα τους.
Εδώ μάλιστα! |
Πολ-Ποτ |
η Ασημένια Παγόδα |
Και το Καμποτζιάνα Σοφιτέλ, το προκλητικά πολυτελές ξενοδοχείο οχυρωμένο μέσα σε αλέες περιφραγμένες από πανύψηλα προστατευτικά κιγκλιδώματα. Και το πλωτό καζίνο πάνω στον Τόνλε Σαπ να προκαλεί την Ιστορία. Το φαντάζομαι μέσα σε φλόγες. Δεν φταίω. Πατώ σε μια γη όπου οι στάχτες δεν έχουν σβήσει εντελώς.
Οι περισσότεροι από τους Κόκκινους Χμερ γεννήθηκαν ή, έστω, μεγάλωσαν μέσα σε ζούγκλες στις οποίες για πολλά χρόνια έβρεχε καταρρακτωδώς ναπάλμ. Το κρεβάτι τους ήταν μια αρύπλεκτη αιώρα. Το όραμα και ο λόγος της ύπαρξής τους ήταν μια ανεξάρτητη Καμπότζη εδραιωμένη στην κοινωνική δικαιοσύνη. Μέχρι που μπήκαν στην Πνομ Πεν ουδείς εκ των έξω «συμμάχων» τους δεν είχε αποδείξει την ανενδοίαστη και, κυρίως, ανιδιοτελή, φιλία του. Πρέπει, κατ’ αρχήν, να στηριχτούμε, στις δικές μας δυνάμεις, είπαν. Η βάση της οικονομίας μας είναι η αγροτική παραγωγή. Και μιας και στη χώρα μας δεν υπάρχει ένα ευάριθμο βιομηχανικό προλεταριάτο, και μάλιστα με τη δέουσα συνείδηση του ιστορικού του ρόλου, τον ρόλο αυτό πρέπει να τον παίξει το πολιτικοποιημένο τμήμα της αγροτιάς μας. Είπαν.
το πολύβουο ανθρωπομάνι |
Κι έπιασαν να σχεδιάζουν, να μετακινούν και να διασκορπίζουν όλο τον πληθυσμό της Πνομ Πεν και των όποιων άλλων μεγάλων πόλεων, στην ύπαιθρο χώρα. Με κάθε πρόσφορο μεταφορικό μέσο. Και κυρίως πεζή. Και είναι πάρα πολλοί εκείνοι που, μην αντέχοντας την πολύμηνη πορεία, αφήνουν τα κόκκαλά τους στο δρόμο. Όσοι φτάνουν ζωντανοί στα χωριά δουλεύουν δώδεκα με δεκαπέντε ώρες. Οι τρυφηλοί αποδεκατίζονται απ τις αρρώστιες και τις κακουχίες. Οι αντιρρησίες και οι καταδολιευτές φυλακίζονται, οι σαμποτέρ εκτελούνται.
Η γειτονιά των αγγέλων
εδώ το ποτάμι είναι πάντα βρώμικο, |
Ειπώθηκε πως οι Κόκκινοι Χμερ εφάρμοσαν το «μαοϊκό» μοντέλο στην πιο ακραία του μορφή. Αλλ’ αυτό είναι αφελές και αντιϊστορικό, αντέτειναν πολλοί μελετητές, για να συμπληρώσουν ότι, απλώς πραγματοποίησαν ένα πρωτόγονο «κομμουνιστικό» μοντέλο αναθέτοντας στην αγροτιά τον ηγετικό ρόλο της οικοδόμησης της νέας κοινωνίας. Έναν ρόλο στον οποίο, από την ίδια την ταξική της φύση, δεν θα μπορούσε ν’ ανταποκριθεί. Απολογισμός: από την κατάληψη της εξουσίας μέχρι την εισβολή των Βιετναμέζων το 1979, σε διάστημα δηλαδή 44 μηνών, οι νεκροί από ανακρίσεις, εκτελέσεις, αρρώστιες και υπερκόπωση, ξεπέρασαν το ένα εκατομμύριο. Ήτοι, οχτακόσιοι, ίσως και παραπάνω, νεκροί ημερησίως!
Η γειτονιά των αγγέλων. Πίσω απ’ τη φτηνή δυτικότροπη φιέστα της πλαστικής καρέκλας, πίσω από το Καμποτζιάνα Σοφιτέλ και το πλωτό καζίνο, είναι η γειτονιά των αγγέλων. Το ‘ξερα, το ’νοιωθα πως εδώ βρίσκεται ένα κομμάτι της Πνομ Πεν. Μια περιοχή από εκείνες που, πουθενά στον κόσμο, «δεν πρέπει» συνήθως να είναι εκτεθειμένες στα βλέμματα των ξένων. Μια γυναίκα μ’ έναν κουβά νερό από το βρώμικο ποτάμι, γιατί εδώ το ποτάμι είναι πάντα βρώμικο, δεν θέλει να τη φωτογραφίσω. Μπαίνει στην ίσαλο καλύβα της και ρίχνει τον ψάθινο μπερντέ του έμπα για να κρυφτεί από το βλέμμα μου. Ένα μάταιο ρίξιμο της αυλαίας σε μια αρχαία τραγωδία που έτσι κι αλλιώς δεν έχει τέλος. Ένας άπους, από νάρκη φυσικά, στοιβάζει τα ξεραμένα φύλλα κάποιου ποταμίσιου φυτού για να δικαιούται μια κούπα με βρασμένο ρύζι. Δεν έχει πού να πατήσω. Το έδαφος, ένας μολυβής βούρκος τον οποίο αδυνατεί να καθαρίσει η ροή του Τόνλε Σαπ, υποχωρεί κάτω από το βάρος μου. Παντού πασσαλόπηκτες αλλά και πλωτές καλύβες από σάπιο ξύλο. Αποστεωμένα σκυλιά που ψάχνουν εις μάτην. Νεαροί στην όχθη που επινόησαν κάποιου τύπου πετοσφαίριση. Παιδιά ξυπόλητα που θα διδαχτούν τα Περασμένα κατά πως βολεύει τους εκάστοτε κρατούντες. Ή και καθόλου. Η λήθη συνήθως είναι η άμυνα των ενόχων.
Ένα ζευγάρι μεγάλα αθώα μάτια |
Στις χρονιές 1976-78 οι Κόκκινοι Χμερ διεκδικούν ενόπλως ως προγονόθεν δικές τους ορισμένες περιοχές στις οποίες, στο μεταξύ, έχουν μεγαλώσει πολλές γενεές Βιετναμέζων. Οι Βιετναμέζοι όμως δεν μασάνε από κάτι τέτοια. Δράττονται της ευκαιρίας για να κάνουν το μεγάλο ντου την 25 Δεκέμβρη του ’78. Με τις πλάτες των Σοβιετικών, φυσικά. Λίγο πριν από τη βιετναμέζικη εισβολή, ο υπό κατ’ οίκον περιορισμό και τύποις επικεφαλής της επαναστατικής κυβέρνησης των Κόκκινων Χμερ, Νοροντόμ Σιχανούκ, κι αφού έχει χάσει (ή δώσει;) το μισό του σόι στο βωμό της «εκκαθάρισης των θυλάκων της αντεπανάστασης», την κοπανάει κατά Πεκίνο μεριά. Τι πρωτότυπο!
Οι Βιετναμέζοι, το λοιπόν, εγκαθιδρύουν κυβέρνηση της αρεσκείας τους μ’ επικεφαλής τον Χουν Σεν, έναν ανανήψαντα πρώην Κόκκινο Χμερ που έγινε Ροζ το ’77 και πέρασε στο Βιετνάμ. Οι Κινέζοι τσαντίστηκαν πάρα πολύ μ’ αυτή την εξέλιξη και για αντιπερισπασμό εξετέλεσαν τη γνωστή επαίσχυντη εισβολή τους στο Βόρειο Βιετνάμ. Η εισβολή αυτή κατέληξε σε φιάσκο και η παρτίδα τελείωσε με ρουά ματ υπέρ του Βιετνάμ (και της Σοβιετίας). Αλλά, ως συνήθως, μετά από μια παρτίδα έπεται μια άλλη.
Η πελατεία του Ουάν Γουέι είναι σχεδόν αποκλειστικά αλλοδαποί και κατά το μάλλον Γάλλοι. Εδώ σχεδιάζουν την κάθε επόμενη κίνησή τους στην Καμπότζη. Εδώ ανταλλάσσουν εμπειρίες κι εντυπώσεις. Εδώ προσπαθούν να ξεδιαλύνουν τους γρίφους της Πνομ Πεν. Πώς διάολο αυτή η απίστευτα ματωμένη ιστορία ταιριάζει με την υπερήφανη ευγένεια και τη γλυκύτητα των κατοίκων της;
Ο Γιοπ με περιμένει στην υποδοχή. Είναι ένα κοντούλικο λιανό και, μάλλον, δύσμορφο ανθρωπάκι που η φυσική ευγένεια και το μόνιμο χαμόγελό του τον καθιστούν αξιολάτρευτο. Τα γαλλικά του θα ήταν ακόμα πιο εύληπτα για μένα αν δεν ήταν καλουπωμένα στη νιαουριστή καμποτζιάνικη προφορά. Δεν βαριέσαι, συνήθισα. Μου δείχνει με καμάρι το ολοκαίνουργιο Πατζέρο που του ‘χει εμπιστευτεί προς εκμετάλλευση ο Ντιμιτρί, ο ιδιοκτήτης του Ουάν Γουέι. Και είναι μια από τις σπάνιες περιπτώσεις που επαφίεμαι σ’ έναν προγραμματισμό τον οποίο δεν εκπόνησα εγώ ο ίδιος. Όπου νομίζεις, του λέω, αρκεί να μην είναι η συνηθισμένη τουριστική βιτρίνα. Ουί, μεσιέ, κομ βου βουλέ, μου απαντά ένρινα.
Το 1982 ο Σιχανούκ ιδρύει (από το Πεκίνο) το Λαϊκό Μέτωπο για την Απελευθέρωση της Καμπότζης, «από τη μέγγενη του σοσιαλιμπεριαλισμού» όπως τον χαρακτηρίζει (υπονοώντας μόνο τον ρώσικο), του οποίου Μετώπου τίθεται επικεφαλής ο ίδιος (εννοείται). Τι «Μέτωπο» δηλαδή αφού αποτελείται κατά ογδόντα πέντε τοις εκατό από τους ανατραπέντες Κόκκινους Χμερ. Απ αυτό το Μέτωπο, η μεν Ταϊλάνδη υποστηρίζει τους Κόκκινους Χμερ, η δε Μαλαισία και η Σιγκαπούρη υποστηρίζουν δυο άλλα μικρότερα κόμματα, θεωρούμενα ως δημοκρατικά. Όσο για τις Ήπα, ενισχύουν, με όπλα και δολάρια, όλους όσοι από το Μέτωπο είναι ή θεωρούνται αντικομμουνιστές. Αχταρμάς!
Καθ’ όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του ’Ογδόντα, το Μέτωπο διεξάγει πόλεμο φθοράς κατά της φιλοβιετναμέζικης κυβέρνησης του Χουν Σεν και, εκτός των άλλων, φυτεύει σ’ εκτεταμένες περιοχές της ζούγκλας και της σαβάνας πέντε έως έξι εκατομμύρια νάρκες, για τον εντοπισμό και την απενεργοποίηση των οποίων θα χρειαστούν, σύμφωνα με τις μετριοπαθέστερες των εγκύρων εκτιμήσεων, είκοσι έως τριάντα χρόνια. Στο μεταξύ, όμως, σαράντα χιλιάδες αγρότες, ήτοι ο ένας στους διακοσίους τριάντα έξι κατοίκους της Καμπότζης, έχουν χάσει κάποια χέρια, κάποια πόδια ή και τη ζωή τους ακόμη. Η Καμπότζη είναι το μεγαλύτερο ναρκοπέδιο που υπήρξε από καταβολής πολέμων.
Πασσαλόπηκτες φτωχοσυνοικίες, απέραντες |
«Το πραγματικό όνομα του Πολ Ποτ», λέει, «ήταν Σάλοθ Σαρ. Σπούδασε στη Σορβόννη μ’ αυτό το όνομα και, πριν πάρει το πτυχίο του, γύρισε στην Καμπότζη για να δουλέψει σαν δάσκαλος. Πολέμησε τους Γάλλους μέχρις ότου, το χίλια εννιακόσια εξήντα τρία, χάνεται στις ζούγκλες για να ενταχτεί στο αντάρτικο κι έκτοτε χάνονται και τα ίχνη του ως Σάλοθ Σαρ. Μετά από πολλά χρόνια, όταν οι Κόκκινοι Χμερ πήραν την εξουσία, εμφανίστηκε ως επικεφαλής τους με τ’ όνομα Πολ Ποτ. Ήταν άνθρωπος χαμηλών τόνων, προσηνής και φιλικός με όλους. Ζούσε τόσο ασκητικά όσο και ο τελευταίος μαχητής...» Μου περνά απ το μυαλό πως έπεσα πάνω σ’ έναν πραγματικό Κόκκινο Χμερ. «... αλλά μανιακός σε ζητήματα που αφορούσαν την ασφάλειά του, μεσιέ. Ζούσε περιτριγυρισμένος από σωματοφύλακες και άλλαζε συνέχεια κρυψώνες. Δημόσιες εμφανίσεις, πα μποκού, συνεντεύξεις πα μποκού, φωτογραφίες πα μποκού... Φτάσαμε. Εδώ είναι το Τσενγκ Εκ, μεσιέ», λέει, και τραβάει χειρόφρενο. Τι είναι πάλι αυτό το Τσενγκ Εκ;
Μπιενσύρ, μεσιέ!
Κάτι σαν μνημείο |
Το ‘89-‘90 με την κατάρρευση του Σοβιετικού Μπλοκ, οι Βιετναμέζοι δεν μπορούν να κρατηθούν πλέον στην Καμπότζη κι αρχίζουν σιγά σιγά να την κάνουν αφήνοντας τον Χουν Σεν και τους άλλους δικούς τους να τα βγάλουν πέρα μόνοι τους. Και εννοείται πως, μετά την αποχώρησή τους, ξεσπά νέος εμφύλιος μεταξύ του Λαϊκού Μετώπου (διάβαζε Κόκκινων Χμερ) και του καθεστώτος Χουν Σεν, τον οποίο άφησαν ορφανό οι Βιετναμέζοι. Τότε παρεμβαίνει δυναμικά και ο Οηέ κι επιτυγχάνεται μια υπό τον Σιχανούκ μεταβατική κυβέρνηση εθνικής ενότητας μέχρι τη διεξαγωγή των εκλογών. Το Λαϊκό Μέτωπο κερδίζει τις εκλογές, ο Σιχανούκ (η γάτα που λέγαμε) ξαναστέφεται βασιλιάς ως «σύμβολο ενότητας», ένας απ τους γιους του, ο Ραναρίντ, γίνεται πρωθυπουργός και ο περιβόητος Χουν Σεν παίρνει την αντιπροεδρία της κυβέρνησης. Μια πτέρυγα των Κόκκινων Χμερ όμως δεν γουστάρει τη συμμετοχή του Χουν Σεν και των συν αυτώ στην κυβέρνηση και ξαναρχίζει τ’ αντάρτικο στις ζούγκλες.
security prison 21 |
Και ‘δω οι επισκέπτες ελάχιστοι. Και ‘δω η χαρακτηριστική νεκρική σιγή που σου σηκώνει την τρίχα. Τα συρματοπλέγματα, τα κάγκελα στα παράθυρα, το ξεφλουδισμένο επίχρισμα των τοίχων, η κακότεχνη εσωτερική τοιχοποιία ώστε να χωριστούν οι σχολικές αίθουσες σε κελιά των ένα ογδόντα επί ένα και δέκα, τα σημάδια των «ανακρίσεων» στους τοίχους και στα δάπεδα... Όλο αυτό το σκηνικό της φρίκης έχει παραμείνει για να θυμίζει... Ζητώ από τον Γιοπ να μη μου εξηγεί τίποτα. Εδώ μέσα δεν θέλω ν’ ακούω τίποτα. Ούτε τη φωνή του. Αυτό που βλέπω είναι τόσο εύγλωττο, τόσο συνταρακτικό που οποιαδήποτε περιγραφή του αυτονόητου θα με ξενέρωνε. Ξεθηκώνω τη φωτογραφική. «Αττανσιόν, μεσιέ, απαγορεύεται η φωτογράφηση». «Σ’ ε νατυρέλ, Γιοπ», του απαντώ, «γι αυτό ακριβώς και πρέπει να φωτογραφίσω». Καταλαβαίνει και συναινεί υπομειδιώντας. «Εσύ Γιοπ κράτα τσίλιες». «Μπιεν συρ, μεσιέ!» Και κρατά τσίλιες. Πώς αλλιώς θα μάθει ο κόσμος, δηλαδή;
Το τυπικό κελί |
φωτογραφία κατά τη σύλληψη |
Τα χρόνια που ακολουθούν σημαδεύονται από μια προϊούσα πορεία εκφυλισμού και κοινωνικο-πολιτικής απομόνωσης των Κόκκινων Χμερ μέχρι και την τελική τους αποσύνθεση, διάλυση και ένταξη στη νέα τάξη πραγμάτων. Στο τέλος του ‘Ενενήντα Οχτώ παραδίνουν τα όπλα και οι τελευταίοι εξ αυτών για να παραδοθούν και οι ίδιοι στην κρίση της Ιστορίας. Όταν αυτή η κρίση θα έχει απαλλαγεί από αγκυλώσεις.
Ο Ντιμιτρί, ο Γάλλος που διευθύνει το Ουάν Γουέι, συμφωνεί με τις πρώτες μου εντυπώσεις : Η Πνομ Πεν, όπως και η Καμπότζη ολόκληρη εξ άλλου, γλύφει τις πληγές της και η καπιταλιστική οικονομία (φιλελεύθερη τη λέει αυτός) ξαναγεννιέται όπως ο Φοίνικας του μύθου μέσα από τις στάχτες της. Αργά, υποθέτω εγώ. Αργά, με διαβεβαιώνει και κείνος, γιατί το ξένο κεφάλαιο είναι διστακτικό και η πολιτική αστάθεια ακόμα διάχυτη στην ατμόσφαιρα. Οι πληγές είναι ανοιχτές, οι μνήμες νωπές, όλοι λένε ότι θέλουν να ξεχάσουν αλλά όλοι θυμούνται. Και πώς θα μπορούσε νά ‘ταν αλλιώς; Κανείς δεν ξέρει τι μπορεί να ξεσπάσει από τη μια στιγμή στην άλλη. Και συ; ‘Ντάξει, εγώ έστησα ένα ξενοδοχειάκι πάνω στον κρατήρα που δεν έχει σβήσει αλλά, νά, έχω φίλους εδώ, αγαπώ αυτό το λαό, νοιώθω καλλίτερα απ’ ότι στο Παρίσι. Το μεγάλο ξένο κεφάλαιο όμως καραδοκεί. Διστάζει αλλά καραδοκεί.
Στήνω τρεις μπίλιες, απλώνω το τεμπεσίρι στη μύτη της στέκας, στοχεύω και... εκτελώ άλλο ένα απελπιστικά σκιτζίδικο χτύπημα. Λίγο ακόμα και θα ’σχιζα την πράσινη τσόχα. Ο γηγενής τυπάκος που μου σερβίρει συνήθως το λουκούλλειο μπρέκφαστ χαμογελά ειρωνικά κοιτάζοντας προς το «πουθενά». Ξέρει αυτός.
Για περισσότερες φωτογραφίες: http://www.zyrinis.gr/el/image/areas/1.%20%CE%A0%CE%BD%CE%BF%CE%BC%20%CE%A0%CE%B5%CE%BD%CF%87Πηγή: "Πάμε γι'άλλα"
Βλέπε ακόμη:
Ένα από τα ποιο δυστυχή ιστορικά παραδείγματα εκφυλισμού των λαϊκών αγώνων! Αναρωτιέμαι ποιες μπορεί να ήταν οι αντικειμενικές συνθήκες (άμα υπήρχαν) υπό της οποίες ακολουθήθηκαν τέτοιες τακτικές...
ΑπάντησηΔιαγραφήΕυχαριστώ για το κείμενο!
Κώστας
@Κώστας:
ΔιαγραφήΕγώ πάλι δεν ντρέπομαι, προσπαθώ να καταλάβω. Και το κείμενο το δημοσίευσα επειδή δίνει κάποια βήματα προς αυτήν την κατεύθηνση. Προσπαθεί δηλαδή να καταλάβει χωρίς να προσπαθεί να δικαιολογήσει. Θα ξαναβάλω κάποια κομμάτια να τα δούμε:
"Κι αφού οι διεθνείς χωροφύλακες έθεσαν δια του Λον Νολ την Καμπότζη στο γύψο αποφάσισαν και να την ξεπατώσουν τόσο ώστε να μη μείνει ούτε ρουθούνι Βιετκόνγκ στις ζούγκλες και τις σαβάνες της. Μέσα σε τέσσερα χρόνια ρίχνουν μισό εκατομμύριο τόνους βομβών! Τονάζ υπερδιπλάσιο απ’ αυτό που ρίχτηκε στην Ιαπωνία καθ’ όλη τη διάρκεια του Βήτα Παγκοσμίου Πολέμου και κατά πολύ μεγαλύτερο από κείνο που έριξαν στο ίδιο το Βιετνάμ. Αν στήθηκε ποτέ σκηνικό Κόλασης στη Γη αυτό ήταν εδώ, στην Καμπότζη. Οι νεκροί ξεπέρασαν το μισό εκατομμύριο και οι σακατεμένοι τα δύο. Επί συνολικού, τότε, πληθυσμού επτά εκατομμυρίων (για νά ‘χουμε και μια σαφέστερη τάξη μεγεθών). Και πάνω σ’ αυτό το σκηνικό θανάτου θα φυτρώσει και θα ευδοκιμήσει το αντάρτικο απελευθερωτικό κίνημα: οι «Κόκκινοι Χμερ». Ως Άνθη του Κακού ή ως εφαλτήριο για το Μεγάλο Άλμα προς το Μέλλον; "
" Οι περισσότεροι από τους Κόκκινους Χμερ γεννήθηκαν ή, έστω, μεγάλωσαν μέσα σε ζούγκλες στις οποίες για πολλά χρόνια έβρεχε καταρρακτωδώς ναπάλμ. Το κρεβάτι τους ήταν μια αρύπλεκτη αιώρα. Το όραμα και ο λόγος της ύπαρξής τους ήταν μια ανεξάρτητη Καμπότζη εδραιωμένη στην κοινωνική δικαιοσύνη. Μέχρι που μπήκαν στην Πνομ Πεν ουδείς εκ των έξω «συμμάχων» τους δεν είχε αποδείξει την ανενδοίαστη και, κυρίως, ανιδιοτελή, φιλία του. Πρέπει, κατ’ αρχήν, να στηριχτούμε, στις δικές μας δυνάμεις, είπαν. Η βάση της οικονομίας μας είναι η αγροτική παραγωγή. Και μιας και στη χώρα μας δεν υπάρχει ένα ευάριθμο βιομηχανικό προλεταριάτο, και μάλιστα με τη δέουσα συνείδηση του ιστορικού του ρόλου, τον ρόλο αυτό πρέπει να τον παίξει το πολιτικοποιημένο τμήμα της αγροτιάς μας. Είπαν.
ΔιαγραφήΕίπαν ακόμα, πως οι ανθρωπογεωγραφικοί χώροι όπου γεννιόνται και αναπτύσσονται οι καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής ήταν (και είναι) τα αστικά κέντρα. Όπου και εδρεύουν οι επιχειρήσεις, οι τράπεζες, η γραφειοκρατία, η διαφθορά κι ο παρασιτισμός. «Όλοι» λοιπόν «στα χωράφια», αποφάσισαν. Αυθωρεί και παραχρήμα. Για να διπλασιαστεί η αγροτική παραγωγή. Διαφορετικά ο επερχόμενος λιμός θα ολοκληρώσει αυτό που δεν πρόλαβαν οι αμερικάνικες βόμβες: την ολική εξαφάνιση του λαού και του πολιτισμού μας. Είπαν!
Κι έπιασαν να σχεδιάζουν, να μετακινούν και να διασκορπίζουν όλο τον πληθυσμό της Πνομ Πεν και των όποιων άλλων μεγάλων πόλεων, στην ύπαιθρο χώρα. Με κάθε πρόσφορο μεταφορικό μέσο. Και κυρίως πεζή. Και είναι πάρα πολλοί εκείνοι που, μην αντέχοντας την πολύμηνη πορεία, αφήνουν τα κόκκαλά τους στο δρόμο. Όσοι φτάνουν ζωντανοί στα χωριά δουλεύουν δώδεκα με δεκαπέντε ώρες. Οι τρυφηλοί αποδεκατίζονται απ τις αρρώστιες και τις κακουχίες. Οι αντιρρησίες και οι καταδολιευτές φυλακίζονται, οι σαμποτέρ εκτελούνται. "
Και όλα τα παραπάνω εξαιτίας του λιμού, που προκάλεσαν οι αμερικάνικες ναπάλμ, προκειμένου να κόψουν τον ανεφοδιασμό σε τρόφιμα των Βιετ-κόγκ.
ΔιαγραφήΕιναο μία τραγική ιστορία της Καμπότζης. Τόσο που άμα κοιτάξεις τα αντικειμενικά ιστορικά γεγονότα να αναρωτιέσαι μήπως τελικά οι Καμποτζιανοί γλύτωσαν την ολική γενοκτονία τους από λιμό χάρη στους ...ερυθρούς χμερ...
Τόσο τραγικό...
Και πόσο συνακόλουθη επίσης είναι η περιφρόνηση της ανθρώπινης ζωής σε μία χώρα που είχε χάσει ήδη το 1/3 του ανθρώπινου δυναμικού της ΠΡΙΝ πάρουν την εξουσία οι κόκκινοι Χμερ...
Προσπαθώ να καταλάβω και εγώ, χωρίς να προσπαθώ να δικαιολογήσω. Αλλά πόσα ξέρουμε τελικά για αυτήν την ιστορία χωρίς να είναι αντικομμουνιστική προπαγάνδα;
Υ.Γ,
ΔιαγραφήΤο "εγώ δεν ντρέπομαι" της αρχής, δεν αναφέροταν σε κάτι που είπες εσύ. Απλά το έχω ακούσει αρκετές φορές για την Καμπότζη.
Υ.Γ.2
Ενδιαφέρουσα είναι και η περιγραφή του "τέρατος" Πολ Ποτ που δίνει το κείμενο, και μάλιστα από έναν προφανή πολιτικό του αντίπαλο:
"Το πραγματικό όνομα του Πολ Ποτ», λέει, «ήταν Σάλοθ Σαρ. Σπούδασε στη Σορβόννη μ’ αυτό το όνομα και, πριν πάρει το πτυχίο του, γύρισε στην Καμπότζη για να δουλέψει σαν δάσκαλος. Πολέμησε τους Γάλλους μέχρις ότου, το χίλια εννιακόσια εξήντα τρία, χάνεται στις ζούγκλες για να ενταχτεί στο αντάρτικο κι έκτοτε χάνονται και τα ίχνη του ως Σάλοθ Σαρ. Μετά από πολλά χρόνια, όταν οι Κόκκινοι Χμερ πήραν την εξουσία, εμφανίστηκε ως επικεφαλής τους με τ’ όνομα Πολ Ποτ. Ήταν άνθρωπος χαμηλών τόνων, προσηνής και φιλικός με όλους. Ζούσε τόσο ασκητικά όσο και ο τελευταίος μαχητής...»
Πρώτα απ 'όλα ευχαριστώ για τον κόπο σου να απαντήσεις, θέτοντας και εσύ τους προβληματισμούς σου!
ΔιαγραφήΤο μόνο σίγουρο είναι ότι όπως σε όλους τους πολέμους, σχεδόν πάντα τα καμώματα του Ιμπεριαλισμού είναι η πυγή των μεγαλύτερων καταστροφών, έμμεσα ή άμεσα.
Με αυτό ως δεδομένο, ίσως και να έχεις δίκιο στο ότι σε μία τραγική συγκυρία, οι κόκκινοι χμερ χρησιμοποιώντας καταστροφικές τακτικές για τον λαό και την κοινωνία με συνέχεια της εξόντωσης του, να τον έσωσαν από τον ολικό αφανισμό...
Νομίζω τελικά εκεί οδηγείται ο κόσμος, όταν στηρίζεται πάνω σε αντιθέσεις!
Οι λεπτομέρειες για τον Πολ Ποτ τώρα, πιστεύω θα μείνουν στην σκιά, λόγο των ελάχιστων πραγμάτων που ξέρουμε για αυτόν, λόγο του παντελούς αποκλεισμού της Καμπότζης τότε.
Αλλά αυτά στο μεγαλύτερο βαθμό είναι υποθέσεις εκ μέρους μου, μιας και άρχισα να μαθαίνω για το θέμα της τελευταίες λίγες μέρες (είμαι σχετικά νέος σε ηλικία)...
Κώστας
Υπάρχει ένα λινκ με την μοναδική (που γνωριζω εγώ να υπάρχει)συνέντευξη του Πολ Ποτ που έχει μεταφραστεί στα ελληνικά και δώθηκε σε Γιουγκοσλάβους δημοσιογράφους το 1978.
ΔιαγραφήΕχει μία αξία πιστεύω, να της ρίξει κάποιος μία ματιά