Eduard Bernstein |
Από μια σκοπιά, αυτή των βασικών διαστάσεων της σκέψης για την πάλη των
τάξεων και την πολιτική εξουσία, ελάχιστα έχουν αλλάξει ανάμεσα στα τέλη
του 19ου αιώνα, όταν ο Έντουαρντ Μπερνστάιν κυκλοφορούσε τις απόψεις
του για τον "δημοκρατικό σοσιαλισμό" και την σημερινή διαμάχη στους
κόλπους της ούτως καλούμενης αριστεράς. Η έννοιες της δικτατορίας του
προλεταριάτου και, αντιπαραθετικά, του "δημοκρατικού δρόμου στον
σοσιαλισμό", η συζήτηση για το ρόλο του κράτους ως γεννεσιουργού αιτίας ή
ουδέτερου επιδαιτητή ή οργάνου της ταξικής κυριαρχίας, οι αντιλήψεις
περί πλειοψηφικού ή μειοψηφικού χαρακτήρα της τάξης που ηγείται της
επανάστασης, περί ειρηνικού ή βίαιου χαρακτήρα αυτής της τελευταίας,
περί εφαρμοσιμότητας ή όχι της ρωσικής εμπειρίας στη Δύση -- όλα αυτά
αποτελούν ένα σύμπλεγμα ενιαίο και αδιαχώριστο, ένα σύνολο ερωτήσεων οι
απαντήσεις στο οποίο σε κατατάσσουν στην μία ή την άλλη πλευρά ενός
χάσματος που κρατά περίπου 120 χρόνια. Από την μία πλευρά, ο ύστερος
Μαρξ και ο Ένγκελς, ο Λένιν, ο Στάλιν, η "σκληρή" γραμμή της ορθοδοξίας
του Κομμουνιστικού Κόμματος· από την άλλη, ο Μπερνστάιν, ο Κάουτσκι, ο
Πουλαντζάς, οι ευρωκομμουνιστές, οι επίγονοί τους στη σύγχρονη
"ριζοσπαστική αριστερά." Ανάμεσά τους, κάποιες σπάνιες φιγούρες όπως ο
Γκράμσι και η Λούξεμπουργκ, που μετεωρίζονται, αναλόγως του έργου ή και
του εδαφίου που εξετάζουμε, ανάμεσα στους δύο πόλους, αν και η κυρίαρχη
ερμηνευτική τάση είναι να τυχαίνουν ιδιοποίησης αποκλειστικά από τους
δεύτερους.
Φυσικά, η κυρίαρχη ιδεολογία σήμερα θέλει μονάχα τον
πρώτο πόλο να παραμένει "προσκολλημένος στο παρελθόν." Αλλά πόση στ'
αλήθεια διαφορά υπάρχει ανάμεσα στις προτάσεις του Μπερνστάιν ή την
κριτική της επανάστασης των Μπολσεβίκων από τον Κάουτσκι, και την μόνιμη
επωδό της κριτικής στο Κομμουνιστικό Κόμμα από ένα "Αριστερό
Ρεύμα" που δηλώνει ότι το μεγάλο πρόβλημα με το σημερινό ΚΚΕ είναι η
εμμονή του με την ίδια αυτή "δικτατορία του προλεταριάτου" που βρήκε
ανέφικτη και μη επιθυμητή συνάμα ο Μπερνστάιν στα τέλη του 19ου αιώνα,
και που καταδίκασε ο Κάουτσκι στο ομότιτλο βιβλίο του το 1918; Όταν ο
Λένιν έγραφε, στο Κράτος και επανάσταση του 1917, πως
"Μαρξιστής είναι μόνο εκείνος που επεκτείνει την αναγνώριση της πάλης των τάξεων ως την αναγνώριση της δικτατορίας του προλεταριάτου. Εδώ βρίσκεται και η βαθύτερη διαφορά του μαρξιστή από το μικρό (μα και μεγάλο) αστό της αράδας...",
το έγραφε επί σκοπού· γνώριζε πως το ζήτημα αυτό
βρίσκεται στο κέντρο μιας πυρηνικής, κρίσιμης διαφοράς που έσκισε στα
δύο την Δεύτερη Διεθνή. Δεν έχει σταματήσει να παίζει τον ρόλο της
λυδίας λίθου σήμερα, σχεδόν 100 χρόνια αργότερα. Και βέβαια, ούτε οι
αναθεωρητές έχουν σταματήσει να επαναλαμβάνουν όσα δήλωναν ήδη από τα
μέσα της δεκαετίας του 1890, ευθύς σχεδόν μετά τον θάνατο του Ένγκελς:
ότι η σκέψη τους εκπροσωπεί μια "επικαιροποιημένη" σκέψη, που λαμβάνει
υπόψη δεδομένα που οι κλασικοί αγνοούσαν: η επιχείρηση για την
"ανανέωση" του Μαρξισμού --αυτό ξεχνιέται συχνά, και όχι τυχαία--
χρονολογείται από εκείνη την περίοδο, αφού είναι εξ αρχής το προτιμητέο
όνομα της αντίληψης της "υπέρβασής του" στο όνομα, πάντοτε, της
"επικαιροποίησης."
Karl Kautsky |
Πιθανώς κάποιοι οι οποίοι πείθονται πως δεν είναι καθόλου μόνο η
"ορθοδοξία" αλλά επίσης και εξίσου οι "ανανεωτικοί" που σκέφτονται και
μιλούν ακριβώς όπως μιλούσαν οι πρόγονοί τους εκατό χρόνια πριν, να
θεωρήσουν πως αυτός είναι λόγος να απορριφθούν εξίσου και τα δύο ρεύματα που διασπάστηκαν τελεσίδικα το 1914 ως "ξεπερασμένα": όμως μια τέτοια στάση δεν θα ήταν παρά επανάληψη της στάσης της μίας πλευράς,
αυτής που θεωρεί ότι η θεωρία έχει ανάγκη "επικαιροποίησης", κάτι με το
οποίο αντιλαμβάνεται απλώς την προσαρμογή της στα εφήμερα δεδομένα των
"καλών εποχών", αρχής γενομένης με τον Μπερνστάιν, που μπέρδεψε μια
φιλελεύθερη περίοδο στην ανάπτυξη του κεφαλαίου με την ουσία της αστικής
κοινωνίας και παρέδωσε την σοσιαλδημοκρατία αμαχητί στο λουτρό αίματος
του πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου -- για να μην μιλήσουμε, λίγο πιο
μακροπρόθεσμα, για την παράδοσή της στον γερμανικό φασισμό.
Αυτή η στρέβλωση, η αναπαραγωγή της ιδεολογίας της μίας πλευράς ωσάν να επρόκειτο για μια "ουδέτερη" οπτική είναι φυσικά ιδεολογικό φαινόμενο, και μαρτυρά την διείσδυση στην συνείδηση αυτού που διακηρύσσει την ουδετερότητά του της ιδεολογίας που κυριάρχησε εξ αρχής στην Δύση. Γιατί βέβαια, το αίτημα της "επικαιροποίησης", το αίτημα της "ανανέωσης" μιας ιδεολογίας ώστε να "προσαρμόζεται καλύτερα" στα "σημερινά δεδομένα", προϋποθέτει την ανυπαρξία αμετάλλακτων νόμων που σε τελική ανάλυση καθορίζουν απόλυτα τις διαιρέσεις του πολιτικού πεδίου: και τέτοιος ακριβώς νόμος είναι η αποδοχή της αρχή της ανειρήνευτης ταξικής πάλης με κατάληξη, από την μαρξιστική σκοπιά, στην ιδέα της αναπόδραστης αναγκαιότητας της δικτατορίας του προλεταριάτου. Η ιδεολογία της "επικαιροποίησης" είναι ιδεολογία απάρνησης του θεμελιακού χαρακτήρα τόσο της ταξικής πάλης όσο και της αναγκαιότητας της κατάληψης της εξουσίας από μία τάξη που καλείται να πραγματωθεί πολιτικά ως τάξη καθαυτή και τάξη για τον εαυτό της· είναι ιδεολογία βασισμένη στην σύγχυση των ατέρμονα διαφοροποιούμενων επιμέρους δεδομένων και στοιχείων με τον επιστημονικό πυρήνα της μαρξιστικής αντίληψης της πολιτικής, ο οποίος δεν είναι ανοιχτός σε "διαπραγμάτευση", "αναθεώρηση", "επικαιροποίηση", "ανανέωση", και τα λοιπά -- ή είναι τέτοιος μόνο με την επίγνωση ότι τέτοιες διαδικασίες συνιστούν επίσης άρνηση και διάλυσή του στη σφαίρα της συνείδησης.
Αυτή η στρέβλωση, η αναπαραγωγή της ιδεολογίας της μίας πλευράς ωσάν να επρόκειτο για μια "ουδέτερη" οπτική είναι φυσικά ιδεολογικό φαινόμενο, και μαρτυρά την διείσδυση στην συνείδηση αυτού που διακηρύσσει την ουδετερότητά του της ιδεολογίας που κυριάρχησε εξ αρχής στην Δύση. Γιατί βέβαια, το αίτημα της "επικαιροποίησης", το αίτημα της "ανανέωσης" μιας ιδεολογίας ώστε να "προσαρμόζεται καλύτερα" στα "σημερινά δεδομένα", προϋποθέτει την ανυπαρξία αμετάλλακτων νόμων που σε τελική ανάλυση καθορίζουν απόλυτα τις διαιρέσεις του πολιτικού πεδίου: και τέτοιος ακριβώς νόμος είναι η αποδοχή της αρχή της ανειρήνευτης ταξικής πάλης με κατάληξη, από την μαρξιστική σκοπιά, στην ιδέα της αναπόδραστης αναγκαιότητας της δικτατορίας του προλεταριάτου. Η ιδεολογία της "επικαιροποίησης" είναι ιδεολογία απάρνησης του θεμελιακού χαρακτήρα τόσο της ταξικής πάλης όσο και της αναγκαιότητας της κατάληψης της εξουσίας από μία τάξη που καλείται να πραγματωθεί πολιτικά ως τάξη καθαυτή και τάξη για τον εαυτό της· είναι ιδεολογία βασισμένη στην σύγχυση των ατέρμονα διαφοροποιούμενων επιμέρους δεδομένων και στοιχείων με τον επιστημονικό πυρήνα της μαρξιστικής αντίληψης της πολιτικής, ο οποίος δεν είναι ανοιχτός σε "διαπραγμάτευση", "αναθεώρηση", "επικαιροποίηση", "ανανέωση", και τα λοιπά -- ή είναι τέτοιος μόνο με την επίγνωση ότι τέτοιες διαδικασίες συνιστούν επίσης άρνηση και διάλυσή του στη σφαίρα της συνείδησης.
Οι τέσσερεις "κλασσικοί" του μαρξισμού |
Κόντρα λοιπόν σε μια τέτοια θέση, θα υποστηρίξουμε πως ούτε η "ορθοδοξία" ούτε η "ανανεωτική" τάση
είναι ξεπερασμένες απλώς και μόνο επειδή είναι ηλικίας πάνω από εκατό
ετών· θα υποστηρίξουμε, αντίθετα, ότι το χάσμα μεταξύ τους είναι
συγκροτητικό της απόλυτης πολιτικής νεωτερικότητας του συμβάντος Μαρξ, με το οποίο εννοώ πολύ συγκεκριμένα την πρόταση ότι η πολιτική είναι εξ ολοκλήρου βασισμένη στην άλλοτε σιωπηρή και αδήλωτη και άλλοτε φανερή και οξεία πάλη των τάξεων
και όχι στην αναζήτηση "του καλού", της "αρετής", ή του "δικαίου" ως
αφηρημένων εννοιών με καθολικό νόημα και ισχύ.
Η μεν "ορθόδοξη" τάση
υπερασπίζεται αυτή την πρόταση επεκτείνοντάς την ως το ακραίο της
σημείο, αυτό της αναγκαιότητας της βίαιης ανατροπής της εξουσίας της
αστικής τάξης ως προϋπόθεσης εγκαθίδρυσης ενός διαφορετικού οικονομικού
και κοινωνικού συστήματος, η δε "ανανεωτική" ξεκινά πάντα από την
πρόταση ότι τούτο δεν είναι ούτε αναγκαίο (εξαιτίας της ισχυρής πλειοψηφικότητας των εκμεταλλευόμενων) ούτε επιθυμητό
(εξαιτίας των κινδύνων που ενέχει για τα δημοκρατικά δικαιώματα και τις
δημοκρατικές κατακτήσεις). Και αυτό είναι όλο, είτε μιλάμε για την
διαμάχη Λένιν και σοσιαλδημοκρατών στην περίοδο 1914-1917, είτε για τις
περιπέτειες της τροτσκιστικής κριτικής της γραφειοκρατίας στην ΕΣΣΔ στις
χώρες του δυτικού καπιταλισμού, είτε για την αποκήρυξη της πάλης για
εξουσία ως βιώσιμου στόχου από κομμουνιστικά κόμματα στη δυτική Ευρώπη,
είτε για τον ευρωκομμουνισμό, είτε για τα χίλια δυο ονόματα με τα οποία
έντυσε τον εαυτό της, σε μια διαφημιστικά πετυχημένη αλλά ιστορικά
μάταιη προσπάθεια να διεκδικήσει την καινοφάνεια, η ίδια παλιά
σοσιαλδημοκρατία των Μπερνστάιν και Κάουτσκι στη διάρκεια του 20ου
αιώνα.
Η σημερινή Ελλάδα είναι μια χώρα όπου το δράμα αυτής της βασικής διαίρεσης παίζεται με αυξανόμενη ένταση μετά την κρίση του 2008-9, και ακόμα περισσότερο μετά την υπογραφή του πρώτου Μνημονίου το 2010. Με αυτή τουλάχιστον την έννοια, της ευθείας και λυσσώδους σύγκρουσης των δύο κληρονομιών του Μαρξισμού στα τέλη του 19ου αιώνα --ας μην ξεχνάμε, όσο και αν μας είναι επίπονο να το θυμόμαστε, ότι πριν πεθάνει, ο Ένγκελς τον Μπερνστάιν όρισε υπεύθυνο της διάθεσης των έργων του ίδιου και του Μαρξ* -- η Ελλάδα διανύει μια ιστορική εποχή, μια εποχή που τείνει όλο και περισσότερο στην αποκάλυψη του πραγματικού, του αληθινού πυρήνα του χάσματος (που δεν είναι βέβαια η ασυμβατότητα "προσωπικοτήτων" ή οι τάδε ή δείνα αποφάσεις σ' αυτό ή εκείνο το συνέδριο), και έτσι, και τον πραγματικό, αληθινό πυρήνα στα ενδότερα της κάθε μίας πλευράς.
Η σημερινή Ελλάδα είναι μια χώρα όπου το δράμα αυτής της βασικής διαίρεσης παίζεται με αυξανόμενη ένταση μετά την κρίση του 2008-9, και ακόμα περισσότερο μετά την υπογραφή του πρώτου Μνημονίου το 2010. Με αυτή τουλάχιστον την έννοια, της ευθείας και λυσσώδους σύγκρουσης των δύο κληρονομιών του Μαρξισμού στα τέλη του 19ου αιώνα --ας μην ξεχνάμε, όσο και αν μας είναι επίπονο να το θυμόμαστε, ότι πριν πεθάνει, ο Ένγκελς τον Μπερνστάιν όρισε υπεύθυνο της διάθεσης των έργων του ίδιου και του Μαρξ* -- η Ελλάδα διανύει μια ιστορική εποχή, μια εποχή που τείνει όλο και περισσότερο στην αποκάλυψη του πραγματικού, του αληθινού πυρήνα του χάσματος (που δεν είναι βέβαια η ασυμβατότητα "προσωπικοτήτων" ή οι τάδε ή δείνα αποφάσεις σ' αυτό ή εκείνο το συνέδριο), και έτσι, και τον πραγματικό, αληθινό πυρήνα στα ενδότερα της κάθε μίας πλευράς.
Η επίγνωση του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας ήταν ότι η "συμφιλίωση"
με τον άλλο πόλο δεν είναι απλώς πλαστή αλλά αποτελεί, μέσω της επιλογής
αποφυγής της σύγκρουσης, κι ένα μέσο αυτοεξαπάτησης για την φύση του
ίδιου: επέλεξε την σύγκρουση γιατί επιλέγοντάς την επέλεξε επίσης την
ανάληψη των συνεπειών της θεωρίας, των θεωρητικών αμετάβλητων, για το
ίδιο και για τον άλλο. Στους αντίποδες, αρχικά ολόκληρος ο ΣΥΡΙΖΑ και
πλέον κυρίως το λεγόμενο Αριστερό Ρεύμα, επιδίδονται σε μια διπλή τακτική, που συνίσταται αφενός στην διακήρυξη της άρνησης
του ιδεολογικού πυρήνα του αντιπάλου (έτσι είναι ανέφικτη/μη επιθυμητή η
"δικτατορία του προλεταριάτου", η βίαιη ανατροπή της αστικής εξουσίας, η
καταστολή της αντεπανάστασης, κλπ) και αφετέρου στην διακήρυξη της
επιθυμίας ένωσης μ' αυτό που έχει ήδη τύχει άρνησης, της ένωσης,
δηλαδή, με το πολιτικό τίποτα, με το απλό κέλυφος του Κομμουνιστικού
Κόμματος, με το "image" του, την προσομοίωσή του.
Στην περίπτωση της Αριστερής Πτέρυγας, η επιχειρηματολογία περί της σημασίας της ενότητας περνά συχνά --έστω και ντροπαλά-- από μια μισοειπωμένη, μισοσιωπηρή παραδοχή ότι χωρίς το ΚΚΕ, ο ΣΥΡΙΖΑ είναι καταδικασμένος στον εκφυλισμό στην δεξιά. Αυτό είναι ένα επιχείρημα που φαίνεται πολύ ταπεινόφρον και για αυτό τον λόγο εξασφαλίζει εύκολα οπαδούς· όμως είναι επίσης αυστηρά παράλογο, μιας και η ενσωμάτωση του ΚΚΕ περνά, όπως μόλις έδειξα, από την άρνηση του ιδεολογικού του πυρήνα, και αυτή με την σειρά της καθιστά τρομερά ασαφές πώς ένα εκφυλισμένο ΚΚΕ θα "έσωζε" τον ΣΥΡΙΖΑ απ' τον εκφυλισμό, ακόμα και αν, σε κάποιο ντελίριο χριστιανικής ηθικής της θυσίας για τον πλησίον, το επεδίωκε. Στην ουσία, η Αριστερή Πτέρυγα εκδιπλώνει με τα κελεύσματά της άλλη μία διπλή τακτική: αφενός προειδοποιεί, με μια ύποπτη ψευδοεντιμότητα, ότι το κόμμα το οποίο στηρίζει δεν είναι "και πολύ σόι", ότι κινδυνεύει ανά πάσα στιγμή με εκφυλισμό αν δεν "μπολιαστεί" με κάτι πιο ανθεκτικό στην αστική σαγήνη, και αφετέρου τοποθετεί το φταίξιμο για τον εκφυλισμό στον αντίπαλο, αυτόν που δεν δέχτηκε να "θυσιαστεί" για κάτι του οποίου το περιεχόμενο, και το δικαίωμα στο κάλεσμα σε θυσίες τέτοιου είδους, παραμένει ολοκληρωτικά ασαφές.
Στην περίπτωση της Αριστερής Πτέρυγας, η επιχειρηματολογία περί της σημασίας της ενότητας περνά συχνά --έστω και ντροπαλά-- από μια μισοειπωμένη, μισοσιωπηρή παραδοχή ότι χωρίς το ΚΚΕ, ο ΣΥΡΙΖΑ είναι καταδικασμένος στον εκφυλισμό στην δεξιά. Αυτό είναι ένα επιχείρημα που φαίνεται πολύ ταπεινόφρον και για αυτό τον λόγο εξασφαλίζει εύκολα οπαδούς· όμως είναι επίσης αυστηρά παράλογο, μιας και η ενσωμάτωση του ΚΚΕ περνά, όπως μόλις έδειξα, από την άρνηση του ιδεολογικού του πυρήνα, και αυτή με την σειρά της καθιστά τρομερά ασαφές πώς ένα εκφυλισμένο ΚΚΕ θα "έσωζε" τον ΣΥΡΙΖΑ απ' τον εκφυλισμό, ακόμα και αν, σε κάποιο ντελίριο χριστιανικής ηθικής της θυσίας για τον πλησίον, το επεδίωκε. Στην ουσία, η Αριστερή Πτέρυγα εκδιπλώνει με τα κελεύσματά της άλλη μία διπλή τακτική: αφενός προειδοποιεί, με μια ύποπτη ψευδοεντιμότητα, ότι το κόμμα το οποίο στηρίζει δεν είναι "και πολύ σόι", ότι κινδυνεύει ανά πάσα στιγμή με εκφυλισμό αν δεν "μπολιαστεί" με κάτι πιο ανθεκτικό στην αστική σαγήνη, και αφετέρου τοποθετεί το φταίξιμο για τον εκφυλισμό στον αντίπαλο, αυτόν που δεν δέχτηκε να "θυσιαστεί" για κάτι του οποίου το περιεχόμενο, και το δικαίωμα στο κάλεσμα σε θυσίες τέτοιου είδους, παραμένει ολοκληρωτικά ασαφές.
Ο εκφυλισμός όμως του ΣΥΡΙΖΑ --συμπυκνωμένος χρονικά από το καλοκαίρι
και μετά σε μια σειρά αδιάσειστων πολιτικών γεγονότων-- δεν είναι απλώς
ένα ενδεχομενικό γεγονός. Είναι νομοτελειακή διάσταση (και αυτό το υποστηρίξαμε εξ αρχής
σε αυτό το ιστολόγιο) της πορείας του ρεύματος εκείνου που ο ΣΥΡΙΖΑ
κληρονόμησε διαχρονικά (από το ΚΚΕ εσ. ως την ΕΑΡ και τον ΣΥΝ) σε εποχές
μακρόχρονης κρισιακής ύφεσης: δεν θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά, και
το μοναδικό πράγμα που έχει κάτι συγκριτικά αξιοπρόσεχτο στην
διαδικασία είναι η ταχύτητά της, όχι βέβαια λόγω του υποκειμενικού
χαρακτήρα του κόμματος αλλά λόγω των αντικειμενικών πιέσεων της
συγκυρίας. Για να μιλήσουμε απλά και ξάστερα: Κάτω από τις
επικρατούσες συνθήκες, τίποτε παρά μόνο η πιο αδιάλλακτη, η πιο σκληρή, η
πιο ανυποχώρητη και "δογματική" προσκόλληση σε ό,τι πιο μετωπικά και
ρητά συγκρουσιακό μπορεί να αντιπαρατεθεί την αστική και κεφαλαιοκρατική
εξουσία δεν μπορεί να εγγυηθεί την στοιχειώδη πολιτική αξιοπιστία και
βιωσιμότητα, έστω κι ως μειονότητας, της "αριστεράς". Κάθε "ενδιάμεση"
πρόταση καταλήγει εν ριπεί οφθαλμού στην αποκάλυψή της ως κατά βάση
αστικής σε χαρακτήρα.
Γιατί η πραγματική συνέπεια της πολύκροτης "αποσύνθεσης" της αστικής τάξης σε πρώτο ιστορικό στάδιο είναι η διάχυσή της σχεδόν παντού: η αστική τάξη --ως μικροαστική, ως μεγαλοαστική, ως "εργατική αριστοκρατία", ως τάξη των "μεσαίων στρωμάτων"--επανδρώνει όλο το πολιτικό φάσμα, επιλέγει ευρώ, υπερασπίζεται τα αντεργατικά μέτρα, μουντζώνει στο Σύνταγμα, ονειρεύεται το ΕΑΜ, ψηφίζει Χρυσή Αυγή, εκστασιάζεται με την αριστερή "ριζοσπαστικότητα" ενός κόμματος κατά βάση κεντρώου (και πλησιέστερου στον Γεώργιο παρά στον Ανδρέα Παπανδρέου), ανεβάζει και συνθλίβει νέα κόμματα από τη μια μέρα στην άλλη -- και όλα αυτά επειδή προσπαθεί απελπισμένα και ανήμπορα να επιβιώσει της ιστορικής της παρακμής. Αλλά η παρακμή αυτή φαίνεται όλο και περισσότερο τελεσίδικη και αναπόδραστη: ο πνιγμένος δεν έχει τίποτε να πιαστεί παρά τα μαλλιά του.
Όσο και αν φαντάζει παράδοξο για την βαθιά διαβρωμένη από την περίοδο 1990-2008 σκέψη ενός μεγάλου τμήματος των πρώην αγροτών και εργατών της χώρας, η "σκληρή γραμμή", η "ορθοδοξία", δεν είναι καθόλου "απώλεια επαφής με την πραγματικότητα": είναι, πολύ απλά, εχέγγυο του ότι όταν ένα κομμάτι αυτών των στρωμάτων που σήμερα αγωνίζονται με νύχια και δόντια να αναβιώσουν την συντριμμένη τους ζωή θα έχουν απογοητευτεί, θα έχουν κάτι για να κρατηθούν ώστε να μην κατρακυλήσουν οριστικά στην παράλυση ή τον φασισμό· αυτό εννοούν οι Θέσεις της ΚΕ με την πρόταση ότι η άρνηση συμμετοχής του σε μια "αριστερή κυβέρνηση" είναι μια "σημαντική παρακαταθήκη για το εργατικό και λαϊκό κίνημα." Ό,τι κι αν συμβεί με το κομμουνιστικό κίνημα στην Ελλάδα (ανεξάρτητα δηλαδή της δικής του μοίρας), το βέβαιο είναι ότι η "ανανεωτική αριστερά" έχει ήδη πεθάνει: αυτοί που συναντήθηκαν με τον Πέρες, τον Ράιχενμπαχ, τους εφοπλιστές, αυτοί που δημοσιεύουν Χίλαρι Κλίντον και Μαριάννα Λάτση, δεν είναι πλέον "αριστερά" καν, αλλά στην καλύτερη περίπτωση κέντρο, που όπως κάθε κέντρο, έχει τις περιστασιακές "αριστερές" και τις "δεξιές" εκλάμψεις του. Ο ΣΥΡΙΖΑ, και μαζί του η κληρονομιά του Μπερνστάιν και του Κάουτσκι, κέρδισε κατά κράτος την μάχη των αστικών εκλογών, αλλά με το κόστος του να πάψει στην ουσία να αποτελεί κομμάτι της αριστερής σοσιαλδημοκρατίας. Ο πολιτικός θάνατος ορισμένες φορές έρχεται πολύ πιο ύπουλα και αδιόρατα από ό,τι νομίζουμε, ακόμα και ντυμένος ως "εκλογική επιτυχία." Αλλά δεν παύει να είναι πολιτικός θάνατος, και υπ' αυτή την έννοια η ρήση περί κάποιων που "υπάρχουν επειδή ξέχασαν να πεθάνουν" θα ακούγεται όλο και πιο ανατριχιαστικά ακριβείς για όσους την χειροκρότησαν ασμένως.
___________________________________
* Lucio Coletti, "Bernstein and the Marxism of the Second International", From Rousseau to Lenin, Monthly Review Press, 1972, σ. 51-52. Ο Κάουτσκι αναπολούσε αργότερα: "Από το 1883 ο Ένγκελς έβλεπε τον Μπερνστάιν και εμένα ως τους δύο πιο έμπιστους εκπροσώπους της μαρξιστικής θεωρίας."
Γιατί η πραγματική συνέπεια της πολύκροτης "αποσύνθεσης" της αστικής τάξης σε πρώτο ιστορικό στάδιο είναι η διάχυσή της σχεδόν παντού: η αστική τάξη --ως μικροαστική, ως μεγαλοαστική, ως "εργατική αριστοκρατία", ως τάξη των "μεσαίων στρωμάτων"--επανδρώνει όλο το πολιτικό φάσμα, επιλέγει ευρώ, υπερασπίζεται τα αντεργατικά μέτρα, μουντζώνει στο Σύνταγμα, ονειρεύεται το ΕΑΜ, ψηφίζει Χρυσή Αυγή, εκστασιάζεται με την αριστερή "ριζοσπαστικότητα" ενός κόμματος κατά βάση κεντρώου (και πλησιέστερου στον Γεώργιο παρά στον Ανδρέα Παπανδρέου), ανεβάζει και συνθλίβει νέα κόμματα από τη μια μέρα στην άλλη -- και όλα αυτά επειδή προσπαθεί απελπισμένα και ανήμπορα να επιβιώσει της ιστορικής της παρακμής. Αλλά η παρακμή αυτή φαίνεται όλο και περισσότερο τελεσίδικη και αναπόδραστη: ο πνιγμένος δεν έχει τίποτε να πιαστεί παρά τα μαλλιά του.
Όσο και αν φαντάζει παράδοξο για την βαθιά διαβρωμένη από την περίοδο 1990-2008 σκέψη ενός μεγάλου τμήματος των πρώην αγροτών και εργατών της χώρας, η "σκληρή γραμμή", η "ορθοδοξία", δεν είναι καθόλου "απώλεια επαφής με την πραγματικότητα": είναι, πολύ απλά, εχέγγυο του ότι όταν ένα κομμάτι αυτών των στρωμάτων που σήμερα αγωνίζονται με νύχια και δόντια να αναβιώσουν την συντριμμένη τους ζωή θα έχουν απογοητευτεί, θα έχουν κάτι για να κρατηθούν ώστε να μην κατρακυλήσουν οριστικά στην παράλυση ή τον φασισμό· αυτό εννοούν οι Θέσεις της ΚΕ με την πρόταση ότι η άρνηση συμμετοχής του σε μια "αριστερή κυβέρνηση" είναι μια "σημαντική παρακαταθήκη για το εργατικό και λαϊκό κίνημα." Ό,τι κι αν συμβεί με το κομμουνιστικό κίνημα στην Ελλάδα (ανεξάρτητα δηλαδή της δικής του μοίρας), το βέβαιο είναι ότι η "ανανεωτική αριστερά" έχει ήδη πεθάνει: αυτοί που συναντήθηκαν με τον Πέρες, τον Ράιχενμπαχ, τους εφοπλιστές, αυτοί που δημοσιεύουν Χίλαρι Κλίντον και Μαριάννα Λάτση, δεν είναι πλέον "αριστερά" καν, αλλά στην καλύτερη περίπτωση κέντρο, που όπως κάθε κέντρο, έχει τις περιστασιακές "αριστερές" και τις "δεξιές" εκλάμψεις του. Ο ΣΥΡΙΖΑ, και μαζί του η κληρονομιά του Μπερνστάιν και του Κάουτσκι, κέρδισε κατά κράτος την μάχη των αστικών εκλογών, αλλά με το κόστος του να πάψει στην ουσία να αποτελεί κομμάτι της αριστερής σοσιαλδημοκρατίας. Ο πολιτικός θάνατος ορισμένες φορές έρχεται πολύ πιο ύπουλα και αδιόρατα από ό,τι νομίζουμε, ακόμα και ντυμένος ως "εκλογική επιτυχία." Αλλά δεν παύει να είναι πολιτικός θάνατος, και υπ' αυτή την έννοια η ρήση περί κάποιων που "υπάρχουν επειδή ξέχασαν να πεθάνουν" θα ακούγεται όλο και πιο ανατριχιαστικά ακριβείς για όσους την χειροκρότησαν ασμένως.
___________________________________
* Lucio Coletti, "Bernstein and the Marxism of the Second International", From Rousseau to Lenin, Monthly Review Press, 1972, σ. 51-52. Ο Κάουτσκι αναπολούσε αργότερα: "Από το 1883 ο Ένγκελς έβλεπε τον Μπερνστάιν και εμένα ως τους δύο πιο έμπιστους εκπροσώπους της μαρξιστικής θεωρίας."
Πηγή: Lenin reloaded
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Tα σχόλια στο μπλοκ πρέπει να συνοδεύονται από ένα ψευδώνυμο, ενσωματωμένο στην αρχή ή το τέλος του κειμένου, άν δεν υπάρχει εγγραφή στον blogger ή άλλη διαδυκτιακή υπηρεσία (βλέπε όροι σχολιασμού στο πάνω μέρος της σελίδας).
Ανώνυμα και υβριστικά σχόλια μπορούν να διαγράφονται χωρίς άλλη προειδοποίηση.