Πολλή κουβέντα και πάλι για την Αλέκα Παπαρήγα, για τα χειροκροτήματα εκ
μέρους μερίδας κυβερνητικών βουλευτών και για τους «επαίνους» του
Παπαχελά με αφορμή την ομιλία της στη Βουλή για τον προϋπολογισμό. Σε
τέτοιες περιπτώσεις χρησιμοποιούνται κατά κόρον από αριστερούς οι
«συστάσεις» του Λένιν «να ψάχνεις να βρεις τι λάθος έκανες όταν σε
χειροκροτεί ο αντίπαλος». Αυτή η φράση (που η πατρότητά της αποδίδεται
στον Βρετανό πρωθυπουργό Ντισραέλι αν δεν απατώμαι) έχει καταντήσει
φθαρμένο ρητορικό σχήμα –όπως και πολλές άλλες- λόγω κατάχρησης. Και για
να λέμε την αλήθεια ακόμη και οι κομμουνιστές στην επιχειρηματολογία
τους επιστρατεύουν καμιά φορά επίσης καταχρηστικά αυτό το σχήμα.
Στην αστική πολιτική αντιπαράθεση ποτέ τα μέτωπα δεν είναι δύο όπως στην τελική ταξική αντιπαράθεση.
Συνυπάρχουν η καθαρή αστική πολιτική, η αστική εργατική πολιτική σε
όλες τις εκδοχές της, η αστική μικροαστική πολιτική, τα φασιστικά
ρεύματα ρητορικού αντικαπιταλισμού και πάει λέγοντας. Κι όσο κι αν η
ανάγκη να πολεμηθεί κατά προτεραιότητα το ταξικό κομμουνιστικό ρεύμα
επικρατεί γενικά, οι φαινομενικές «συμπλεύσεις», τα δάνεια και οι
λαθροχειρίες στον πολιτικό λόγο, οι επιδεικτικές «χείρες φιλίας» δεν
εκλείπουν, αντίθετα είναι το ψωμοτύρι των αστών πολιτικών, το μέσο
επιβίωσής τους πολλές φορές.
Οπότε όλο και κάποιος συμπλέει με
κάποιον, όλο και κάποιο κόμμα «χειροκροτεί» ένα αντίπαλο, όλο και
κάποιος αστός θέλει να κάνει φιγούρα λέγοντας καλά λόγια για κάποιον
κομμουνιστή (κατά προτίμηση νεκρό…) αν είναι έτσι να αποκτήσει ολίγη
«φιλεργατική λάμψη». Είναι ανούσιο να ψάχνει κανείς με βάση τέτοιες
φαινομενικότητες να θεμελιώσει ως «αυταπόδεικτη» μια πολιτική κατηγορία
σύμπλευσης.
Η σύσταση του Λένιν ήταν ασφαλώς περισσότερο κριτική και
όχι απλώς μια ρητορική προς εντυπωσιασμό: αφορούσε ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΕΣ
ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΕΙΣ που θέλουν να δώσουν οι περιστασιακοί αστικοί έπαινοι προς
το εργατικό κόμμα, κατευθύνσεις σαν κι αυτές στις οποίες άρχισαν να
υπακούν στον καιρό τους το ένα μετά το άλλο τα προδοτικά
σοσιαλσωβινιστικά κόμματα της Β’ Διεθνούς. Αυτές οι συγκεκριμένες
κατευθύνσεις στις οποίες θέλει να στρέψει η αστική τάξη το εργατικό
κίνημα πρέπει φυσικά να καταγγέλλονται από τους κομμουνιστές, είτε
εκφράζονται μέσω επαίνων και συμπλεύσεων, είτε με άλλους τρόπους.
Αντίθετα, οι επιφανειακές κατηγορίες περί «συμπλεύσεων» είναι η
αγαπημένη καραμέλα των μικροαστών και λαϊκιστών που συνωστίζονται στα
σοσιαλδημοκρατικά κόμματα κάθε φορά που το κομμουνιστικό και εργατικό
κόμμα αρνείται να υποταχτεί στην σούπερ ριζοσπαστική γραμμή τους, κάθε
φορά που δεν στηρίζει τις λαμπρές ιδέες τους για να «στριμωχτούν» τάχα
οι αστοί μέσω μιας νέας εκδοχής της ταξικής συνεργασίας που προβάλλουν
κάθε φορά. Στην Ελλάδα οι Λαλιώτηδες και οι Γιαννόπουλοι με βασικό όργανο τον φαιό αυριανισμό διέπρεψαν στο είδος παλιότερα (όρα τις αλήστου μνήμης «ανίερες συμμαχίες»). Και ιδού που τα τελευταία δύο χρόνια, με αφορμή την άρνηση του ΚΚΕ να συμμετάσχει στα αντιμνημονιακά χάπενινγκ αυτή η τακτική αναβιώνει από τον ΣΥΡΙΖΑ και από μερικές «αριστερότατες γραφίδες». Η
ομιλία της Αλέκας Παπαρήγα για τον προϋπολογισμό ήταν ένα ορόσημο από
αυτή την άποψη που οδήγησε τον υπολανθάνοντα νεοπασοκικό αυριανισμό των
αριστερών αρθογράφων σε παροξυσμό. Πού είναι ο άλλοτε
«θεωρητικός» Μηλιός, πού είναι ο Τσακαλώτος, πού ο Σταθάκης και πού ο
Δραγασάκης να απαντήσουν στις κατηγορίες που διατύπωσε η Παπαρήγα για
την στρατηγική που υιοθετεί ο ΣΥΡΙΖΑ και τα οικονομικά και πολιτικά
αδιέξοδά της; Απόμειναν μόνο οι κραυγές διαστρέβλωσης σαν έσχατο μέσο
για να καλυφθεί η γύμνια των επιχειρημάτων. Μόνο που πρόκειται για κραυγές ολοένα και πιο μαύρες:
βλέπουμε όλο και πιο συχνά αριστερούς να αφήνουν το «καλοπροαίρετα
κριτικό» ύφος τους προς το ΚΚΕ και τις αισθηματολογικές εκκλήσεις να «διορθώσει» τη γραμμή του και να ενωθεί με τον αγωνιζόμενο λαό στα διάφορα μέτωπα «της πατάτας». Τους
βλέπουμε όμως (κι αυτό είναι το πιο ανησυχητικό) να αρχίζουν να
χρησιμοποιούν τις μαγικές λεξούλες «προδοσία» και «προδότες». Όπως
έδειξε και η 20η Οκτωβρίου 2011 οι λεξούλες αυτές μπορούν να
λειτουργήσουν σαν μαγιά ενός νέου «λαϊκού αντικομουνισμού», σαν δυνητικά
ενοποιητική ουσία για το «πατριωτικό αντιμνημονιακό μπλοκ» που υπογείως
στήνεται. Η Χρυσή Αυγή από την πλευρά της -τηρώντας κατά
γράμμα και σε αυτό το σημείο τις συνταγές του Γκέμπελς, του Στράσερ και
του Ρομ -που έσπευδαν να δρέψουν κάθε φορά τους καρπούς των
αντικομουνιστικών εκστρατειών των Γερμανών σοσιαλδημοκρατών- δεν έχει
αφήσει αυτή την ευκαιρία να πάει χαμένη: διείδε έγκαιρα ότι από το «ΚΚΕ που πρόδωσε τον λαό στη Βάρκιζα και προδίδει και σήμερα τους αγώνες»
μέχρι το σκέτο «προδοτικό ΚΚΕ» η απόσταση είναι πολύ μικρή, όσο να
ανέβει κανείς από τα σκαλιά της πλατείας συντάγματος στην Αμαλίας ένα
πράγμα... Γι’ αυτό και παράλληλα με την απόπειρα αναβίωσης του πιο ωμού
ταγματασφαλίτικου και φασιστικού αντικομμουνισμού, η ναζιστική αυτή
οργάνωση δεν παραλείπει να αναπαράγει και να διαδίδει συστηματικά το
-τόσο προσφιλές σε αναρχικούς, συριζαίικους και άλλους κύκλους-
παραμυθάκι περί «περιφρούρησης της Βουλής από τα ΚΝΑΤ».
Ωστόσο δεν χρειάζεται τέτοιες χυδαίες επιθέσεις περί «σύμπλευσης με το
καθεστώς» να αντιμετωπίζονται από τους κομμουνιστές με εκνευρισμό και
απολογητικό τόνο, γιατί μικροεκνευρισμό και απολογητικό τόνο προδίδουν
οι απόπειρες να ανακαλυφθεί ένας καταχθόνιος σκοπός για τον οποίο
γράφτηκε το άρθρο του Παπαχελά επί παραδείγματι. Φυσικά, ορθά
επισημάνθηκαν και καταγγέλθηκαν από τον Ριζοσπάστη και από άλλους
σχολιαστές στο διαδίκτυο οι διαστρεβλώσεις και οι λαθροχειρίες του εν
λόγω άρθρου και του αστικού τύπου γενικότερα με αφορμή την ομιλία της
Αλέκας Παπαρήγα στη Βουλή. Αλλά η προσπάθεια να «ερμηνευτεί» το άρθρο ως
«κίνηση» που αποσκοπεί, είτε να στείλει ένα «μήνυμα» στο ΚΚΕ είτε να
διευκολύνει την συκοφάντησή του από τον ΣΥΡΙΖΑ και τις λοιπές
αντιμνημονιακές δυνάμεις, μάλλον υποτιμά την ίδια τη δύναμη των ιδεών
που εξέφρασε με την επίμαχη ομιλία της η Αλέκα Παπαρήγα, υποτιμά τον
πανικό που μπορεί να σπείρει στον ταξικό αντίπαλο η αίσθηση πως απέναντί
του δεν έχει ένα Κομμουνιστικό Κόμμα που άγεται και φέρεται από την
αστική πολιτική.
Θεωρώ ότι το περίφημο πλέον άρθρο του Παπαχελά είναι ένα κατά βάση
«αγχωμένο άρθρο». Δεν είναι και λίγο να φιλοδοξείς να παίξεις τον ρόλο
του «αστικού κέντρου» που βαυκαλίζεται ότι εκφράζει τον «ορθό λόγο», να
διαπαιδαγωγείς πλήθη υποστηρικτών της αστικής πολιτικής με βάση ακριβώς
αυτή την πεποίθηση και σε μια από τις κρισιμότερες πολιτικές στιγμές της
σύγχρονης ιστορίας να υποχρεώνεσαι να διαπιστώνεις ότι η μόνη παρέμβαση
επί της ουσίας στον «ναό της Δημοκρατίας» ακούγεται από τον πιο
ορκισμένο εχθρό του αστικού συστήματος… Κι αυτό μάλιστα τη στιγμή
που οι ίδιοι οι πολιτικοί εκπρόσωποι του συστήματος επιβιώνουν χάρη σε
θεατρινισμούς, σε ψέματα και σε χυδαία επιχειρήματα που βασίζονται σε
τελική ανάλυση στο "να πάρουμε τη δόση βρε κουτά...", επιβιώνουν χάρη
στην καλλιέργεια φτηνού λαϊκίστικου μίσους εναντίον ακριβώς του
…χτεσινού τους λαϊκισμού, στον οποίο για δεκαετίες βάσιζαν την εξουσία
τους. Δεν είναι λίγο πράγμα, αυτό το ακραίο και επίφοβο κόμμα να
φαίνεται ότι σε ξεπερνά -εσένα, τον κατά φαντασίαν κεντρώο- σε
…ορθολογισμό.
Ένας τρόπος να ξορκίσεις το άγχος σε μια τέτοια περίπτωση είναι να
προσφέρεις μια πιστευτή εκλογίκευσή του.
Κατά τη γνώμη μου λοιπόν ο
Παπαχελάς δεν έχει την παραμικρή αυταπάτη ότι Αλέκα Παπαρήγα και το ΚΚΕ
μπορούν να αρκεστούν στον ρόλο του αποστασιοποιημένου μαρξιστή αναλυτή ή
του θυμόσοφου μαϊντανού (ρόλο που κάποτε τα αστικά ΜΜΕ επιθυμούσαν να παίξει ο Χαρίλαος Φλωράκης πριν απογοητευτούν). Δεν
στέλνει ουσιαστικά κανένα μήνυμα στο ΚΚΕ, ξέρει ότι το ΚΚΕ έχει
απορρίψει κατ’ επανάληψη τα όποια μηνύματα του έχει στείλει η αστική
τάξη να κάτσει στα αβγά του, ξέρει ότι προσπαθεί –ίσως όσο ποτέ
μεταπολεμικά- να αναπτύξει επαναστατική στρατηγική και να παίξει τον
ιστορικό του ρόλο. Απλά ο «φίλτατος Αλέξης» κάνει μια προσπάθεια
να διαχειριστεί μια μικρή πλην ΜΕΓΑΛΟΠΡΕΠΗ ΗΤΤΑ που υπέστη το αστικό
μπλοκ στα δύο σημαντικότερα γήπεδά του, τον «ορθολογισμό» και το
κοινοβούλιο από το ΚΚΕ. Η Παπαρήγα έκανε προχτές μια
υποδειγματική ομιλία (λίγο περισσότερο καλή από αυτές που πάντα κάνει τα
τελευταία χρόνια) που ανέδειξε την καρδιά του ζητήματος: «αφήστε τα
ψέματα και πείτε καθαρά ποια είναι η στρατηγική σας κύριοι; Αυτή δεν
είναι;». Απάντηση δεν πήρε, και πώς να πάρει; Όλοι το έριξαν στον
…καλαματιανό, κι αν οι κυβερνητικοί θέλησαν να εκμεταλλευτούν το κομμάτι
της ομιλίας της που αποκάλυπτε την υποκρισία της στρατηγικής το ΣΥΡΙΖΑ,
το έκαναν επειδή ακριβώς η επιχειρηματολογία του ήταν ασύγκριτα πιο
«κοφτερή» από τη δική του.
Θα πει κανείς: ποιος όμως το πρόσεξε; Η απάντηση είναι: πάρα πολλοί
άνθρωποι που συμμετέχουν στο κίνημα που θέλουν να αντισταθούν στην
επίθεση του κεφαλαίου και στήριξαν ή στηρίζουν τον ΣΥΡΙΖΑ, αλλά αντί να
βλέπουν το υποτιθέμενο πρόγραμμα ανατροπής που αυτός προτείνει να
συγκεκριμενοποιείται, βλέπουν πια όλο και πιο καθαρά την παλιά πασοκική
κούφια κενολογία να επιστρέφει δριμύτερη, βλέπουν τις γέφυρες που όλο και πιο συχνά ρίχνονται προς τον Καμμένο από τη μια και προς την Τρόικα από την άλλη. Δεν είναι όμως μόνο αυτό. Πολλοί άνθρωποι που με
τον έναν ή τον άλλον τρόπο εξακολουθούν να ταυτίζουν τον ορθολογισμό με
το αστικό σύστημα και που συνήθως προσπερνούν την κομμουνιστική
επιχειρηματολογία ως «από χέρι ξεπερασμένη», πολλοί άνθρωποι που δεν
ανήκουν τυπικά στην «αριστερά» ή δεν είναι καν «αντιμνημονιακοί» προχτές
υποχρεώθηκαν να ανοίξουν τα αφτιά τους και να ακούσουν τι ακριβώς λέει
το ΚΚΕ (αυτά έχουν οι ιδιαίτερα καλές ομιλίες και οι κρίσιμες
συνεδριάσεις: ανοίγουν αφτιά). Και άκουσαν να αναδεικνύεται με στιβαρή
επιχειρηματολογία πόσο αδιέξοδες είναι για τον εργαζόμενο λαό οι
«διέξοδοι» που του προσφέρει σήμερα η αστική πολιτική. Κανείς βέβαια δεν
έγινε κομμουνιστής μόνο από μια ομιλία. Αλλά μη νομίζετε ότι ο κόσμος
που σήμερα τοποθετείται στο «αστικό κέντρο» και μέσες άκρες υποστηρίζει
και ανέχεται το μνημόνιο ως μόνη διέξοδο στα αστικά πλαίσια είναι κανένα
«μονομπλόκ» ταξικά ή πολιτικά. Ας μην ξεχνάμε ότι πολλοί από αυτούς που
βγήκαν στο βουνό με τον ΔΣΕ το ‘46, το ‘35 ήταν βενιζελικοί, βασιλικοί,
ή τέλος πάντων απολύτως «νομιμόφρονες» πολίτες.
Ο κ. Παπαχελάς ως ένας εκ των οξυδερκέστερων αστών αναλυτών το έπιασε
αυτό και πρότεινε ουσιαστικά μια εκλογίκευση στο κοινό που επηρεάζει:
«Μην ανησυχείτε, σας άρεσε η ομιλία της Παπαρήγα επειδή η ίδια είναι
σοβαρή κυρία και οι δικοί μας είναι υπερβολικά γελοίοι». Κι αυτό την
ίδια στιγμή που οι περισσότεροι «σοβαροί και ασόβαροι» αστοί αναλυτές,
από την εφημερίδα του και από αλλού, προτείνουν τη διαχείριση της κρίσης
του αστικού πολιτικού συστήματος με λιγότερο κομψά μέσα: πότε αναζητούν
σωτήρες και ισχυρούς άνδρες, πότε απαιτούν πυγμή εναντίον του
υπέρμετρου δημοκρατισμού, πότε καλούν σε ανασυγκρότηση της «δεξιάς
υπερηφάνειας», πότε συζητούν για «ήπια πραξικοπήματα» και λελογισμένους
περιορισμούς ελευθεριών, και τέλος επαναφέρουν τακτικά τη «συζήτηση περί
της νομιμότητας του ΚΚΕ», ενώ μερικές φορές φτάνουν μέχρι του σημείου
να αμφισβητούν και την άρση των συνεπειών του εμφυλίου που επήλθε
μερικώς στη μεταπολίτευση. Εν ολίγοις, την ίδια στιγμή που η «εθνική
συμφιλίωση» αρχίζει αργά αλλά σταθερά να παραμερίζεται και η αστική τάξη
αρχίζει να δείχνει ότι άμα θέλει έχει και «κοφτερότερα δόντια»,
φουντώνει η ανησυχία για τη διεισδυτικότητα που μπορεί να έχει ο λόγος
των κομμουνιστών ακόμη και σε περιοχές που φαντάζουν σήμερα
περιφρουρημένες. Αυτή την ανησυχία εκφράζει το άρθρο του Παπαχελά και επιχειρεί εν μέρει να τη διασκεδάσει.
Η αστική πολιτική βλέπει ότι το ΚΚΕ δεν παίζει με τους όρους της,
γνωρίζει ότι δεν αποβλέπει απλά στο να αυξήσει την επιρροή του σε κατά
σύμβαση «πολιτικά συγγενικούς» χώρους, ούτε προσβλέπει σε μια πολιτική
εκμετάλλευση της γενικής δυσαρέσκειας (όσο κι αν προσπάθησαν οι διάφοροι
Ανδρουλάκηδες κατά καιρούς να μετατρέψουν το ΚΚΕ σε τέτοιου είδους
κόμμα) αλλά στοχεύει στην ανάπτυξη ταξικής συνείδησης στις
εκμεταλλευόμενες τάξεις. Κι εφόσον η αστική πολιτική δεν έχει (κι ίσως
δεν θα έχει ποτέ πια στο στάδιο που έχει φτάσει το κρατικομονοπωλιακό
σύστημα και οι ιμπεριαλιστικές αντιθέσεις) κανένα «κοινωνικό συμβόλαιο»,
το ίδιο βιώσιμο όπως στο παρελθόν, να προτείνει στις τάξεις και τα
στρώματα που μέχρι σήμερα την ακολουθούσαν, το άγχος της απέναντι στο
ΚΚΕ αυξάνεται κάθε μέρα. Έχουν καταλάβει ότι είναι πολυτέλεια πια να ειρωνεύεσαι το Κομμουνιστικό Κόμμα ως γραφικό και αναχρονιστικό
κι ότι η ύπαρξη και η δράση του είναι πρόβλημα που δεν επιλύεται με τα
συνήθη αστικά τερτίπια και «μείγματα», πολλώ δε μάλλον που το κόμμα αυτό
δεν παγιδεύεται εύκολα μέσω των συμμαχιών που τόσο «γενναιόδωρα» κατά
καιρούς του προτείνονται.
Το άγχος της ελληνικής αστικής τάξης απέναντι στο ΚΚΕ μεγαλώνει όσο
γίνεται καθαρότερο ότι καθώς θα προχωρούν οι περιλάλητες
«μεταρρυθμίσεις» των μνημονίων θα στερεύει ταυτόχρονα και η δεξαμενή με
τις δικαιολογίες, και τα λαϊκιστικά κλισέ απ’ όπου οι πολιτικοί της
εκπρόσωποι αντλούν την εικονική τους επιχειρηματολογία. Ακόμη κι
όταν θα έχουν απολυθεί κατά εκατοντάδες χιλιάδες οι δημόσιοι υπάλληλοι,
ακόμη κι όταν θα έχουν εξαλειφθεί και οι τελευταίες λαομίσητες
«συντεχνίες», ακόμη κι όταν το εγχείρημα της μετατροπής της μαύρης
εργασίας σε νόμιμο καθεστώς θα έχει ολοκληρωθεί, ακόμη κι όταν τα ντόπια
και ξένα μονοπώλια και οι πολυεθνικές θα κάνουν ανεμπόδιστα το πάρτυ
τους με τον φυσικό και ανθρώπινο πλούτο αυτής της χώρας, το μόνο που θα
έχει να υποσχεθεί και πάλι η αστική τάξη στους εργαζόμενους (είτε με
ευρώ, είτε με δραχμή) θα είναι νέο αίμα και νέα δάκρυα υπό την απειλή
πάντα μιας νέας χρεωκοπίας.
Το ευρωπαϊκό όνειρο της ελληνικής αστικής τάξης έχει, όπως και το ίδιο
το ευρωπαϊκό όνειρο των συνεταίρων και ανταγωνιστών της στην ΕΕ και στην
ευρύτερη περιοχή, έχει ήδη μετατραπεί σε εφιάλτη, μόνο που ο εφιάλτης
αυτός θα χειροτερέψει. Τα επόμενα χρόνια αυτοί που θα τεντώνουν τα
αφτιά τους να ακούνε τι λέει το ΚΚΕ θα είναι πολύ περισσότεροι, θα έχουν
πολύ λιγότερα πράγματα να «χάσουν» σε σύγκριση με σήμερα και θα έχουν
πολύ λιγότερες διαφορές μεταξύ τους, ενώ δεν θα προέρχονται πια μόνο από
την Ελλάδα, αλλά κι από εκείνες τις χώρες στις οποίες σήμερα δεν
υπάρχει κανένα κόμμα που να θέτει στα σοβαρά υπό αμφισβήτηση τον
καπιταλισμό. Αυτή η επίγνωση είναι η πηγή του άγχους του κ. Παπαχελά.
Εκείνο που τον υποχρεώνει σήμερα να αναγνωρίσει την ωριμότητα, τη
νηφαλιότητα και τη «σοβαρότητα» του λόγου της Αλέκας Παπαρήγα είναι ότι
αυτές οι αρετές δεν είναι μόνο προσωπικές της αρετές αλλά απηχούν την
ακτινοβολία την οποία ανακτά στις σημερινές συνθήκες η
μαρξιστική-λενινιστική κοσμοθεωρία, το πιο κοφτερό εργαλείο που ανέπτυξε
η ανθρώπινη σκέψη για την κατανόηση και κυρίως για την αλλαγή των
κοινωνικών σχέσεων από την σκοπιά των εκμεταλλευόμενων.
Το άγχος του κ. Παπαχελά είναι η επίγνωση ότι η «νηφαλιότητα» που
εντοπίζει στον λόγο και τη δράση των κομμουνιστών μπορεί να γίνει η
κεφαλή του πάθους και της οργής του εργαζόμενου λαού, είναι εκείνο το
στοιχείο που μπορεί να καθοδηγήσει αυτή την οργή έτσι ώστε αυτή να
χτυπήσει με δύναμη και αποφασιστικότητα τον αληθινό εχθρό της.
*το ντοκουμεντάρισμα κάποιων φράαεων με προσθήκη ηλεκτρονικών σύνδεσμων, δικό μας...Νοέμβρης 2012
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Tα σχόλια στο μπλοκ πρέπει να συνοδεύονται από ένα ψευδώνυμο, ενσωματωμένο στην αρχή ή το τέλος του κειμένου, άν δεν υπάρχει εγγραφή στον blogger ή άλλη διαδυκτιακή υπηρεσία (βλέπε όροι σχολιασμού στο πάνω μέρος της σελίδας).
Ανώνυμα και υβριστικά σχόλια μπορούν να διαγράφονται χωρίς άλλη προειδοποίηση.