ΤΟΥ ΝΙΚΟΛΑ ΣΕΒΑΣΤΑΚΗ*
Η κρίση έχει πλέον το δικό της γραμματειακό είδος. Εννοώ εκείνο το είδος σχολίου που ηδονίζεται στο να απογυμνώνει και να μαστιγώνει τον κακό ελληνικό χαρακτήρα ως το πρώτο κινούν αίτιο των σημερινών κοινωνικών δεινών. Με αυτή την έννοια και ο λόγος του αντιπροέδρου της κυβέρνησης δεν είναι και τόσο ορφανός όσο πιστεύεται: μπορεί και να είναι η πιο προωθημένη στην ωμότητά της εκδοχή της συναφούς γραμματείας στην οποία δοκιμάζονται πολλοί λογοτέχνες και καλλιτέχνες, ιδιαίτερα όταν καλούνται να μιλήσουν για την κρίση ή, πιο απλά, να αποτιμήσουν το χρόνο που έφυγε.
Η στρατηγική των κυβερνώντων, η καθολική επικράτηση ενός κλίματος συλλογικής ενοχής και παραλυτικής ανασφάλειας, βρίσκει πλέον το ελεγειακό και στοχαστικό της συμπλήρωμα. Η πόζα της περίσκεψης και της περισπούδαστης αναθεώρησης συνδυάζεται με την αυθαίρετη χρήση του πρώτου πληθυντικού προσώπου. Βεβαίως το «όλοι τα φάγαμε» ηχεί μάλλον χυδαίο, ακόμα και για φιλοκυβερνητικούς δημόσιους γραφιάδες. Υπάρχουν όμως πολλά λογικά ισοδύναμα της ίδιας ομοταξίας φράσεων στιγματισμού. Για παράδειγμα, ένας συμπαθέστατος τραγουδοποιός, ο Φοίβος Δεληβοριάς, ανακαλύπτει ότι στις ρίζες του προβλήματος είναι η γνωστή «τεμπελιά των Ελλήνων». Όλοι υπήρξαμε τεμπέληδες, ανοργάνωτοι, βολεμένοι κλπ. Άβυσσος πρωτοτυπίας. Συγγραφείς από τη γενιά των τριαντάρηδων ισχυρίζονται ότι η κρίση είναι περισσότερο μια λέξη που σπέρνει κατάθλιψη και οργή παρά μια πραγματικότητα. Άλλοι επανέρχονται μονότονα στο θέμα του ψεύδους που επιτέλους τελειώνει και στις λυτρωτικές, σε τελική ανάλυση, συνέπειες της οικονομικής κρίσης. Ποτέ βέβαια δεν αναρωτιούνται ποιους ακριβώς αφορά η λύτρωση και πώς επέρχεται η σωτηρία των ψυχών στη νέα εργασιακή ζούγκλα. Ίσως με βαθιές εισπνοές και χαλάρωση (ποιος ξέρει;).
Θα σεβόμουν εκείνη τη χριστιανική σκέψη που επιμένει, εμβαθύνοντας, στα θέματα της αμαρτίας, της εξιλέωσης, της μετάνοιας και της προπαρασκευής για μια εμπειρία αυθυπέρβασης. Αλλά δεν μου προκαλεί κανένα σεβασμό ο άσεμνος πρώτος πληθυντικός της ενοχής και της ύβρεως. Και κυρίως δεν βρίσκω καθόλου αθώα τη ρητορική της εθνικής ανάνηψης με την οποία ξεπλένονται πολιτικά εγκλήματα σε έναν ωκεανό μικρών και μεγάλων παραπτωμάτων.
Νομίζω ότι πίσω από την αθυρόστομη καταγγελία της ελληνικής παθολογίας δεν κρύβεται πια κάποια αναλυτική και πολιτική τόλμη. Βλέπω αντίθετα ότι πίσω από τη στηλίτευση του «λαϊκισμού» συνωστίζονται λόγια του καφενείου που έχουν αρθεί στο ύψος της brasserie και του lounge. Όπως και αν το σκεφτεί κανείς, ο Γουσταύος Λε Μπον και το ανάθεμα στον «όχλο» και στα πάθη του δεν μπορεί ποτέ να είναι προωθητικές αναφορές. Αντίθετα, η υποκριτική αυτοκριτική λειτουργεί ως μηχανισμός πειθάρχησης των ψυχών στους επαχθείς νεοφιλελεύθερους πειραματισμούς. Η πρόζα της μεταμέλειας συνδυάζεται εξάλλου με ένα αίσθημα αντεκδίκησης για όλες τις αισθητικές και κοινωνικές παραφωνίες μιας φανταστικής «αριστερής χώρας» που πρέπει επιτέλους να ξυπνήσει από το όνειρο και να σοβαρευτεί. Ο ποπ παλιμπαιδισμός --τον οποίον οι ίδιοι θεοποίησαν πριν από λίγα χρόνια-- μετατρέπεται έτσι σε ολιγαρχικό νεοσυντηρητισμό, σε νοσταλγία για τους θύλακες μεγαλοαστικής ποιότητας και κοσμοπολίτικης επάρκειας. Η ανακάλυψη της σοβαρότητας ταυτίζεται περιέργως με τη στήριξη, κριτική ή όχι, του αναμορφωτικού σχεδίου των ελίτ.
Αλλά στον αέρα αυτού του συγγραφικού/ καλλιτεχνικού μεσαίου χώρου υπερίπτανται όλα τα στερεότυπα της προπαγάνδας: ο κοπρίτης δημόσιος υπάλληλος, ο αντικοινωνικός απεργός, ο γραφικός αριστεριστής, ο δεξιός συμβασιούχος, το ανάξιο και άχρηστο πανεπιστήμιο. Αυτοί είναι άλλωστε οι παράγοντες της «ηθικής μας κρίσης» η οποία έφερε το Μνημόνιο και την τιτάνια προσπάθεια του Γιώργου Ανδρέα Παπανδρέου.
Κάποτε, ο μακαρίτης Ρόμπερτ Νότσικ, ένας από τους καλύτερους θεωρητικούς του νεοφιλελευθερισμού, αναρωτιόταν σε ένα άρθρο του γιατί οι διανοούμενοι εχθρεύονται τον καπιταλισμό. Ο ίδιος έκανε μάλιστα τη διάκριση ανάμεσα στους παραδοσιακούς «γραφιάδες» και στους νέους ειδικούς της κουλτούρας των εικόνων. Οι πρώτοι, κατά τον Νότσικ, διολισθαίνουν ευκολότερα στο αμάρτημα του αντικαπιταλισμού διότι απλούστατα η νέα «ανταγωνιστική κοινωνία» τους στερεί συμβολικό κύρος και εξουσία. Αντιθέτως, οι νέοι ειδικοί και επιτελικοί της επικοινωνίας και της εικόνας είναι, λέει, περισσότερο φιλικοί προς τη νέα καπιταλιστική επανάσταση και τις αξίες της. Αυτά βέβαια γραφόταν πριν πολλές δεκαετίες.
Μάταια όμως θα αναζητούσε κανείς και το παραμικρό ίχνος αντικαπιταλισμού στις χαρμολυπικές πόζες των εγχώριων οπαδών της εθνικής μεταμέλειας. Για αυτούς, η μίζερη χώρα ανάγεται απλώς σε μια ασταμάτητη ενοχλητική διαδήλωση, σε μια άγρια απεργία, στη μη κανονικότητα. Είναι μια Ελλάδα εξαρχειώτικη και εξαχρειωμένη, με άλλα λόγια μια κλινική περίπτωση διανοητικής και πολιτιστικής υστέρησης.
Το διευρυμένο πολιτισμικό ΠΑΣΟΚ παράγει εντέλει τα λεξιλόγια της ενοχής και της αθώωσης τα οποία χρειάζονται οι πρακτικοί του απολυταρχικού μας «φιλελευθερισμού». Κατασκευάζοντας μια υπερβολικά εξωτική και μοναδική στις κακοδαιμονίες της προϊστορία, προετοιμάζει το έδαφος για τη μετα-ιστορική αναγέννηση της χώρας των γηπέδων γκολφ, των κουλοχέρηδων και των fast truck, για τη δημοκρατία των μεγάλων χορηγών και των λαμπερών φιλανθρώπων. Αρκεί φυσικά να φτιαχτεί και μια πλαζ στην Ομόνοια κατά τα πρότυπα του προοδευτικού δημάρχου Παρισίων…
*Ο Νικόλας Σεβαστάκης διδάσκει στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ
Η κρίση έχει πλέον το δικό της γραμματειακό είδος. Εννοώ εκείνο το είδος σχολίου που ηδονίζεται στο να απογυμνώνει και να μαστιγώνει τον κακό ελληνικό χαρακτήρα ως το πρώτο κινούν αίτιο των σημερινών κοινωνικών δεινών. Με αυτή την έννοια και ο λόγος του αντιπροέδρου της κυβέρνησης δεν είναι και τόσο ορφανός όσο πιστεύεται: μπορεί και να είναι η πιο προωθημένη στην ωμότητά της εκδοχή της συναφούς γραμματείας στην οποία δοκιμάζονται πολλοί λογοτέχνες και καλλιτέχνες, ιδιαίτερα όταν καλούνται να μιλήσουν για την κρίση ή, πιο απλά, να αποτιμήσουν το χρόνο που έφυγε.
Η στρατηγική των κυβερνώντων, η καθολική επικράτηση ενός κλίματος συλλογικής ενοχής και παραλυτικής ανασφάλειας, βρίσκει πλέον το ελεγειακό και στοχαστικό της συμπλήρωμα. Η πόζα της περίσκεψης και της περισπούδαστης αναθεώρησης συνδυάζεται με την αυθαίρετη χρήση του πρώτου πληθυντικού προσώπου. Βεβαίως το «όλοι τα φάγαμε» ηχεί μάλλον χυδαίο, ακόμα και για φιλοκυβερνητικούς δημόσιους γραφιάδες. Υπάρχουν όμως πολλά λογικά ισοδύναμα της ίδιας ομοταξίας φράσεων στιγματισμού. Για παράδειγμα, ένας συμπαθέστατος τραγουδοποιός, ο Φοίβος Δεληβοριάς, ανακαλύπτει ότι στις ρίζες του προβλήματος είναι η γνωστή «τεμπελιά των Ελλήνων». Όλοι υπήρξαμε τεμπέληδες, ανοργάνωτοι, βολεμένοι κλπ. Άβυσσος πρωτοτυπίας. Συγγραφείς από τη γενιά των τριαντάρηδων ισχυρίζονται ότι η κρίση είναι περισσότερο μια λέξη που σπέρνει κατάθλιψη και οργή παρά μια πραγματικότητα. Άλλοι επανέρχονται μονότονα στο θέμα του ψεύδους που επιτέλους τελειώνει και στις λυτρωτικές, σε τελική ανάλυση, συνέπειες της οικονομικής κρίσης. Ποτέ βέβαια δεν αναρωτιούνται ποιους ακριβώς αφορά η λύτρωση και πώς επέρχεται η σωτηρία των ψυχών στη νέα εργασιακή ζούγκλα. Ίσως με βαθιές εισπνοές και χαλάρωση (ποιος ξέρει;).
Θα σεβόμουν εκείνη τη χριστιανική σκέψη που επιμένει, εμβαθύνοντας, στα θέματα της αμαρτίας, της εξιλέωσης, της μετάνοιας και της προπαρασκευής για μια εμπειρία αυθυπέρβασης. Αλλά δεν μου προκαλεί κανένα σεβασμό ο άσεμνος πρώτος πληθυντικός της ενοχής και της ύβρεως. Και κυρίως δεν βρίσκω καθόλου αθώα τη ρητορική της εθνικής ανάνηψης με την οποία ξεπλένονται πολιτικά εγκλήματα σε έναν ωκεανό μικρών και μεγάλων παραπτωμάτων.
Νομίζω ότι πίσω από την αθυρόστομη καταγγελία της ελληνικής παθολογίας δεν κρύβεται πια κάποια αναλυτική και πολιτική τόλμη. Βλέπω αντίθετα ότι πίσω από τη στηλίτευση του «λαϊκισμού» συνωστίζονται λόγια του καφενείου που έχουν αρθεί στο ύψος της brasserie και του lounge. Όπως και αν το σκεφτεί κανείς, ο Γουσταύος Λε Μπον και το ανάθεμα στον «όχλο» και στα πάθη του δεν μπορεί ποτέ να είναι προωθητικές αναφορές. Αντίθετα, η υποκριτική αυτοκριτική λειτουργεί ως μηχανισμός πειθάρχησης των ψυχών στους επαχθείς νεοφιλελεύθερους πειραματισμούς. Η πρόζα της μεταμέλειας συνδυάζεται εξάλλου με ένα αίσθημα αντεκδίκησης για όλες τις αισθητικές και κοινωνικές παραφωνίες μιας φανταστικής «αριστερής χώρας» που πρέπει επιτέλους να ξυπνήσει από το όνειρο και να σοβαρευτεί. Ο ποπ παλιμπαιδισμός --τον οποίον οι ίδιοι θεοποίησαν πριν από λίγα χρόνια-- μετατρέπεται έτσι σε ολιγαρχικό νεοσυντηρητισμό, σε νοσταλγία για τους θύλακες μεγαλοαστικής ποιότητας και κοσμοπολίτικης επάρκειας. Η ανακάλυψη της σοβαρότητας ταυτίζεται περιέργως με τη στήριξη, κριτική ή όχι, του αναμορφωτικού σχεδίου των ελίτ.
Αλλά στον αέρα αυτού του συγγραφικού/ καλλιτεχνικού μεσαίου χώρου υπερίπτανται όλα τα στερεότυπα της προπαγάνδας: ο κοπρίτης δημόσιος υπάλληλος, ο αντικοινωνικός απεργός, ο γραφικός αριστεριστής, ο δεξιός συμβασιούχος, το ανάξιο και άχρηστο πανεπιστήμιο. Αυτοί είναι άλλωστε οι παράγοντες της «ηθικής μας κρίσης» η οποία έφερε το Μνημόνιο και την τιτάνια προσπάθεια του Γιώργου Ανδρέα Παπανδρέου.
Κάποτε, ο μακαρίτης Ρόμπερτ Νότσικ, ένας από τους καλύτερους θεωρητικούς του νεοφιλελευθερισμού, αναρωτιόταν σε ένα άρθρο του γιατί οι διανοούμενοι εχθρεύονται τον καπιταλισμό. Ο ίδιος έκανε μάλιστα τη διάκριση ανάμεσα στους παραδοσιακούς «γραφιάδες» και στους νέους ειδικούς της κουλτούρας των εικόνων. Οι πρώτοι, κατά τον Νότσικ, διολισθαίνουν ευκολότερα στο αμάρτημα του αντικαπιταλισμού διότι απλούστατα η νέα «ανταγωνιστική κοινωνία» τους στερεί συμβολικό κύρος και εξουσία. Αντιθέτως, οι νέοι ειδικοί και επιτελικοί της επικοινωνίας και της εικόνας είναι, λέει, περισσότερο φιλικοί προς τη νέα καπιταλιστική επανάσταση και τις αξίες της. Αυτά βέβαια γραφόταν πριν πολλές δεκαετίες.
Μάταια όμως θα αναζητούσε κανείς και το παραμικρό ίχνος αντικαπιταλισμού στις χαρμολυπικές πόζες των εγχώριων οπαδών της εθνικής μεταμέλειας. Για αυτούς, η μίζερη χώρα ανάγεται απλώς σε μια ασταμάτητη ενοχλητική διαδήλωση, σε μια άγρια απεργία, στη μη κανονικότητα. Είναι μια Ελλάδα εξαρχειώτικη και εξαχρειωμένη, με άλλα λόγια μια κλινική περίπτωση διανοητικής και πολιτιστικής υστέρησης.
Το διευρυμένο πολιτισμικό ΠΑΣΟΚ παράγει εντέλει τα λεξιλόγια της ενοχής και της αθώωσης τα οποία χρειάζονται οι πρακτικοί του απολυταρχικού μας «φιλελευθερισμού». Κατασκευάζοντας μια υπερβολικά εξωτική και μοναδική στις κακοδαιμονίες της προϊστορία, προετοιμάζει το έδαφος για τη μετα-ιστορική αναγέννηση της χώρας των γηπέδων γκολφ, των κουλοχέρηδων και των fast truck, για τη δημοκρατία των μεγάλων χορηγών και των λαμπερών φιλανθρώπων. Αρκεί φυσικά να φτιαχτεί και μια πλαζ στην Ομόνοια κατά τα πρότυπα του προοδευτικού δημάρχου Παρισίων…
*Ο Νικόλας Σεβαστάκης διδάσκει στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ
Από την "Αυγή"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Tα σχόλια στο μπλοκ πρέπει να συνοδεύονται από ένα ψευδώνυμο, ενσωματωμένο στην αρχή ή το τέλος του κειμένου, άν δεν υπάρχει εγγραφή στον blogger ή άλλη διαδυκτιακή υπηρεσία (βλέπε όροι σχολιασμού στο πάνω μέρος της σελίδας).
Ανώνυμα και υβριστικά σχόλια μπορούν να διαγράφονται χωρίς άλλη προειδοποίηση.