Μια νέα μελέτη του φιλελευθερισμού αποκαλύπτει το ψέμα πίσω από τον ισχυρισμό ότι αποτελεί το φορέα των καθολικών ελευθεριών. Το επιχείρημα του Losurdo είναι ιδιαίτερα σημαντικό αν λάβει κανείς υπόψη το πρόσφατο κύμα εξεγέρσεων εναντίον των απολυταρχικών καθεστώτων, ισχυρίζεται ο Tom Whittaker.
Στο τέλος του βιβλίου του Liberalism: A Counter-History o Domenico Losurdo διατυπώνει τη θέση ότι μόνο αν πάρουμε διαζύγιο από τη συνήθη αγιογραφία του φιλελευθερισμού, μπορεί να υπάρξει μια σοβαρή θεώρηση της συμβολής του στο χώρο του πνεύματος και της πολιτικής σκέψης. Το βιβλίο του Losurdo σίγουρα δεν αποτελεί μια αγιογραφία. Αρχίζει με το ερώτημα «τί είναι ο φιλελευθερισμός;» κι αναρωτιέται αν ένας υπερασπιστής του δουλοκτητικού συστήματος στα νότια των ΗΠΑ, όπως ο John C. Calhoun μπορεί να αντιμετωπιστεί σα φιλελεύθερος. Η μεγάλη πλειοψηφία των ανθρώπων σίγουρα θεωρούν τη δουλεία απολύτως αντίθετη στις ελευθερίες και τα δικαιώματα του ανθρώπου. Κι όμως, για έναν εξέχοντα φιλελεύθερο του 19ου αιώνα, όπως ο Lord Acton, δεν υπήρχε καμία αμφιβολία ότι ο Calhoun ήταν ένας φιλελεύθερος. Στην πραγματικότητα, θεωρούνταν «πρωταγωνιστής του αγώνα κατά του απολυταρχισμού» και «υπερασπιστής των δικαιωμάτων των μειοψηφιών εναντίον της κακοποίησης τους από μια δεσποτική πλειοψηφία (σελ.2).
Ο Losurdo πάει το συλλογισμό αυτό ένα βήμα παραπέρα, προτείνοντας ότι αν αρνούμαστε την ιδέα ότι ο Calhoun ήταν φιλελεύθερος, στη βάση της υποστήριξης του στο θεσμό της δουλείας, τότε «γιατί να συνεχίσουμε να προσδίδουμε στο Τζον Λοκ τον τίτλο του πατέρα του φιλελευθερισμού;» Ο Λοκ, αν και προφανώς ήταν γνωστός αντίπαλος της «πολιτικής δουλείας» όπως αυτή ασκούνταν από την απόλυτη μοναρχία, θεωρούσε τη δουλεία στις αποικίες σαν κάτι σχετικά φυσιολογικό. Ως εκ τούτου, από την αρχή ο Losurdo δείχνει πως ο φιλελευθερισμός ήταν πάντοτε μια ιδεολογία γεμάτη αντιφάσεις, η οποία επιπλέον χαρακτηρίζεται από το ξεδίπλωμα μιας διαλεκτικής ελευθερίας και ανελευθερίας. Η ελευθερία για την «κοινότητα των ελεύθερων» συνυπήρχε με την καταπίεση και την εκμετάλλευση για τους πολλούς που είναι αποκλεισμένοι από την κοινότητα.
Ένα μείγμα χειραφέτησης και υποδούλωσης (dis – emancipation)
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο φιλελευθερισμός έχει λειτουργήσει σαν ιδεολογία της απελευθέρωσης στον αγώνα ενάντια σε πολυάριθμες τυρρανίες. Η ιστορία του φιλελευθερισμού είναι σε μεγάλο βαθμό η ιστορία των μεγάλων αστικών επαναστάσεων. Αγγλία 1640 – 1688, Αμερική 1776 – 1783, και Γαλλία 1789 – 1974. Κι όμως υπάρχει και μια σκοτεινή πλευρά του φιλελευθερισμού, μια «αντι – ιστορία του», για την οποία πολύ συχνά αδιαφορούν οι ιδεολόγοι του συστήματος, παλιότερα και σήμερα, αλλά η οποία δείχνει τη βαθιά του πρόσδεση στην αποικιοκρατία, τη δουλεία και την ωμή ταξική καταπίεση.
Ο Losurdo διατυπώνει την άποψη ότι η ανάπτυξη του φιλελευθερισμού το 18ο και το 19ο αιώνα εξηγείται καλύτερα αν κανείς εστιάσει στις δύο «μακροσκοπικές ρήτρες αποκλεισμού», οι οποίες κρατούσαν τους ανθρώπους έξω από την «κοινότητα των ελεύθερων». Αυτές οι ρήτρες αποκλεισμού είχαν πεδίο εφαρμογής στους δούλους, τους πληθυσμούς αποικιακής προέλευσης, κι επίσης τους «υπηκόους» (εργάτες των αστικών η αγροτικών περιοχών των μητροπόλεων, σ. 181). Μια τρίτη ρήτρα αποκλεισμού όσον αφορά τις γυναίκες αναγνωρίζεται μεν, αλλά θεωρείται λιγότερο κεντρική, έστω και μόνο επειδή κάποιες γυναίκες των ανώτερων τάξεων, (όπως οι γυναίκες που είχαν δούλους στη δούλεψή τους) ήταν, αν και με δευτερεύοντα ρόλο, μέρος της «κοινότητα των ελεύθερων».
Ανελευθερία στις αποικίες
Σε σχέση με την πρώτη από τις ρήτρες αποκλεισμού, τη δουλεία, ο Losurdo δίνει έμφαση στο σύνθημα των Αμερικάνων επαναστατών αποίκων κατά τη διάρκεια του πολέμου της ανεξαρτησίας, «Δε θα γίνουμε οι Νέγροι τους» (σ.301), προτείνοντας ότι αυτό συμπυκώννει τι σημαίνει «μείγμα χειραφέτησης και υποδούλωσης».
Η εξέγερση των αποίκων απαιτούσε ισότητα σε σχέση με τη Μεγάλη Βρετανία και την ίδια στιγμή αναπαρήγαγε την ανισότητα σε σχέση με τους Μαύρους και τους Ιθαγενείς Αμερικάνους. Όπως επισημαίνει ο Losurdo: ο φιλελευθερισμός και η φυλετική δουλοκτησία αναδύθηκαν μαζί σα δίδυμα» (σ.302).
Μία συνέπεια αυτού ήταν ότι η Αμερικάνικη Επανάσταση έπρεπε να γίνει σε δύο μέρη, χωρίς να μπορεί να ολοκληρωθεί μέχρι την ήττα του Νότου στον εμφύλιο πόλεμο του 1860. Ακόμη, όπως σοφά προέβλεψε ο Άνταμ Σμιθ, η κατάργηση της δουλείας στην Αμερική δε θα γινόταν κάτω από τις φιλελεύθερες συνθήκες της αντιπροσωπευτικής αυτοδιοίκησης, αλλά περισσότερο είχε τη μορφή του Union Army (ΣτΜ: στρατός ξηράς που πολέμησε για ένωση κατά τον Αμερικάνικο Εμφύλιο) και της στρατιωτικής δικτατορίας.
Δεν ήταν μόνο η Αμερικάνικη Επανάσταση που υπολειπόταν του φιλελεύθερου δυναμικού της. Η Αγγλική μεγάλη Επανάσταση του 1688, (την οποία ο Μαρξ χλεύαζε ως κοινοβουλευτικό πραξικόπημα), ενώ έβαζε τέλος στην εποχή του απολυταρχισμού της μοναρχίας, την ίδια στιγμή έδινε τη δυνατότητα στην αγγλική αριστοκρατία να εδραιώσει την αποικιοκρατική κυριαρχία στην Ιρλανδία κι έδωσε σημαντική ώθηση στην αποικιοκρατική δουλεία. Στην Αγγλία, οδήγησε στην περίφραξη της κοινής γης και τον αποκλεισμό των αγροτών από τα κύρια μέσα της συντήρησής τους.
Τέτοιες αντιφάσεις αυτών των επαναστατικών διαδικασιών προσφέρουν το πλαίσιο για να κατανοήσουμε τις αμφισημίες και τις αντιφατικές όψεις εντός της φιλελεύθερης παράδοσης.
Ανελευθερία στη μητρόπολη
Η δεύτερη από τις «μακροσκοπικές ρήτρες αποκλεισμού» του Losurdo εστιάζει σ’ αυτό που ο συγγραφέας αποκαλεί λευκοί υπήκοοι της μητρόπολης. Συχνά οι συνθήκες της ύπαρξής τους δεν ήταν εντυπωσιακά καλύτερες απ’ ότι των μαύρων σκλάβων στις αποικίες. Ο Άνταμ Σμιθ μιλούσε για «υπολείμματα της δουλείας» μέσα στη Μεγάλη Βρετανία, ειδικά σε σχέση με την εξόρυξη αλατιού και τα ανθρακωρυχεία στη Σκωτία. Εδώ οι εργάτες συχνά βρίσκονταν σε μια παρόμοια κατάσταση με τους δουλοπάροικους της Ανατολικής Ευρώπης. Αυτοί και οι οικογένειες τους θεωρούνταν ότι είναι κομμάτι του ανθρακωρυχείου ή των ορυχείων αλατιού.
Αν αυτά επρόκειτο μάλιστα να πουληθούν, θα περνούσαν και οι άνθρωποι στην υπηρεσία του νέου αφέντη. Είναι σοκαριστικό ότι πολλοί εργάτες υποχρεώνονταν να φορούν ένα κολάρο στο οποίο αναγραφόταν το όνομα του αφέντη τους. Όταν ο De Tocqueville επισκέφθηκε την Αγγλία το 1842 παρατηρούσε ότι «η ισότητα επεκτείνει παντού την επικράτεια της, εκτός από τις βιομηχανίες που καθημερινά οργανώνονται στη βάση μιας όλο και πιο αριστοκρατικής μορφής» (σ. 189).
Το γεγονός ότι υπήρχε τέτοια καταπίεση ανάμεσα στους λευκούς υπηκόους της Μεγάλης Βρετανίας ήταν ένα σημείο που δε διέφυγε της προσοχής των υπερασπιστών της δουλείας στις ΗΠΑ. Όταν πλησίαζε ο εμφύλιος, ο Calhoun, με φανερές δόσεις οπορτουνισμού, έφτασε μέχρι του σημείου να συγκρίνει την κατάσταση των δούλων στην Αμερική με τους τροφίμους στα εργατοκάτεργα και τα πτωχοκομεία της Αγγλίας εκείνης της περιόδου. Πράγματι, ο Losurdo σημειώνει, με κάποια ειρωνεία, ότι οι «νόμοι περί φτωχών» οι οποίοι επέκτειναν τα εργατοκάτεργα, πέρασαν την ίδια χρονιά (1834) που η δουλεία καταργήθηκε τελειωτικά στις βρετανικές αποικίες. Ο Ένγκελς, καταδικάζοντας τα εργατοκάτεργα, τα περιέγραφε ως «ολοπαγές Ίδρυμα». Κι όμως, για έναν σημαντικό φιλελεύθερο στοχαστή, όπως ο Τζέρεμι Μπένθαμ, αυτό ήταν ακριβώς το επίκεντρο της σκέψης του. Το διαβόητο Πανοπτικόν του, ένα κτίριο που επέβαλε την επιτήρηση χωρίς καμιά ελπίδα διαφυγής, μπορούσε ευχαρίστως να λειτουργήσει σα φυλακή, σαν εργατοκάτεργο και σαν εργοστάσιο, δείχνοντας ότι στη φιλελεύθερη Βρετανία του 19ου αιώνα υπήρχε μικρή διαφορά ανάμεσα στα τρία.
Τελικά, τα όρια ανάμεσα στην κοινότητα των ελεύθερων και αυτών που ήταν αποκλεισμένοι, είχαν να κάνουν τόσο με τις κοινωνικές τάξεις όσο και με φυλετικούς ή εθνικούς διαχωρισμούς. Και μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα, υπήρχαν λίγα σημάδια ότι θα υπήρχε μια σοβαρή αμφισβήτηση αυτών των αποκλεισμών απ’ την πλευρά των φιλελευθέρων. Για ποιο λόγο ήταν όμως έτσι η κατάσταση; Ο Losurdo δίνει μεγάλο κομμάτι της απάντησης όταν γράφει:
«Στο ξεκίνημα του, ο φιλελευθερισμός εξέφρασε τη συνείδηση της τάξης των ιδιοκτητών δούλων ή υπηκόων που διαμορφωνόταν καθώς το καπιταλιστικό σύστημα εδραιωνόταν, εν μέρει χάρη σ’ αυτές τις αδίστακτες πρακτικές της απαλλοτρίωσης και καταπίεσης που εφαρμόζονταν στη μητρόπολη, και ιδιαίτερα στις αποικίες, τις οποίες ο Μαρξ περιέγραφε σαν «πρωταρχική καπιταλιστική συσσώρευση»». (σ.309)
Ο φιλελευθερισμός είναι η ιδεολογία της τάξης των καπιταλιστών. Ως εκ τούτου οι αντιφάσεις του προκύπτουν από το γεγονός ότι έπρεπε να νομιμοποιήσει τόσο τις επαναστάσεις που έφεραν την τάξη αυτή στην εξουσία όσο και τα συστήματα της κυριαρχίας που αναδύθηκαν μέσω της λειτουργίας του καπιταλισμού.
Πέραν του φιλελευθερισμού
[…]
Εν τω μεταξύ, στις μητροπόλεις οι αγώνες των αποκλεισμένων εντάθηκαν κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα και άρχισαν να έχουν επιτυχίες και να επιβάλλουν κατακτήσεις στην κυρίαρχη ελίτ. Το 1848 ο de Tocqueville είχε εκφράσει την ανησυχία του ότι η επανάσταση της εργατικής τάξης δε θα είναι πλέον μόνον πολιτική, αλλά κοινωνική στο περιεχόμενό της. Και μάλλον ήταν αντιπροσωπευτικός της φιλελεύθερης σκέψης της περιόδου, όταν εξέφραζε την πεποίθηση ότι οι οικονομικοί νόμοι ήταν, ή τουλάχιστον έπρεπε να είναι, θεϊκής προέλευσης. Κατά συνέπεια έπρεπε να βρίσκονται πέραν του πεδίου της κοινωνικής αλλαγής. Κι όμως, ανεξάρτητα από το τις προτιμήσεις της σκέψης του de Tocqueville, τα αιτήματα που έθετε η εργατική τάξη αφορούσαν πλέον όχι μόνον το δικαίωμα ψήφου, αλλά όλο και περισσότερο το δικαίωμα στην υγεία, την παιδεία και την ψυχαγωγία. Το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα τα αιτήματα αυτά ετίθεντο σε ένα πλαίσιο που διέφερε αρκετά από την επαναστατική θύελλα του 1848, δίνοντας περιθώριο στο φιλελευθερισμό για περισσότερες μανούβρες.
Κι ενώ πολλοί φιλελεύθεροι ήταν αντίθετοι στις παραχωρήσεις προς την εργατική τάξη, άλλοι, όπως ο T. H. Green στη Μεγάλη Βρετανία, άρχισαν να βλέπουν την ανάγκη μεγαλύτερης κρατικής παρέμβασης που θα επιφέρει κάποια βελτίωση απέναντι στις ανισότητες και τις αδικίες που σημάδευαν την κοινωνία. Αυτός ο «νέος φιλελευθερισμός» θα κορυφωθεί τελικά με την έκθεση του Beveridge και την ίδρυση του κράτους πρόνοιας, μόνο όμως μετά την ένταση των κοινωνικών αγώνων στο όνομα των αποκλεισμένων.
[…]
Ο Losurdo προτρέπει «να αποχαιρετίσουμε το μύθο της σταδιακής, ειρηνικής μετάβασης από το φιλελευθερισμό στη δημοκρατία», τονίζοντας κομψά ότι δεν αποτελούν σε καμία περίπτωση ταυτόσημες έννοιες.
Στην πραγματικότητα, για το μεγαλύτερο μέρος του 19ου αιώνα, ο φιλελευθερισμός ήταν σαφώς εχθρικός στην ιδέα της δημοκρατίας των μαζών βασισμένη στο δικαίωμα της καθολικής ψηφοφορίας.
[…]
Τελικά, ο Losurdo εκτιμά πως ο πιο σημαντικός λόγος για να απορρίψει κανείς αυτό το μύθο είναι το μείγμα χειραφέτησης και υποδούλωσης, εννοώντας ότι η επέκταση του δικαιώματος ψήφου στην Ευρώπη, συνοδεύθηκε από ταυτόχρονη επέκταση των αποικιών και την υποταγή των λαών και φυλών που θεωρούνται κατώτεροι. Πάνω απ’ όλα, ο φιλελευθερισμός θυσίασε τη δημοκρατία στο βωμό της αποικιοκρατίας , της σκλαβιάς και της αυτοκρατορίας.
Στο τέλος του βιβλίου του Liberalism: A Counter-History o Domenico Losurdo διατυπώνει τη θέση ότι μόνο αν πάρουμε διαζύγιο από τη συνήθη αγιογραφία του φιλελευθερισμού, μπορεί να υπάρξει μια σοβαρή θεώρηση της συμβολής του στο χώρο του πνεύματος και της πολιτικής σκέψης. Το βιβλίο του Losurdo σίγουρα δεν αποτελεί μια αγιογραφία. Αρχίζει με το ερώτημα «τί είναι ο φιλελευθερισμός;» κι αναρωτιέται αν ένας υπερασπιστής του δουλοκτητικού συστήματος στα νότια των ΗΠΑ, όπως ο John C. Calhoun μπορεί να αντιμετωπιστεί σα φιλελεύθερος. Η μεγάλη πλειοψηφία των ανθρώπων σίγουρα θεωρούν τη δουλεία απολύτως αντίθετη στις ελευθερίες και τα δικαιώματα του ανθρώπου. Κι όμως, για έναν εξέχοντα φιλελεύθερο του 19ου αιώνα, όπως ο Lord Acton, δεν υπήρχε καμία αμφιβολία ότι ο Calhoun ήταν ένας φιλελεύθερος. Στην πραγματικότητα, θεωρούνταν «πρωταγωνιστής του αγώνα κατά του απολυταρχισμού» και «υπερασπιστής των δικαιωμάτων των μειοψηφιών εναντίον της κακοποίησης τους από μια δεσποτική πλειοψηφία (σελ.2).
Ο Losurdo πάει το συλλογισμό αυτό ένα βήμα παραπέρα, προτείνοντας ότι αν αρνούμαστε την ιδέα ότι ο Calhoun ήταν φιλελεύθερος, στη βάση της υποστήριξης του στο θεσμό της δουλείας, τότε «γιατί να συνεχίσουμε να προσδίδουμε στο Τζον Λοκ τον τίτλο του πατέρα του φιλελευθερισμού;» Ο Λοκ, αν και προφανώς ήταν γνωστός αντίπαλος της «πολιτικής δουλείας» όπως αυτή ασκούνταν από την απόλυτη μοναρχία, θεωρούσε τη δουλεία στις αποικίες σαν κάτι σχετικά φυσιολογικό. Ως εκ τούτου, από την αρχή ο Losurdo δείχνει πως ο φιλελευθερισμός ήταν πάντοτε μια ιδεολογία γεμάτη αντιφάσεις, η οποία επιπλέον χαρακτηρίζεται από το ξεδίπλωμα μιας διαλεκτικής ελευθερίας και ανελευθερίας. Η ελευθερία για την «κοινότητα των ελεύθερων» συνυπήρχε με την καταπίεση και την εκμετάλλευση για τους πολλούς που είναι αποκλεισμένοι από την κοινότητα.
Ένα μείγμα χειραφέτησης και υποδούλωσης (dis – emancipation)
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο φιλελευθερισμός έχει λειτουργήσει σαν ιδεολογία της απελευθέρωσης στον αγώνα ενάντια σε πολυάριθμες τυρρανίες. Η ιστορία του φιλελευθερισμού είναι σε μεγάλο βαθμό η ιστορία των μεγάλων αστικών επαναστάσεων. Αγγλία 1640 – 1688, Αμερική 1776 – 1783, και Γαλλία 1789 – 1974. Κι όμως υπάρχει και μια σκοτεινή πλευρά του φιλελευθερισμού, μια «αντι – ιστορία του», για την οποία πολύ συχνά αδιαφορούν οι ιδεολόγοι του συστήματος, παλιότερα και σήμερα, αλλά η οποία δείχνει τη βαθιά του πρόσδεση στην αποικιοκρατία, τη δουλεία και την ωμή ταξική καταπίεση.
Ο Losurdo διατυπώνει την άποψη ότι η ανάπτυξη του φιλελευθερισμού το 18ο και το 19ο αιώνα εξηγείται καλύτερα αν κανείς εστιάσει στις δύο «μακροσκοπικές ρήτρες αποκλεισμού», οι οποίες κρατούσαν τους ανθρώπους έξω από την «κοινότητα των ελεύθερων». Αυτές οι ρήτρες αποκλεισμού είχαν πεδίο εφαρμογής στους δούλους, τους πληθυσμούς αποικιακής προέλευσης, κι επίσης τους «υπηκόους» (εργάτες των αστικών η αγροτικών περιοχών των μητροπόλεων, σ. 181). Μια τρίτη ρήτρα αποκλεισμού όσον αφορά τις γυναίκες αναγνωρίζεται μεν, αλλά θεωρείται λιγότερο κεντρική, έστω και μόνο επειδή κάποιες γυναίκες των ανώτερων τάξεων, (όπως οι γυναίκες που είχαν δούλους στη δούλεψή τους) ήταν, αν και με δευτερεύοντα ρόλο, μέρος της «κοινότητα των ελεύθερων».
Ανελευθερία στις αποικίες
Σε σχέση με την πρώτη από τις ρήτρες αποκλεισμού, τη δουλεία, ο Losurdo δίνει έμφαση στο σύνθημα των Αμερικάνων επαναστατών αποίκων κατά τη διάρκεια του πολέμου της ανεξαρτησίας, «Δε θα γίνουμε οι Νέγροι τους» (σ.301), προτείνοντας ότι αυτό συμπυκώννει τι σημαίνει «μείγμα χειραφέτησης και υποδούλωσης».
Η εξέγερση των αποίκων απαιτούσε ισότητα σε σχέση με τη Μεγάλη Βρετανία και την ίδια στιγμή αναπαρήγαγε την ανισότητα σε σχέση με τους Μαύρους και τους Ιθαγενείς Αμερικάνους. Όπως επισημαίνει ο Losurdo: ο φιλελευθερισμός και η φυλετική δουλοκτησία αναδύθηκαν μαζί σα δίδυμα» (σ.302).
Μία συνέπεια αυτού ήταν ότι η Αμερικάνικη Επανάσταση έπρεπε να γίνει σε δύο μέρη, χωρίς να μπορεί να ολοκληρωθεί μέχρι την ήττα του Νότου στον εμφύλιο πόλεμο του 1860. Ακόμη, όπως σοφά προέβλεψε ο Άνταμ Σμιθ, η κατάργηση της δουλείας στην Αμερική δε θα γινόταν κάτω από τις φιλελεύθερες συνθήκες της αντιπροσωπευτικής αυτοδιοίκησης, αλλά περισσότερο είχε τη μορφή του Union Army (ΣτΜ: στρατός ξηράς που πολέμησε για ένωση κατά τον Αμερικάνικο Εμφύλιο) και της στρατιωτικής δικτατορίας.
Δεν ήταν μόνο η Αμερικάνικη Επανάσταση που υπολειπόταν του φιλελεύθερου δυναμικού της. Η Αγγλική μεγάλη Επανάσταση του 1688, (την οποία ο Μαρξ χλεύαζε ως κοινοβουλευτικό πραξικόπημα), ενώ έβαζε τέλος στην εποχή του απολυταρχισμού της μοναρχίας, την ίδια στιγμή έδινε τη δυνατότητα στην αγγλική αριστοκρατία να εδραιώσει την αποικιοκρατική κυριαρχία στην Ιρλανδία κι έδωσε σημαντική ώθηση στην αποικιοκρατική δουλεία. Στην Αγγλία, οδήγησε στην περίφραξη της κοινής γης και τον αποκλεισμό των αγροτών από τα κύρια μέσα της συντήρησής τους.
Τέτοιες αντιφάσεις αυτών των επαναστατικών διαδικασιών προσφέρουν το πλαίσιο για να κατανοήσουμε τις αμφισημίες και τις αντιφατικές όψεις εντός της φιλελεύθερης παράδοσης.
Ανελευθερία στη μητρόπολη
Η δεύτερη από τις «μακροσκοπικές ρήτρες αποκλεισμού» του Losurdo εστιάζει σ’ αυτό που ο συγγραφέας αποκαλεί λευκοί υπήκοοι της μητρόπολης. Συχνά οι συνθήκες της ύπαρξής τους δεν ήταν εντυπωσιακά καλύτερες απ’ ότι των μαύρων σκλάβων στις αποικίες. Ο Άνταμ Σμιθ μιλούσε για «υπολείμματα της δουλείας» μέσα στη Μεγάλη Βρετανία, ειδικά σε σχέση με την εξόρυξη αλατιού και τα ανθρακωρυχεία στη Σκωτία. Εδώ οι εργάτες συχνά βρίσκονταν σε μια παρόμοια κατάσταση με τους δουλοπάροικους της Ανατολικής Ευρώπης. Αυτοί και οι οικογένειες τους θεωρούνταν ότι είναι κομμάτι του ανθρακωρυχείου ή των ορυχείων αλατιού.
Αν αυτά επρόκειτο μάλιστα να πουληθούν, θα περνούσαν και οι άνθρωποι στην υπηρεσία του νέου αφέντη. Είναι σοκαριστικό ότι πολλοί εργάτες υποχρεώνονταν να φορούν ένα κολάρο στο οποίο αναγραφόταν το όνομα του αφέντη τους. Όταν ο De Tocqueville επισκέφθηκε την Αγγλία το 1842 παρατηρούσε ότι «η ισότητα επεκτείνει παντού την επικράτεια της, εκτός από τις βιομηχανίες που καθημερινά οργανώνονται στη βάση μιας όλο και πιο αριστοκρατικής μορφής» (σ. 189).
Το γεγονός ότι υπήρχε τέτοια καταπίεση ανάμεσα στους λευκούς υπηκόους της Μεγάλης Βρετανίας ήταν ένα σημείο που δε διέφυγε της προσοχής των υπερασπιστών της δουλείας στις ΗΠΑ. Όταν πλησίαζε ο εμφύλιος, ο Calhoun, με φανερές δόσεις οπορτουνισμού, έφτασε μέχρι του σημείου να συγκρίνει την κατάσταση των δούλων στην Αμερική με τους τροφίμους στα εργατοκάτεργα και τα πτωχοκομεία της Αγγλίας εκείνης της περιόδου. Πράγματι, ο Losurdo σημειώνει, με κάποια ειρωνεία, ότι οι «νόμοι περί φτωχών» οι οποίοι επέκτειναν τα εργατοκάτεργα, πέρασαν την ίδια χρονιά (1834) που η δουλεία καταργήθηκε τελειωτικά στις βρετανικές αποικίες. Ο Ένγκελς, καταδικάζοντας τα εργατοκάτεργα, τα περιέγραφε ως «ολοπαγές Ίδρυμα». Κι όμως, για έναν σημαντικό φιλελεύθερο στοχαστή, όπως ο Τζέρεμι Μπένθαμ, αυτό ήταν ακριβώς το επίκεντρο της σκέψης του. Το διαβόητο Πανοπτικόν του, ένα κτίριο που επέβαλε την επιτήρηση χωρίς καμιά ελπίδα διαφυγής, μπορούσε ευχαρίστως να λειτουργήσει σα φυλακή, σαν εργατοκάτεργο και σαν εργοστάσιο, δείχνοντας ότι στη φιλελεύθερη Βρετανία του 19ου αιώνα υπήρχε μικρή διαφορά ανάμεσα στα τρία.
Τελικά, τα όρια ανάμεσα στην κοινότητα των ελεύθερων και αυτών που ήταν αποκλεισμένοι, είχαν να κάνουν τόσο με τις κοινωνικές τάξεις όσο και με φυλετικούς ή εθνικούς διαχωρισμούς. Και μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα, υπήρχαν λίγα σημάδια ότι θα υπήρχε μια σοβαρή αμφισβήτηση αυτών των αποκλεισμών απ’ την πλευρά των φιλελευθέρων. Για ποιο λόγο ήταν όμως έτσι η κατάσταση; Ο Losurdo δίνει μεγάλο κομμάτι της απάντησης όταν γράφει:
«Στο ξεκίνημα του, ο φιλελευθερισμός εξέφρασε τη συνείδηση της τάξης των ιδιοκτητών δούλων ή υπηκόων που διαμορφωνόταν καθώς το καπιταλιστικό σύστημα εδραιωνόταν, εν μέρει χάρη σ’ αυτές τις αδίστακτες πρακτικές της απαλλοτρίωσης και καταπίεσης που εφαρμόζονταν στη μητρόπολη, και ιδιαίτερα στις αποικίες, τις οποίες ο Μαρξ περιέγραφε σαν «πρωταρχική καπιταλιστική συσσώρευση»». (σ.309)
Ο φιλελευθερισμός είναι η ιδεολογία της τάξης των καπιταλιστών. Ως εκ τούτου οι αντιφάσεις του προκύπτουν από το γεγονός ότι έπρεπε να νομιμοποιήσει τόσο τις επαναστάσεις που έφεραν την τάξη αυτή στην εξουσία όσο και τα συστήματα της κυριαρχίας που αναδύθηκαν μέσω της λειτουργίας του καπιταλισμού.
Πέραν του φιλελευθερισμού
[…]
Εν τω μεταξύ, στις μητροπόλεις οι αγώνες των αποκλεισμένων εντάθηκαν κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα και άρχισαν να έχουν επιτυχίες και να επιβάλλουν κατακτήσεις στην κυρίαρχη ελίτ. Το 1848 ο de Tocqueville είχε εκφράσει την ανησυχία του ότι η επανάσταση της εργατικής τάξης δε θα είναι πλέον μόνον πολιτική, αλλά κοινωνική στο περιεχόμενό της. Και μάλλον ήταν αντιπροσωπευτικός της φιλελεύθερης σκέψης της περιόδου, όταν εξέφραζε την πεποίθηση ότι οι οικονομικοί νόμοι ήταν, ή τουλάχιστον έπρεπε να είναι, θεϊκής προέλευσης. Κατά συνέπεια έπρεπε να βρίσκονται πέραν του πεδίου της κοινωνικής αλλαγής. Κι όμως, ανεξάρτητα από το τις προτιμήσεις της σκέψης του de Tocqueville, τα αιτήματα που έθετε η εργατική τάξη αφορούσαν πλέον όχι μόνον το δικαίωμα ψήφου, αλλά όλο και περισσότερο το δικαίωμα στην υγεία, την παιδεία και την ψυχαγωγία. Το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα τα αιτήματα αυτά ετίθεντο σε ένα πλαίσιο που διέφερε αρκετά από την επαναστατική θύελλα του 1848, δίνοντας περιθώριο στο φιλελευθερισμό για περισσότερες μανούβρες.
Κι ενώ πολλοί φιλελεύθεροι ήταν αντίθετοι στις παραχωρήσεις προς την εργατική τάξη, άλλοι, όπως ο T. H. Green στη Μεγάλη Βρετανία, άρχισαν να βλέπουν την ανάγκη μεγαλύτερης κρατικής παρέμβασης που θα επιφέρει κάποια βελτίωση απέναντι στις ανισότητες και τις αδικίες που σημάδευαν την κοινωνία. Αυτός ο «νέος φιλελευθερισμός» θα κορυφωθεί τελικά με την έκθεση του Beveridge και την ίδρυση του κράτους πρόνοιας, μόνο όμως μετά την ένταση των κοινωνικών αγώνων στο όνομα των αποκλεισμένων.
[…]
Ο Losurdo προτρέπει «να αποχαιρετίσουμε το μύθο της σταδιακής, ειρηνικής μετάβασης από το φιλελευθερισμό στη δημοκρατία», τονίζοντας κομψά ότι δεν αποτελούν σε καμία περίπτωση ταυτόσημες έννοιες.
Στην πραγματικότητα, για το μεγαλύτερο μέρος του 19ου αιώνα, ο φιλελευθερισμός ήταν σαφώς εχθρικός στην ιδέα της δημοκρατίας των μαζών βασισμένη στο δικαίωμα της καθολικής ψηφοφορίας.
[…]
Τελικά, ο Losurdo εκτιμά πως ο πιο σημαντικός λόγος για να απορρίψει κανείς αυτό το μύθο είναι το μείγμα χειραφέτησης και υποδούλωσης, εννοώντας ότι η επέκταση του δικαιώματος ψήφου στην Ευρώπη, συνοδεύθηκε από ταυτόχρονη επέκταση των αποικιών και την υποταγή των λαών και φυλών που θεωρούνται κατώτεροι. Πάνω απ’ όλα, ο φιλελευθερισμός θυσίασε τη δημοκρατία στο βωμό της αποικιοκρατίας , της σκλαβιάς και της αυτοκρατορίας.
Πηγή:Counterfire μέσω Αγκάρρα
Μετάφραση: Γούσης Κώστας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Tα σχόλια στο μπλοκ πρέπει να συνοδεύονται από ένα ψευδώνυμο, ενσωματωμένο στην αρχή ή το τέλος του κειμένου, άν δεν υπάρχει εγγραφή στον blogger ή άλλη διαδυκτιακή υπηρεσία (βλέπε όροι σχολιασμού στο πάνω μέρος της σελίδας).
Ανώνυμα και υβριστικά σχόλια μπορούν να διαγράφονται χωρίς άλλη προειδοποίηση.